Τα smartphones έχουν φέρει επανάσταση στο πώς παράγουμε και καταναλώνουμε πληροφορίες εν κινήσει. Μας επιτρέπουν να φωτογραφίζουμε το απρόσμενο την ώρα που ξετυλίγεται και να μεταδίδουμε live τη ζωή μας και τον κόσμο γύρω μας. Το πιο σημαντικό είναι ότι μας δίνουν τη δυνατότητα να “καταναλώνουμε” τον κόσμο ανεξάρτητα από το πού βρισκόμαστε, από τη διαγώνια ματιά που ρίχνουμε στα emails ενόσω βρισκόμαστε στο λεωφορείο προς τη δουλειά έως το streaming ενός βίντεο στο διάλειμμα, την ενημέρωση για τις ειδήσεις της ημέρας στο δρόμο προς το σπίτι και την ανάγνωση ενός ebook την ώρα που περιμένουμε το παιδί μας να τελειώσει την προπόνηση. Τα τηλέφωνά μας είναι πάντα κάπου κοντά μας, παρέχοντας άμεση πρόσβαση στον παγκόσμιο ιστό. Οι μικροσκοπικές οθόνες τους, ωστόσο, και η χρήση τους εν κινήσει προάγουν τις συμπεριφορές εκείνες που βοηθούν τα “fake news”, την παραπληροφόρηση, την ελλιπή πληροφόρηση και την εξάπλωση ξένων επιρροών, καθώς μας αποθαρρύνουν να ερευνήσουμε τα πράγματα που διαβάζουμε.
Το smartphone έχει γίνει η κυρίαρχη μορφή μέσω της οποίας έχουμε πρόσβαση στο διαδίκτυο. Στην πραγματικότητα, ο σύγχρονος ιστός έχει γίνει τόσο συνώνυμος με την πρόσβαση μέσω κινητού τηλεφώνου, που οι ιστοσελίδες σχεδιάζονται ολοένα και περισσότερο πρώτα για κινητά και μετά για desktop.
H ανταποκρισιμότητα, οι κρυμμένες γραμμές πλοήγησης, οι ελαχιστοποιημένες κεφαλίδες και υποσέλιδα και μυριάδες άλλες φιοριτούρες που κάνουν την κατανάλωση του διαδικτύου μέσω κινητού να λειτουργεί με τη μικροσκοπική οθόνη ενός smartphone είναι ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που το καθιστούν τόσο επικίνδυνο από τη σκοπιά της διάδοσης ψευδών πληροφοριών.
Περιηγηθείτε σε έναν τυπικό ιστότοπο μέσω ενός κινητού τηλεφώνου και η γραμμή διεύθυνσης URL γρήγορα αποκρύπτεται ώστε να υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο ανάγνωσης. Ακόμη και όταν είναι ορατή, η διεύθυνση URL τυπικά εμφανίζεται σε τόσο μικρή γραμματοσειρά, ώστε τα ήπια τυπογραφικά λάθη που χρησιμοποιούνται σε ιστότοπους ηλεκτρονικού “ψαρέματος” είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν.
Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, όλα τα οπτικά σήματα, τα λογότυπα και άλλα οπτικά στοιχεία που κάνουν τις ιστοσελίδες ενός desktop διακριτές, συχνά ελαχιστοποιούνται ή εξαλείφονται εξ ολοκλήρου σε ιστότοπους για κινητά, για να κάνουν περισσότερο χώρο για περιεχόμενο. Μια ιστοσελίδα “fake news” πρέπει απλώς να υιοθετήσει έναν κοκκινόμαυρο σχεδιασμό και ένα πρότυπο του WordPress για να μοιάζει σχεδόν απόλυτα με την πραγματική ιστοσελίδα του CNN στο κινητό, με μόνο λίγους αναγνώστες να παρατηρούν πιθανώς ότι λείπει ακόμη και το λογότυπο του CNN καθώς ακολουθούν ένα link για να διαβάσουν αυτό που νομίζουν ότι είναι άρθρο του CNN, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια ιστοσελίδα με ψευδείς ειδήσεις.
Καθώς οι καταναλωτικές συνήθειες στις ειδήσεις διαμορφώνονται ολοένα και περισσότερο από τα social media, η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο. Ένα στιγμιότυπο οθόνης που δείχνει ένα Twitter από το CNN που αναγγέλλει ότι ο Πάπας έχει αποδεχτεί τον Trump πιθανότατα θα μεταδιδόταν ευρέως και άμεσα. Λίγοι είναι εκείνοι που θα αφιέρωναν τον χρόνο να μπουν στον πραγματικό λογαριασμό του CNN στο Twitter και να ανατρέξουν στην ροή ειδήσεων για να διαπιστώσουν εάν το εν λόγω tweet είναι πραγματικό. Ακόμη και εάν ανακάλυπταν ότι το “τιτίβισμα” δεν εμφανίζεται στον επίσημο λογαριασμό Twitter του CNN, είναι πιθανό απλώς να σκέφτονταν ότι είναι κάποιο σφάλμα του δικτύου που τους εμπόδισε να φορτώσουν όλα τα tweets ή ίσως ένας αλγόριθμος που φιλτράρει τον κατάλογο tweets που βλέπουν, αντί να αναγνωρίσουν ότι αυτό σημαίνει ότι το τιτίβισμα είναι πιθανώς ψεύτικο.
Φανταστείτε αν όλες οι πλατφόρμες σημαντικών κοινωνικών δικτύων σκάναραν όλες τις εικόνες που εμφανίζονται ως στιγμιότυπα από αναρτήσεις στο Facebook, το Twitter, το Instagram και αλλού και επαλήθευαν αυτόματα αν η εν λόγω εικόνα είναι πράγματι μια μη τροποποιημένη λήψη μιας πραγματικής ανάρτησης. Οι επαληθευμένες εικόνες θα είχαν έναν σύνδεσμο προς την αρχική ανάρτηση, ενώ οι εικόνες που δεν μπορούν να εξακριβωθούν θα είχαν μια ειδοποίηση ότι το στιγμιότυπο δεν είναι επαληθευμένο και συνεπώς αμφισβητήσιμο.
Ακόμα και κάτι τόσο απλό θα συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη μείωση ενός μεγάλου ποσοστού ανταλλαγής ψευδών πληροφοριών.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι οι μικρές οθόνες, το περιορισμένο εύρος κινήσεων και οι περιορισμένες διεπαφές των browsers καθώς και η φύση της σύντομης χρονικά αναζήτησης γύρω από τα κινητά, σημαίνουν ότι σπάνια πραγματοποιούμε εκτεταμένη έρευνα για ένα άρθρο ή μια θέση προτού τη μοιραστούμε.
Ένας χρήστης που διαβάζει μια ανάρτηση στα social media που αναφέρει ότι ο Πάπας αποδέχτηκε τον Trump δεν θα ανοίξει συνήθως έναν browser στο κινητό για να αναζητήσει περισσότερες πληροφορίες στο διαδίκτυο προκειμένου να διαπιστώσει εάν το παραπάνω είναι αληθινό ή όχι. Στην καλύτερη περίπτωση θα μοιραστεί την ανάρτηση με ένα disclaimer “δεν είμαι σίγουρος αν είναι αληθινό”, το οποίο δεν θα εμποδίσει την εξάπλωσή της.
Οι συνεργασίες των κοινωνικών μέσων με οργανισμούς που ελέγχουν τα γεγονότα μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των πιο viral ψευδών ειδήσεων, αλλά το τεράστιο μέγεθος ψευδών πληροφοριών που εξαπλώνονται καθημερινά στα social media ξεπερνούν κάθε ανθρώπινη ή τεχνολογική ικανότητα για να αντιμετωπιστούν σε εξατομικευμένη βάση.
Αντ ‘αυτού, η “πληροφοριακή παιδεία” του κοινού είναι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η άσκοπη κατανάλωση και ανταλλαγή ψευδών πληροφοριών, διδάσκοντας τους πολίτες να βλέπουν με κριτικό μάτι τις πληροφορίες που συναντούν.
Ίσως, ωστόσο, η πληροφοριακή παιδεία να είναι δύσκολη σε έναν κόσμο όπου το κινητό έχει προτεραιότητα. Ένα άτομο που έχει 30 δευτερόλεπτα να ξοδέψει την ώρα που περιμένει το ασανσέρ και πέσει πάνω στο ότι “Ο Πάπας αποδέχεται τον Trump” μπορεί να έχει μόνο λίγα δευτερόλεπτα για να αποφασίσει εάν θα το μοιραστεί με τους followers του ή θα περάσει τα επόμενα πέντε λεπτά να ερευνά σε βάθος το θέμα.
Και δεν υπάρχει κοινή ευθύνη ή συνέπειες στο διαδίκτυο. Το μόνο κίνητρο είναι να είσαι ο πρώτος. Το να είσαι λάθος δεν έχει ποινή.
Μπορεί να βοηθήσει η μηχανική εκμάθηση; Ίσως να υπήρχαν εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης που θα βοηθούσαν να συνδέεται το περιεχόμενο που καταναλώνουμε με αποτελέσματα από αναζητήσεις στο διαδίκτυο για την προέλευσή του; Ενώ αυτό μπορεί να πάει στραβά, θα μπορούσε να βοηθήσει αν εκτελούνταν σωστά.
Καθώς η πρόσβαση της κοινωνίας στο διαδίκτυο γίνεται ολοένα και περισσότερο μέσω κινητών τηλεφώνων και χαρακτηρίζεται από ελλιπή προσοχή και περιορισμένες διεπαφές, πρέπει να αναγνωρίζουμε τον αντίκτυπο αυτών των χαρακτηριστικών στο πώς αξιολογούμε την πληροφορία που καταναλώνουμε και την ολέθρια επιδράσή τους στην πληροφοριακή παιδεία.
Πηγή: Capital.gr