Ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η υιοθέτηση καλύτερων λύσεων στις πρώτες προτεραιότητες για τις αφορολόγητες αγορές ενόψει της τουριστικής περιόδου.
Από τον ερχόμενο μήνα, η Ελλάδα ανοίγει επίσημα τις πύλες της στον διεθνή τουρισμό με την τουριστική περίοδο να ξεκινά την 1η Μαρτίου.
Αρχικά, οι προβλέψεις για την ελληνική τουριστική βιομηχανία είναι περισσότερο από ελπιδοφόρες. Σύφωνα με στοιχεία έρευνας του Σύνδεσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) – εκτός αν υπάρξει ανατροπή λόγω της πανδημίας- η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας και ιδιαίτερα των οικονομιών των χωρών προέλευσης των τουριστών στην Ελλάδα διαφαίνεται υφηλή για την περίοδο 2022-2023. Η ανάπτυξη αυτή σηματοδοτεί μία μεγάλη αύξηση στις αφίξεις και τις εισπράξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό στην περίοδο αυτή, με πιθανότατα τα έσοδα να υπερβούν το προηγούμενο υψηλό επίπεδό τους το 2019 (€ 18,18 δις) ακόμα και από το 2023.
Με βάση το Υπουργείο Τουρισμού, ο τομέας του τουρισμού θεωρείται από την κυβέρνηση ως ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία για την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών. Δεδομένου ότι ο τουρισμός φέρνει 1 στα 4 ευρώ στην οικονομία -δηλαδή το 25% του ΑΕΠ- αποτελεί την κύρια λαϊκή οικονομία της Ελλάδας. Παράλληλα, ο τουριστικός τομέας επειδή περιλαμβάνει έργα υποδομής, ανάπτυξης και επενδύσεων, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο συνολικό μετασχηματισμό και την πρόοδο της χώρας.
Πώς όμως μπορούμε να επωφεληθούμε περισσότερο ως χώρα από αυτές τις αισιόδοξες προβλέψεις για τον τουρισμό; Μια λύση βρίσκεται στην ψηφιοποίηση του συστήματος αφορολόγητων αγορών. Μπορούμε να αυξήσουμε τα εθνικά μας έσοδα από τον τουρισμό -με ευρύτερο οικονομικό και δημοσιονομικό αντίκτυπο- με την απλή ψηφιοποίηση του υφιστάμενου καθεστώτος αφορολόγητων αγορών, αφήνοντας πίσω την μέχρι πρότινος πρακτική.
Επιπλέον, εντοπίζεται μια διάσταση αναγκαιότητας στην ψηφιοποίησηση του τωρινού συστήματος άφορολόγητων αγορών από άποψη χρόνου. Βρισκόμαστε μόλις μια ανάσα πριν από την έναρξη της τουριστικής περιόδου.
Επέκταση των αφορολόγητων αγορών για την τόνωση του ελληνικού τουρισμού και του λιανεμπορίου
Σύμφωνα με αποτελέσματα έρευνας του ινστιτούτου CEBR, με έδρα το Λονδίνο, οι δαπάνες για αφορολόγητες αγορές στην Ελλάδα το 2019 ήταν περίπου 2,1 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι οι τουρίστες που ταξίδεψαν στην Ελλάδα το 2019 από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ξόδεψαν περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια ευρώ και ανάλογα με τους διαφορετικούς συντελεστές ΦΠΑ, η έρευνα τονίζει την εκτίμηση ότι 200 έως 500 εκατομμύρια ευρώ θα μπορούσαν να είχαν επιστραφεί σε αυτούς τους ταξιδιώτες με τη μορφή επιστροφής φόρου.
Μεταξύ των άλλων κύριων ευρημάτων της έρευνας, ήταν πως ο εκσυγχρονισμός του τρέχοντος συστήματος αφορολόγητων αγορών θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά τα έσοδα κάθε χώρας, υπερκαλύπτοντας τη διαφορά που θα πρόκυπτε από τις επιστροφές ΦΠΑ. Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα για την Ελλάδα θα αυξάνονταν κατά 155 έως 311 εκατ. Ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα οι διεθνείς καταναλωτές (global shoppers) μπορούν να λάβουν επιστροφή φόρου έως και 17,5% από το ποσό αγοράς, γεγονός που αποτελεί ισχυρό κίνητρο για να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα στα καταστήματα.
Η σημερινή κατάσταση των αφορολόγητων αγορών και γιατί η ψηφιοποίηση είναι πιο αναγκαία από ποτέ
Το καθεστώς αφορολόγητων αγορών που εφαρμόζεται σήμερα στην Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ξεπερασμένο. Δεν εντάσσεται στο γενικότερο επιτυχημένο δρόμο που ακολουθεί η χώρα για την ψηφιοποίηση των συναλλαγών της, αρχής γενομένης από τα πρόσφατα επιτεύγματα του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Σήμερα, oι τουρίστες που επιθυμούν να λάβουν πίσω τους φόρους που δικαιούνται από τις αγορές τους, πρέπει να ακολουθήσουν πολλά και χρονοβόρα βήματα, κυρίως για να προσπεράσουν εμπόδια που προκύπτουν λόγω μεγάλης γραφειοκρατίας. Η διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσουν οι τουρίστες για να λάβουν τα χρήματά τους πίσω βάσει του υπάρχοντος συστήματος επιστροφής ΦΠΑ είναι περίπλοκη και χρονοβόρα. Αυτό οδηγεί σε μεγάλες απώλειες, καθώς οι τουρίστες χάνουν χρήματα που δικαιωματικά είναι δικά τους (ΦΠΑ που έχει πληρωθεί σε ξένη χώρα), αφού δεν μπαίνουν στη διαδικασία να τα διεκδικήσουν. Επίσης, οι χώρες δεν επωφελούνται από τις επιπρόσθετες δαπάνες κάθε τουρίστα, καθώς και τη μείωση του κόστους της επίσκεψης του στη χώρα.
Το αποτέλεσμα είναι να οδηγούμαστε σε μια κατάσταση ταυτόχρονης ζημίας. Οι τουρίστες από την μια πλευρά να χάνουν χρήματα που δικαιωματικά τους ανήκουν (ΦΠΑ που καταβλήθηκε σε μια χώρα του εξωτερικού) καθώς δεν μπαίνουν στον κόπο να τα διεκδικήσουν. Από την άλλη οι χώρες καταλήγουν να χάνουν την ευκαιρία να προωθήσουν αυτό το ελκυστικό πλεονέκτημα της επιστροφής ΦΠΑ που ταυτόχρονα μειώνει το κόστος της επίσκεψης ενός τουρίστα.
Υπάρχει αρκετός χρόνος για τον εκσυγχρονισμό του τωρινού συστήματος επιστροφής φόρων;
Σύμφωνα με την έκθεση του CEBR, ο εκσυγχρονισμός του συστήματος επιστροφής φόρων είναι πολύ πιο εύκολος από ότι φαντάζεται κανείς, αφού το μόνο που απαιτείται είναι μερικές τροποποιήσεις στην ισχύουσα νομοθεσία και ένα ψηφιακό εργαλείο.
Η Refundit, προτείνει να αναβαθμιστεί ψηφιακά η μέχρι σήμερα ξεπερασμένη ελληνική πρακτική με ένα ανοικτό, ψηφιακό, επικεντρωμένο στον καταναλωτή και στους εμπόρους, σύστημα επιστροφής του ΦΠΑ αποφέροντας πολλαπλά οφέλη σε τουρίστες και τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις. Η πλήρης ψηφιοποίηση των αφορολόγητων αγορών θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες δαπάνες από τους τουρίστες, καθιστώντας την εμπειρία του shopping πιο ελκυστική, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα σε όλους τους εμπόρους να συμμετάσχουν.
Η βασική ιδέα είναι να υποστηριχθούν οι έμποροι και μαζί τους η τοπική οικονομία. Μια τέτοια λύση θα παρέχει τα οφέλη των επιστροφών ΦΠΑ σε όλους τους εμπόρους, συμπεριλαμβανομένων των ΜμΕ, ανεξάρτητα από το αν είναι μικρότεροι σε μέγεθος αγοραστικά ή αν βρίσκονται σε κεντρική περιοχή. Απελευθερώνοντας την γραφειοκρατία, μειώνεται επίσης και ο φόρτος εργασίας, επιτρέποντάς στους εμπόρους να επικεντρωθούν στη μεγιστοποίηση των εσόδων από τις πωλήσεις τους.
Με την έναρξη της φετινής τουριστικής περιόδου να ξεκινάει τον ερχόμενο Μάρτιο, υπάρχει ακόμη χρόνος για τις ενέργειες ψηφιοποίησης που θα αναβαθμίσουν το τουριστικό προφίλ της χώρας, προσφέροντας ένα ανταγωνιστικό σύστημα επιστροφής ΦΠΑ.