Προσδιορίζοντας την έννοια της βασικής εκπαίδευσης ( literacy skills)
Η βασική εκπαίδευση στον τομέα των δεξιοτήτων ορίζεται ως η ικανότητα της κατανόησης,αξιολόγησης και χρήσης της γλώσσας και των γραπτών κειμένων με σκοπό τη συμμετοχή στην κοινωνία, την επίτευξη ενός στόχου και την περαιτέρω ανάπτυξη των δυνατοτήτων ενός ατόμου. Αυτή η δεξιότητα δεν περιλαμβάνει τη σύνταξη γραπτού κειμένου. Οι ενήλικες που βρίσκονται στο επίπεδο 1 ή κοντά σε αυτό, έχουν τη δυνατότητα να διαβάσουν ένα κείμενο που θα τους ζητηθεί για να εντοπίσουν μια συγκεκριμένη πληροφορία που οδηγεί στην απάντηση μιας ερώτησης ή για να ανταποκριθούν σε κάποιο βασικό λεξιλόγιο που απαιτείται.
Διαφορές μεταξύ της εκπαίδευσης που στοχεύει στην επαγγελματική κατάρτιση και της γενικότερης εκπαίδευσης
Το βασικότερο εργαλείο της εκπαίδευσης που προσανατολίζεται στην επαγγελματική κατάρτιση, εν συγκρίσει με τη γενικότερη εκπαίδευση, όπου σε γενικό πλαίσιο όλα τα άτομα μιας οργανωμένης κοινωνίας έχουν λάβει μέσω των φορέων του κράτους (σχολεία,πανεπιστήμια), είναι ότι η πρώτη επικεντρώνεται πλήρως στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και επιπροσθέτως βοηθά στην διαχώριση των ικανών από τους μη, κάνοντας ακόμη ευκολότερη την αναζήτηση εργασίας εκ μέρους των εργοδοτών του κατάλληλου εργατικού δυναμικού τους.
Αυτές οι διαφορές μεταξύ γενικότερης εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης παρουσιάζονται σε όλες τις χώρες, με πιο αξιοσημείωτες αυτές μεταξύ Ευρωπαϊκών χωρών. Οι διαφοροποιήσεις στη βασική εκπαίδευση τείνουν να είναι μικρότερες στον Καναδά, την Ιαπωνία, την Κορέα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης, χώρες όπως η Φιλανδία και η Ολλανδία δείχνουν ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα βασικών δεξιοτήτων, σε αντίθεση με την Ισπανία, Ιρλανδία και Πολωνία οι οποίες φθάνουν τα χαμηλότερα επίπεδα.
Τα κενά στις δεξιότητες μεταξύ των γενεών
Οι νεότερες γενεές ατόμων που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή σε ηλικία από 16 εώς 19 ετών διαθέτουν υψηλότερα επίπεδα δεξιοτήτων βασικής εκπαίδευσης εν συγκρίσει με τις προηγούμενες γενεές που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε ηλικία από 20 εώς 65 ετών.
Σε γενικότερα πλαίσια, σε όλες τις χώρες που ερευνήθηκαν, το ύψιστο επίπεδο δεξιοτήτων βρέθηκε στα άτομα με ηλικία 30 ετών. Αυτό απεικονίζει και αποδεικνύει έμπρακτα ότι η ουσιαστικότερη εκπαίδευση πραγματοποιείται στην ενεργή οικονομική ζωή του ατόμου μέσω της εργασίας και της δια βίου μάθησης.
Ροζ – Μαρι Μέλλου
Φοιτήτρια Οικονομικού Τμήματος
Πανεπιστημίου Αθηνών