Μια έρευνα από τον διαΝΕΟσις ( Οργανισμό Έρευνας και Ανάλυσης) για τις στάσεις και τις απόψεις των Ελλήνων για την κρίση, τους εμβολιασμούς και τις συνέπειες της πανδημίας
στις ζωές τους.
Από την αρχή της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, η διαΝΕΟσις παρακολουθεί και μελετά τις εκφάνσεις και τις συνέπειες του φαινομένου και της κρίσης στην οικονομία και στην κοινωνία της χώρας μας. Πέρα από τα άρθρα και τις αναλύσεις, από τον Απρίλιο του 2020 ξεκινήσαμε και μια σειρά από έρευνες κοινής γνώμης, προσπαθώντας να αποτυπώσουμε τις στάσεις και τις απόψεις των πολιτών και να χαρτογραφήσουμε το πώς αυτές αλλάζουν στις διάφορες φάσεις της πανδημίας. Η χαρτογράφηση ξεκίνησε από το “σκληρό” καθολικό lockdown στην αρχή, πέρασε από το δύσκολο φθινόπωρο και τον χειμώνα του ’20, μετά από την έλευση των εμβολίων, συνεχίστηκε στο “άνοιγμα” της άνοιξης του ’21 και, πλέον, σε μια νέα πραγματικότητα -και μια νέα έξαρση κρουσμάτων- εδώ στα τέλη του 2021, ολοκληρώνεται με μια νέα έρευνα, την έβδομη κατά σειρά.
Και αυτή, όπως και οι προηγούμενες, εκπονήθηκε από την εταιρεία Metron Analysis, τηλεφωνικά και online σε δείγμα 1.101 ατόμων ηλικίας από 17 και άνω που μιλούν ελληνικά, στο διάστημα 5-14 Οκτωβρίου 2021. Το ερωτηματολόγιο, το οποίο από τον Δεκέμβριο του 2020 και μετά σχεδιάζεται με τη συνεργασία και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών και του Υπουργείου Υγείας, αυτή τη φορά περιλαμβάνει και μια σειρά από ερωτήσεις για την ψυχική και τη σωματική υγεία των Ελλήνων μετά από σχεδόν δύο χρόνια κρίσης, τις οποίες σχολιάζει εδώ ο ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ Γιάννης Τούντας.
Όπως πάντα, όλα τα αποτελέσματα της έρευνας, με τις απαντήσεις όλων των ερωτήσεων και με πίνακες με τις απαντήσεις όλων των δημογραφικών ομάδων αλλά και άλλων ομάδων του πληθυσμού (για παράδειγμα, πώς απαντούν εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι πολίτες σε όλες τις ερωτήσεις) μπορείτε να τα βρείτε παρακάτω:
Ακολουθούν μερικά ενδεικτικά συμπεράσματα από τα αποτελέσματα της έρευνας:
1. Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές και εδώ και μερικούς μήνες, ένα επίπεδο κανονικότητας έχει επανέλθει στην καθημερινή ζωή, κάτι που αποτυπώνεται και στο πώς δουλεύουν οι Έλληνες. Τον Απρίλιο του 2020 μόνο 1 στους 4 Έλληνες εργαζόταν κανονικά στον χώρο εργασίας του -άλλος 1 στους 4 εργαζόταν με τηλεργασία και οι υπόλοιποι βρίσκονταν σε κάποια μορφή αναστολής εργασίας ή άδειας. Σήμερα το 83% των εργαζομένων δουλεύουν, πια, κανονικά στον χώρο εργασίας τους και μόνο το 10% εργάζονται πλέον με τηλεργασία.
Οι Έλληνες πολίτες, δε, είναι πλέον μοιρασμένοι σε δυο κατηγορίες: οι μισοί πιστεύουν ότι η χώρα μας πηγαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ οι υπόλοιποι πιστεύουν το αντίθετο. Ωστόσο, δεν είναι το ίδιο μοιρασμένες όλες οι υποομάδες του πληθυσμού. Ένας σημαντικός παράγοντας που διαφοροποιεί το αποτέλεσμα είναι η ηλικία: οι πολίτες ηλικίας άνω των 65 που πιστεύουν ότι πάμε προς τη σωστή κατεύθυνση είναι υπερδιπλάσιοι από τους συνομηλίκους τους που πιστεύουν το αντίθετο. Στις ηλικίες 17-39, όμως, τα ποσοστά είναι ακριβώς ανάποδα. Η στάση των νεότερων είναι γενικά πιο απαισιόδοξη για σχεδόν όλα τα θέματα της πανδημίας, κάτι που επιβεβαιώνεται και από άλλες έρευνες και για άλλα θέματα, και αξίζει περαιτέρω διερεύνηση. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι οι μισοί εμβολιασμένοι πολίτες πιστεύουν ότι πάμε προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ 7 στους 10 ανεμβολίαστους πιστεύουν ότι πηγαίνουμε προς τη λάθος.
Κυρίαρχα συναισθήματα στους Έλληνες παραμένουν σταθερά η αβεβαιότητα (40%) και η ανασφάλεια (31%) και τελευταία η ντροπή (7%) και η αυτοπεποίθηση (5%).
Γενικά, όπως έχει φανεί και από τις προηγούμενες έρευνες, η πλειοψηφία των Ελλήνων αντιμετωπίζουν το φαινόμενο ως κάτι σημαντικό -από την αρχή της κρίσης, κιόλας, με τις απαντήσεις τους δείχνουν ότι παίρνουν την απειλή στα σοβαρά. Σταθερά 3 στους 4 πιστεύουν ότι η Covid-19 αποτελεί μια “σοβαρή απειλή” για την υγεία τους, ενώ μόνο 1 στους 5 νομίζει ότι πρόκειται για μια “συνηθισμένη απλή ασθένεια”. Και εδώ, βεβαίως, υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους: 13,5% των εμβολιασμένων πιστεύουν ότι είναι “μια απλή ασθένεια” -αλλά το αντίστοιχο ποσοστό στους ανεμβολίαστους είναι 51,2%.
Ο ρεαλισμός της στάσης τους έχει προέλθει, βεβαίως, και από τη διάψευση των προσδοκιών που είχαν στα πρώτα στάδια της πανδημίας, για μια γρήγορη επάνοδο στην κανονικότητα. Αξίζει να θυμίσουμε ότι στην αρχή της κρίσης, τον Απρίλιο του 2020, η πλειοψηφία των Ελλήνων πίστευαν ότι θα έχουμε επανέλθει σε μια “φυσιολογική καθημερινότητα” μέχρι τον Σεπτέμβριο. Του 2020. Καθώς ο καιρός περνούσε, βεβαίως, επικρατούσε ένας νέος ρεαλισμός και πλέον οι μισοί Έλληνες (47%) θεωρούν ότι θα επανέλθουμε σε μια “φυσιολογική καθημερινότητα” μετά το 2022.
Ένα 65% των Ελλήνων, δε, θεωρούν “πολύ” ή “αρκετά πιθανό” νέες μεταλλάξεις να οδηγήσουν σε νέα επιβάρυνση της πανδημίας στο μέλλον. Προς το παρόν, περίπου 2 στους 3 Έλληνες θεωρούν “όχι και τόσο πιθανό” ή “καθόλου πιθανό” να οδηγηθούμε ξανά σε lockdown (ωστόσο, σχεδόν οι μισοί ανεμβολίαστοι πολίτες θεωρούν, αντίθετα, ότι θα οδηγηθούμε). Ταυτόχρονα, όμως, 2 στους 3 Έλληνες πιστεύουν ότι “τα χειρότερα έχουν περάσει”, και μόνο 1 στους 4 θεωρεί ότι “έρχονται δυσκολότερες ημέρες”. Τα αποτελέσματα σε αυτή την ερώτηση είναι πάνω-κάτω παρόμοια ανεξαρτήτως ηλικίας, και σχεδόν ίδια για εμβολιασμένους και μη.
2. Την περίοδο που έτρεξε η έρευνα, 9% των Ελλήνων δήλωναν πως έχουν νοσήσει με Covid (από 6% τον Μάιο του 2021). Ταυτόχρονα, πλέον, το 77% του δείγματος της έρευνας (που, θυμίζουμε, περιλαμβάνει μόνο πολίτες ηλικίας άνω των 17 που μιλούν ελληνικά) δηλώνουν ότι έχουν κάνει έστω και μία δόση του εμβολίου (από 39% τον Μάιο του 2021), ενώ το 75% είναι πλήρως εμβολιασμένοι. Το 81% των εμβολιασμένων δηλώνουν ότι θα κάνουν και την επαναληπτική (ή “αναμνηστική” όπως αναφέρεται συχνά) δόση του εμβολίου όταν τους δοθεί η δυνατότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι το ποσοστό των πρόθυμων να κάνουν την επαναληπτική δόση είναι πολύ υψηλό σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες -συμπεριλαμβανομένων των 17-24 (77%).
Όπως φαίνεται από τα αποτελέσματα, το ποσοστό των εμβολιασμένων αυξάνεται ανάλογα με την ηλικία και με το μορφωτικό επίπεδο, ενώ χαμηλότερα του 65% ποσοστά εμβολιασμού εμφανίζουν μόνο οι αγρότες, οι άνεργοι, όσοι δηλώνουν επάγγελμα “οικιακά” και όσοι ζουν σε περιοχές με λιγότερους από 2.000 κατοίκους.
Σε αυτή την έρευνα, δε, υπάρχουν και κάποιες νέες ερωτήσεις για το θέμα του εμβολιασμού, που αναδεικνύουν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα.
Από αυτούς που έχουν εμβολιαστεί, το 58% δηλώνουν ότι το αποφάσισαν μόνοι ή μόνες, ενώ 1 στους 4 δηλώνει πως παρακινήθηκε από τον γιατρό του. Εξάλλου, 1 στους 4 εμβολιασμένους δηλώνει πως στην αρχή είχε αποφασίσει να μην εμβολιαστεί, αλλά στη συνέχεια άλλαξε γνώμη.
Αντίστοιχα στους ανεμβολίαστους (που είναι το 23% του συνόλου), ίδιο ποσοστό (58%) δηλώνουν πως μόνοι ή μόνες αποφάσισαν να μην εμβολιαστούν. 1 στους 5 λέει ότι επηρεάστηκε “από όσα έχει διαβάσει ή ακούσει” και μόνο 1 στους 10 επειδή παρακινήθηκε να μην εμβολιαστεί από τον γιατρό του. Από αυτό το 23%, πάντως, περίπου οι μισοί δηλώνουν ότι εξαρχής είχαν αποφασίσει να μην εμβολιαστούν, ενώ οι άλλοι μισοί ότι σκόπευαν να εμβολιαστούν, και άλλαξαν γνώμη.
Είναι ενδιαφέρον, βεβαίως, ότι περισσότεροι από τους μισούς ανεμβολίαστους δηλώνουν σήμερα ότι δεν θα εμβολιαστούν (“μάλλον όχι” και “σίγουρα όχι”). Πρόκειται για το 15% του συνολικού δείγματος. Όταν, δε, ρωτήθηκαν αν θα εμβολιαστούν εφόσον ο εμβολιασμός γίνει υποχρεωτικός για όλους, το 41% των ανεμβολίαστων (ένα ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 800.000 πολίτες) δήλωσαν πως όχι.
Και στο θέμα της υποχρεωτικότητας και των δικαιωμάτων εμβολιασμένων/ανεμβολίαστων στην κοινωνία, εμφανίζονται κάποια ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών είναι υπέρ της υποχρεωτικότητας για κάποιες ομάδες του πληθυσμού. 7 στους 10 πολίτες πιστεύουν ότι ο εμβολιασμός πρέπει να είναι υποχρεωτικός για τους εκπαιδευτικούς, άλλοι 7 στους 10 πιστεύουν το ίδιο και για τους ένστολους, ενώ 3 στους 4 πιστεύουν ότι πρέπει να είναι υποχρεωτικός για τους υγειονομικούς. Ωστόσο, μόνο λίγο περισσότεροι από τους μισούς -στο συνολικό δείγμα- πιστεύουν ότι ο εμβολιασμός πρέπει να είναι υποχρεωτικός για όλους τους πολίτες.
7 στους 10 εμβολιασμένους πιστεύουν ότι οι ανεμβολίαστοι συμπολίτες τους “δεν είναι καλά πληροφορημένοι” και ότι “υπάρχουν επιτήδειοι που συνειδητά τους παραπλανούν“. 6 στους 10 υποστηρίζουν ότι “η συμπεριφορά τους είναι αντικοινωνική” και 4 στους 10 ότι “είναι επικίνδυνοι και προσπαθούν να τους αποφεύγουν”. Ταυτόχρονα, όμως, 7 στους 10 εμβολιασμένους πιστεύουν ότι το να μην εμβολιαστούν οι ανεμβολίαστοι “είναι δικαίωμά τους”.
Οι μισοί Έλληνες, δε, πιστεύουν ότι κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να ζητά υπηρεσίες μόνο από εμβολιασμένους -οι άλλοι μισοί διαφωνούν.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν και οι στάσεις των Ελλήνων ως προς τον εμβολιασμό των παιδιών. Τον Μάιο του 2021, λίγο πριν ο ΕΜΑ εγκρίνει τη χρήση του εμβολίου για τα παιδιά ηλικίας 12 ετών και άνω στην Ευρώπη, το 58,1% των Ελλήνων γονέων δήλωναν πως δεν θα εμβολίαζαν τα παιδιά τους. Σήμερα, όμως, 6 στους 10 γονείς παιδιών ηλικίας άνω των 12 ετών δηλώνουν ότι τα παιδιά τους είτε έχουν ήδη εμβολιαστεί (38%) είτε ότι πρόκειται να εμβολιαστούν (20%). Σήμερα, δε, από τους γονείς παιδιών ηλικίας κάτω των 12, μόνο 1 στους 3 δηλώνει ότι τα παιδιά του θα εμβολιαστούν όταν εγκριθεί το εμβόλιο και γι’ αυτά. 1 στους 5 δηλώνει ότι δεν έχει αποφασίσει ακόμη, και σχεδόν οι μισοί (46%) ότι τα παιδιά τους δεν θα εμβολιαστούν. Σημειώνουμε ότι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές το εμβόλιο για παιδιά ηλικίας 5-11 έχει εγκριθεί στις ΗΠΑ, ενώ η σχετική απόφαση του ΕΜΑ για τις χώρες της ΕΕ αναμένεται τις επόμενες εβδομάδες.
3. Όπως αναφέραμε στην αρχή, σε αυτή την έρευνα προστέθηκαν και μια σειρά από ερωτήσεις για την ψυχική και τη σωματική υγεία των Ελλήνων σε αυτή την περίοδο -σε σύγκριση μάλιστα με αντίστοιχα στοιχεία από την προ-πανδημίας περίοδο. Μια ανάλυση αυτών των αποτελεσμάτων μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αλλά εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι, μεταξύ άλλων, σήμερα 1 στους 4 Έλληνες και Ελληνίδες δηλώνει πως τους τελευταίους 12 μήνες αντιμετώπισε αγχώδεις διαταραχές (κρίσεις πανικού, άγχος) και 1 στους 10 ότι είχε κατάθλιψη. 1 στους 5 δηλώνει ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων 2 εβδομάδων είχε διαταραχές στον ύπνο του και επίσης 1 στους 5 ότι αισθάνθηκε μελαγχολία, κατάθλιψη ή απελπισία -ένα ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από αυτό που εμφανίστηκε σε αντίστοιχη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ από το 2019. Η διαφορά ανάμεσα στις ηλικίες είναι, και εδώ, εμφανής. Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 17-24 που δηλώνουν πως αισθάνθηκαν μελαγχολία, κατάθλιψη ή απελπισία τον τελευταίο χρόνο φτάνει το 44%.
πό τα αποτελέσματα αυτά, τα οποία μπορείτε να μελετήσετε ενδελεχώς εδώ, γίνεται προφανές ότι οι συνέπειες αυτής της κρίσης είναι βαθιές, καθώς και το ότι θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την οικονομική και κοινωνική ζωή των Ελλήνων για πολύ καιρό. Οι έρευνες της διαΝΕΟσις, οι οποίες κάλυψαν όλες τις φάσεις της πανδημίας τα τελευταία σχεδόν δύο χρόνια, και τα αποτελέσματα των οποίων είναι διαθέσιμα με διάφορες μορφές σε ερευνητές και πολίτες εδώ, αποτελούν ένα πολύτιμο υλικό για όσες και όσους θέλουν να αναλύσουν σε βάθος το φαινόμενο, να προβλέψουν τις συνέπειές του, και να σχεδιάσουν πολιτικές για την προσαρμογή της κοινωνίας στα νέα δεδομένα και για την επούλωση των μεγάλων, συλλογικών μας τραυμάτων.