«Eίμαι βέβαιος ότι θα κάνω τον κόσμο να σκεφθεί τι μπορεί να γίνει και στην Ελλάδα». Aυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεόδωρος Βασιλάκης, παρουσιάζει την επιτυχία της Grab, της οποίας είναι γενικός διευθυντής τεχνολογικού και μηχανολογικού τομέα (CTO). Οπως τονίζει, όταν ξεκίνησε η Grab, κανένας δεν πίστευε ότι μία εταιρεία τεχνολογίας αυτής της κλίμακας θα προερχόταν από τη Μαλαισία. Γι’ αυτό και επιλέγει να μοιραστεί με τους Ελληνες αναγνώστες τις εμπειρίες του, προτρέποντάς τους να σκεφθούν με τον ίδιο δημιουργικό τρόπο και να επιδείξουν αντίστοιχη τόλμη. Την επαγγελματική του, όμως, πορεία δεν σηματοδότησε μόνο η ένταξή του στην ομάδα της Grab αλλά και το πέρασμά του από μερικούς από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως τεχνολογικούς κολοσσούς: Google, Microsoft και Facebook. Το πέρασμα αυτό έγινε και σε μία περίοδο που ο κόσμος της τεχνολογίας «άρχισε να ανακαλύπτει τις δυνατότητές του». Δηλαδή σε μία εποχή κατά την οποία εταιρείες όπως η Twitter, ή άλλες όπως η Grab –η μέχρι πρότινος ανταγωνίστρια της Uber– δεν είχαν συλληφθεί ούτε ως επιχειρηματικές ιδέες. Και ίσως αυτό είναι που προκαλεί ενδιαφέρον παρακολουθώντας την πορεία του Θεόδωρου Βασιλάκη, μέσα από συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ» : ότι ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία στη Microsoft και έφθασε να αποτελεί μέρος μιας νέας εταιρείας, την οποία το 2018 η CB Insights κατέταξε μεταξύ των 15 κορυφαίων νεοφυών εταιρειών παγκοσμίως με αξία άνω του 1 δισ. δολ. («unicorns»).
Ηταν αρχές 2000, όταν ο Θεόδωρος Βασιλάκης ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία στη Microsoft ως ειδικός ανάπτυξης λογισμικού, μεταπηδώντας λίγα χρόνια αργότερα στον έτερο τεχνολογικό κολοσσό, την Google, όπου και εργάστηκε για μία επταετία. Απόφοιτος του εμβληματικού Stanford University αλλά και κάτοχος διδακτορικού στα μαθηματικά από το Brown University, ο κ. Βασιλάκης επέλεξε το 2012 να αξιοποιήσει τις γνώσεις και την εμπειρία του, για να συστήσει στον επιχειρηματικό κόσμο της Καλιφόρνιας το δικό του δημιούργημα. Ετσι, το 2012 ίδρυσε τη Metanautix με έδρα το Παλο Αλτο, προχωρώντας λίγο αργότερα σε ένα αρκετά πετυχημένο deal. «Η Μetanautix έδωσε τη δυνατότητα σε πιο παραδοσιακές επιχειρήσεις να μεταφέρουν το σύνολο των δεδομένων τους στο cloud». Αντλώντας χρηματοδότηση 7 εκατ. δολ. από το Sequoia capital, εξαγοράστηκε από τη Microsoft το 2015. «Μέσα από το προϊόν μας η Microsoft απέκτησε μία νέα πλατφόρμα cloud, καθώς και μία μεγάλη βάση πελατών από παραδοσιακές επιχειρήσεις. Συνεπώς, το πάντρεμα αποδείχθηκε ιδανικό».
Εκείνη την περίοδο είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της στο Σαν Φρανσίσκο η Uber, ενώ δειλά δειλά η ΝΑ Ασία των 640 εκατ. ανθρώπων υποδεχόταν την Grab. Η τελευταία με έδρα πλέον τη Σιγκαπούρη εισήλθε στην αγορά το 2012 και σήμερα αποτελεί την πιο δημοφιλή «πολυεφαρμογή» υπηρεσιών μεταφοράς αλλά και ηλεκτρονικών πληρωμών στην ΝΑ Ασία με εκατομμύρια χρήστες σε 8 χώρες (Βιετνάμ, Ταϊλάνδη, Μιανμάρ, Φιλιππίνες, Καμπότζη, Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Ινδονησία). Το 2017, οπότε και ο κ. Βασιλάκης εντάχθηκε στην ομάδα της Grab, η εταιρεία βρίσκεται σε ακμή και μέχρι σήμερα έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση άνω των 9 δισ. δολ. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που στον τελευταίο γύρο χρηματοδότησης ύψους 4,5 δισ. δολ. συμμετείχαν και εταιρείες όπως η Toyota Motor Corp, η Hyundai Motor και η Μicrosoft. Τα δε έσοδα της εταιρείας το 2018 ξεπέρασαν το 1 δισ. δολ., ενώ πηγές του Reuters υπολογίζουν την αξία της κοντά στα 14 δισ. δολ.
Οπως εξηγεί, η Grab ξεκίνησε ως μία επιχειρηματική ιδέα που γεννήθηκε από τα φοιτητικά έδρανα πριν από μία επταετία και έφτασε να διαγκωνίζεται με άλλες εταιρείες για να αποσπάσει μερίδιο στην αγορά που δραστηριοποιείται. «Αρχισα να δουλεύω για την εταιρεία περίπου στα τέλη του 2017, έχοντας ζήσει από το 1992 στις ΗΠΑ. Τελικά, όμως, η προσαρμογή αποδείχθηκε εύκολη υπόθεση». Η Σιγκαπούρη είναι πληθυσμιακά μικρότερη από την Ελλάδα (έχει περίπου τον μισό πληθυσμό), έχει μετεξελιχθεί στο απόλυτο επιχειρηματικό hub της περιοχής και επιτρέπει σε άτομα του εξωτερικού να ενσωματωθούν γρήγορα στην αγορά εργασίας.
Στην Grab «είμαι υπεύθυνος του μηχανολογικού τομέα, του τομέα διαχείρισης δεδομένων και της διασφάλισης της αξιοπιστίας των υπηρεσιών για τους χρήστες». Παράλληλα, «επιβλέπω τα σχέδια της Grab, το budget της αλλά και το κομμάτι των συγχωνεύσεων και εξαγορών». Σε αυτό το σημείο, ο κ. Βασιλάκης αναλύει και τη «σχέση» που έχει αποκτήσει η Grab με την «πολύπαθη» Uber, η οποία τουλάχιστον έως το 2018 αποτελούσε ανταγωνίστριά της στην περιοχή. «Πράγματι, η Uber ξεκίνησε ως ανταγωνιστής της αλλά τώρα, μετά τη συμφωνία, είναι επενδυτής της Grab». Tι έγινε, όμως, ακριβώς και βρέθηκε μεταξύ των δύο κοινό σημείο αναφοράς; Η Uber, η οποία τελευταία έχει βρεθεί στο στόχαστρο των ρυθμιστικών αρχών, αποφάσισε πριν από ένα χρόνο να περιορίσει την έκθεσή της στην Ασία. Ετσι, πώλησε τις κινεζικές της δραστηριότητες στην Didi Chuxing και μετά έπραξε το ίδιο με την αγορά της ΝΑ Ασίας: πώλησε δηλαδή τις δραστηριότητές της στην Grab, έλαβε ως αντάλλαγμα το 27,5% της εταιρείας και τοποθέτησε τον CEO στο Δ.Σ. της.
Πριν από λίγες μέρες, ο κ. Βασιλάκης ανακοίνωσε πως για προσωπικούς λόγους θα εγκαταλείψει την περιοχή και από τον Ιούλιο θα παραμείνει σύμβουλος στην εταιρεία. Ωστόσο, η επιστροφή του στην Ελλάδα δεν είναι στα άμεσα σχέδιά του. Αναγνώρισε δε ότι χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια από την Ελλάδα για να «επαναπατρίσει» όσους μεγαλουργούν αυτή τη στιγμή στο εξωτερικό. «Η Κίνα αντίθετα το πέτυχε αυτό, δημιουργώντας ειδικά προγράμματα για να επαναφέρει στη χώρα επιστήμονες και ειδικούς στον χώρο της τεχνολογίας. Αυτό, όμως, πήρε πολλά χρόνια». Κλείνοντας, αποτίμησε θετικά την ελληνική startup σκηνή, εκτιμώντας πως υπάρχουν εγχώρια venture capitals «όπως το Marathon που στηρίζουν ενεργά το οικοσύστημα των νέων επιχειρήσεων» αλλά και εταιρείες με υποσχόμενους founders, όπως η Pollfish και η lenses.io. Τα παραδείγματα αυτά αποδεικνύουν, κατά τον ίδιο, «πως όταν οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι η μόνη τους επιλογή είναι να καινοτομήσουν, απλά το τολμούν».
Πηγή: Καθημερινή