Βγαίνοντας από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009, οι Marc Andreessen και Ben Horowitz ξεδίπλωσαν την καμπάνια τους για την “κατάληψη” της Silicon Valley. Το υπόστρωμα για το πρώτο τους venture capital fund, εκείνη τη χρονιά, ήταν η υπόσχεση για μια νέα γενιά “μεγαλομανών” ιδρυτών επιχειρήσεων -φιλόδοξων, ισχυρών και εστιασμένων στους στόχους τους- οι οποίοι, σε πνεύμα Steve Jobs, θα χρησιμοποιούσαν την τεχνολογία για να βάλουν το δικό τους λιθαράκι στο σύμπαν.
Έχοντας ως “φάρο” το Facebook και το Twitter, και με μια “πανοπλία” δισεκατομμυρίων, οι δυο τους προχώρησαν με ακριβώς αυτό το πλάνο.
Καθήμενος αναπαυτικά στον καναπέ του γραφείου του στα κεντρικά της Andreessen Horowitz, στο Μenlo Park της California, ο Andreessen, του οποίου ο διαδικτυακός browser Netscape και η μεταγενέστερη IPO της εταιρείας του αποτέλεσαν σημεία – κλειδιά στην μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, κατανοεί ότι οι προκλήσεις του 2019 είναι διαφορετικές από εκείνες προ 25 ή και προ 10 ετών. “Ο 21ος είναι ο αιώνας των “δυσάρεστων””, τονίζει, στην πρώτη του εκτεταμένη συνέντευξη στο Forbes εδώ και δύο χρόνια. “Στην εποχή της υπερ-συνδεσιμότητας, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της υπερφόρτωσης σε πληροφορία, οι “δυσάρεστοι” τύποι οι οποίοι θα αμφισβητήσουν το στάτους θα δημιουργήσουν εταιρείες – κολοσσούς δισεκατομμυρίων. Το “εγώ” υποχωρεί και ο θυμός – ή τουλάχιστον η ανυπακοή – κυριαρχούν.
Εάν αυτή η προοπτική δεν ακούγεται ιδιαίτερα ευχάριστη, θεωρείστε τον Andreessen, 47 ετών σήμερα, ως τον ιδανικό αγγελιοφόρο. Από την αποφασιστική χρήση του δημοφιλούς ιστολογίου του και (πριν τον Τραμπ) του λογαριασμού του στο Twitter έως την πρόσληψη μιας στρατιάς ειδικών σε έναν τομέα που οικοδομήθηκε πάνω σε “χαμηλών τόνων” συνεργασίες, είναι γνωστός στην Sillicon Valley για την αγάπη του στο να ανατρέπει ή έστω να αναπροσαρμόζει τους κανόνες.
Και πέτυχε: σε μία δεκαετία, η Andreessen Horowitz κατέστη εκ των κλειδοκρατόρων του χώρου του venture capital (VC) στη Silicon Valley, μοιράζοντας στους επενδυτές της κέρδη που ξεπερνούν τα 10 δισ. δολάρια, τουλάχιστον στα χαρτιά. Μέσα σε διάστημα ενός έτους, τουλάχιστον πέντε εταιρείες – μονόκεροι (με αποτίμηση άνω του 1 δισ. δολ.) στις οποίες έχει επενδύσει – Airbnb, Lyft, PagerDuty, Pinterest και Slack – έχουν ή θα έχουν πραγματοποιήσει IPO.
“Ποιος είναι ο Νο1 τρόπος να διαφοροποιηθεί κανείς σε οποιονδήποτε κλάδο; Το να είναι ο ίδιος Νο1”, τονίζει ο Andreessen -η σύζυγός του και γνωστή φιλάνθρωπος Laura Arrillaga-Andreessen αποκαλεί χαϊδευτικά “το αβγό μου” για το ξυρισμένο του κεφάλι και το σχήμα του προσώπου του- με το μπριόζικο ύφος του να υποδεικνύει ακριβώς την πίστη του στα λεγόμενά του.
Το να παραμένει κανείς στην πρώτη θέση, ωστόσο, είναι ως γνωστόν δυσκολότερο από τα να φτάσει εκεί. Η αισιοδοξία ότι η τεχνολογία θα μετασχηματίσει τον κόσμο προς το καλύτερο υποχωρεί μαζί με κάθε νέο σκάνδαλο που ξεσπά γύρω από τα δεδομένα του Facebook, στου οποίου το δ.σ. ο Andreessen, ως ένας εκ των πρώτων επενδυτών, συμμετέχει ακόμη. Κάθε αποκάλυψη που δείχνει την ροπή των social media να γίνονται όχημα για τις χειρότερες τάσεις εντός της κοινωνίας αποτελούν ακόμη ένα χτύπημα στον “τεχνολογικό ευαγγελισμό” του ίδιου και της εταιρείας του. Και στις αίθουσες συσκέψεων της τελευταίας, η επένδυση στο επόμενο Instagram, Twitter ή Skype – τρεις από τις πιο γνωστές επενδύσεις της – δεν αποτελεί πλέον προτεραιότητα. Σήμερα υπάρχει αριθμός – ρεκόρ από αντίπαλα funds, “οπλισμένα” με δισεκατομμύρια και ένας νέος παίκτης, η SoftBank, ο οποίος, οπλισμένος με ένα fund – μαμούθ $100 δισ., κάνει όλους τους υπόλοιπους – της Andreessen Horowitz συμπεριλαμβανομένης – να φαντάζουν νάνοι.
Έτσι λοιπόν, οι Andreessen και Horowitz, που βρίσκονται στην 55η και στην 73η θέση αντίστοιχα στη φετινή “Λίστα Επενδυτών με το Άγγιγμα του Μίδα” του Forbes, αποφάσισαν να ξεβολευτούν και οι ίδιοι. Μόλις ολοκλήρωσαν τη συγκέντρωση κεφαλαίων συνολικού ύψους 2 δισ. (ανεβάζοντας το σύνολο των assets που διαχειρίζονται κοντά στα $10 δισ.), προκειμένου να γίνουν ακόμη πιο “γαλαντόμοι”, επενδύοντας σε εταιρείες χαρτοφυλακίου και μονόκερους τους οποίους αγνόησαν σε προγενέστερη φάση. Ακόμη πιο επιθετικά, αποκαλύπτουν στο Forbes ότι θα εγγράψουν την εταιρεία τους στο μητρώο των χρηματοοικονομικών συμβούλων – διαδικασία πολυδάπανη και απαιτούσα ιδιαίτερα επίπονες διαδικασίες θεώρησης, εγκαταλείποντας τον αποκλειστικό χαρακτήρα της ως εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου (venture capital firm).
Γιατί; Εδώ και χρόνια οι venture capitalists αντάλλασσαν την έλλειψη μιας διαδικασίας εποπτείας τύπου Wall Street με την τάση τους να επενδύουν κυρίως σε νέες μετοχές ιδιωτικών, μη εισηγμένων εταιρειών. Επρόκειτο για μια “ανταλλαγή” που βόλευε τους πάντες – μέχρι την εποχή των κρυπτονομισμάτων, έναν τύπο επένδυσης με υψηλότατο ρίσκο ο οποίος, σύμφωνα με την επιτροπή κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC), χρειάζεται μεγαλύτερο βαθμό εποπτείας. Ας είναι, απαντά η Andreessen Horowitz. Απεκδυόμενη το καθεστώς της ως εταιρεία venture capital, θα μπορεί να προχωρήσει σε μονοπάτια με μεγαλύτερο ρίσκο: εάν, για παράδειγμα, θελήσει να επενδύσει 1 δισ. σε κρυπτονομίσματα ή tokens ή να αγοράσει όσες μετοχές εισηγμένων εταιρειών, θα μπορεί απλώς να το κάνει. Αυτή η δυνατότητα θα την φέρει και πάλι, εκτιμά η ίδια, σε θέση οδηγού, δίνοντας στους ανταγωνιστές της την αίσθηση ότι έχουν τουλάχιστον το ένα τους χέρι δεμένο.
“Γιατί υπάρχουν τα φτερά αν όχι για να πετάς;”, ρωτά ρητορικά ο Andreessen, με ένα υπομειδίαμα στην έκφρασή του.
Από την αρχή, άλλωστε, η Adreessen Horowitz έχει ένα απλό “πιστεύω”: “Θέλαμε να δημιουργήσουμε την εταιρεία venture capital από την οποία εμείς οι ίδιοι θα θέλαμε να αντλούμε κεφάλαια”, λέει ο Horowitz. O Andreessen, η επιτυχία του οποίου με το Netscape τον έφερε στο εξώφυλλο του Time σε ηλικία 24 ετών, δεν είχε ανάγκη τη δόξα. Δεν χρειαζόταν ούτε τα χρήματα. Συνάδελφοι στο Netscape, ίδρυσαν μαζί μια εταιρεία η οποία εξελίχθηκε στην Opsware, την οποία διηύθυνε ο Horowitz και η οποία πουλήθηκε στην HP το 2007 έναντι $1,7 δισ. Δολαρίων.
Πριν ιδρύσουν την εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου τους, δύο χρόνια αργότερα, οι δυο τους έδρασαν ως “επενδυτές άγγελοι”, επενδύοντας απευθείας και ενισχύοντας νεοφυείς επιχειρήσεις. Ο Andreessen έκανε mainstream τις συμβουλές για startup μέσω του γνωστού του ιστολογίου “pmarca”, που οδήγησε στη σειρά αναρτήσεων στον λογαριασμό του στο ¬Twitter, όπου έγινε γνωστός για τις συντομότατες τοποθετήσεις του (μέσα στα όρια των 140 χαρακτήρων!) για ζητήματα που αφορούσαν από την οικονομία θεωρία μέχρι την αμεροληψία του Διαδικτύου. Ο Horowitz, από την άλλη πλευρά, έγινε γνωστός από την ικανότητά του να παραθέτει στίχους ραπ καλλιτεχνών και την έκφραση της οπαδικής του σχέσης με τους Oakland Raiders, ομάδα αμερικανικού ποδοσφαίρου.
Για να χτίσουν την εταιρεία τους, οι Andreessen και Horowitz δόμησαν την στρατηγική της όχι στα πρότυπα της ελίτ του VC, αλλά στη βάση του μοντέλου της Oracle του Larry Ellison και στο επιθετικό μάρκετίνγκ της κατά τη διάρκεια των επιχειρηματικών πολέμων στον χώρο του λογισμικού. Αγκάλιασαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, διοργάνωσαν εκδηλώσεις με αστέρες και μίλησαν άσχημα για τις παραδοσιακές σταθερές του χώρου των VC σε όποιον ήθελε να ακούσει. Και, ενώ ξεκίνησαν πειραματικά με εταιρείες όπως η Okta (σημερινής κεφαλαιοποίησης 9 δισ. δολαρίων) και η Slack (κεφαλαιοποίησης 7 δισ. δολ.), αγνόησαν τις παραδοσιακές πρακτικές του κλάδου και αγόρασαν μετοχές εταιρειών όπως το Twitter και το Facebook, όταν οι εταιρείες αυτές είχαν ήδη αποτίμηση δισεκατομμυρίων. Για έναν επενδυτή στα funds τους, τον επικεφαλής επενδύσεων του πανεπιστημίου Princeton, Andrew Golden, κλασσικό αστείο της εποχής ήταν το πόσος καιρός θα χρειαζόταν σε άλλες εταιρείες για να αρχίσουν να διαμαρτύρονται για την Andreessen Horowitz. “Το πρώτο διάστημα, ήταν κατά μέσο όρο δύο λεπτά”, αναφέρει.
Λαμβάνοντας κεφαλαιακή ώθηση από την αποεπένδυσή τους από προηγούμενα σχήματα και εταιρείες, οι Andreessen and Horowitz επανεπένδυσαν τα χρήματά τους στην εταιρεία, της οποίας η δομή θύμιζε περισσότερο πρακτορείο ταλέντων στο Hollywood, παρά κλασική εταιρεία venture capital. Κανείς δεν λάμβανε μισθό για χρόνια, ενώ και οι νέοι partners στην εταιρεία λάμβαναν αμοιβές χαμηλότερες από το σύνηθες για τον κλάδο. Αντιθέτως, το μεγαλύτερο μέρος του 2% των πόρων που διαχειρίζεται ένα fund και το οποίο παραδοσιακά προορίζεται για την κάλυψη των εξόδων της εταιρείας, επενδύθηκε σε μια όλο και διευρυνόμενη ομάδα παροχής υπηρεσιών, στην οποία συμμετείχαν ειδικοί στο μάρκετινγκ, στην εταιρική ανάπτυξη, στα χρηματοοικονομικά και στην “στρατολόγηση” ανθρώπινου δυναμικού.
Χρειαζόσουν έναν νέο γύρο επενδυτικής χρηματοδότησης; Οι ειδικοί της Andreessen Horowitz θα σου έδιναν “υπερφυσικές” δυνάμεις, θα σε βοηθούσαν στα πάντα, από τη σύνταξη της παρουσίασής σου μέχρι την ανεύρεση και τη στρατολόγηση του καλύτερου υποψηφίου για τη στελεχική θέση στην οποία “πονούσε” η εταιρεία σου.
Η φόρμουλα δούλεψε. Το πρώτο και το τρίτο fund που συνέστησε, $300 εκατ. και 900 εκατ. αντίστοιχα, αναμένεται να επιστέψουν τα χρήματα όσων επένδυσαν σε αυτά πενταπλασιασμένα, σύμφωνα με πηγές του Forbes. Το δεύτερο fund της, $650 εκατ. και το τέταρτο, με $1,7 δισ., αναμένεται να επιστρέψουν τα επενδεδυμένα κεφάλαια εις τριπλούν. Ένα πέμπτο fund, με κεφάλαια $1,6 δισ., που συστήθηκε το 2016, είναι πολύ “νέο” για να μπορέσει να εκτιμηθεί η πορεία του.
Μολονότι οι υπόλοιπες εταιρείες δεν συνηθίζουν να επαινούν δημοσίως την Andreessen Horowitz, στην πραγματικότητα ακολούθησαν το παράδειγμά της, Από bloggers μέχρι ειδικούς σε podcast και εξπέρ σε ζητήματα ασφαλείας, ο αριθμός όσων ασχολούνται έμμεσα και όχι άμεσα με το επενδυτικό κομμάτι στη “βιομηχανία” των εταιρειών VC έχει αυξηθεί κατακόρυφα. “Η ιδέα της παροχής υπηρεσιών μοιάζει πλέον εντελώς διαδεδομένη”, αναφέρει ο Semil Shah, general partner στην Haystack. “Πολλές εταιρείες αντέγραψαν το συγκεκριμένο μοντέλο”. Στην Okta, ο συνιδρυτής Frederic Kerrest σημειώνει ότι συχνά προσεγγίζεται από εταιρείες που θέλουν να δημιουργήσουν τα δικά τους briefing centers για να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό.
Όλη αυτή η διαδικασία δημιούργησε βέβαια και πολλούς εχθρούς. Οι υπόλοιποι επενδυτές δεν ξεχνούν τον πόλεμο που άνοιξε η Adreessen Horowitz σε ολόκληρη τη βιομηχανία του VC, παρουσιάζοντάς την ως χρεοκοπημένη και παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως τον μόνο παράγοντα που μπορούσε να την διορθώσει. Από τις πρώτες ημέρες, το κουτσομπολιό σχετικά με τα υψηλά ποσά που δαπανούσε η εταιρεία προκειμένου να κλείνει τα ντηλ της ήταν έντονο, σε βαθμό που όταν οι Andreessen και Horowitz συνέστηναν το 2012 το τρίτο fund τους, οι partners αναγκάστηκαν να ελέγξουν κάθε θέση με τις εταιρείες χαρτοφυλακίου τους, προκειμένου να καθησυχάσουν τους επενδυτές.
Την ίδια στιγμή, οι αποτυχημένες επενδύσεις της -και υπήρξαν ορισμένες εμβληματικές, όπως οι Clinkle, Jawbone και Fab, καθώς και μεγάλα στραβοπατήματα όπως η Zenefits- αναπόφευκτα μεγεθύνθηκαν. Η άποψη της Andreessen Horowitz, την οποία διατηρεί μέχρι και σήμερα, είναι ότι σημασία δεν έχει το πόσες εταιρείες τις οποίες υποστήριξες απέτυχαν, αλλά το πόσες από αυτές έγιναν τεράστιες επιτυχίες και κολοσσοί στον χώρο τους. Ο Andreessen σημειώνει ότι όλες οι αποδόσεις που λαμβάνουν οι επενδυτές προέρχονται από όλα και όλα 15 deals κατ’ έτος.
H Andreessen Horowitz φαίνεται, ωστόσο, να τίναξε στον αέρα την ευκαιρία της με τον σημαντικότερο καταλύτη της Λίστας του Μίδα τα τελευταία χρόνια: την Uber. Η εταιρεία δεν το έχει παραδεχτεί μέχρι σήμερα, αλλά πολλές πηγές με γνώση των διαδικασιών άντλησης κεφαλαίων αποκαλύπτουν πόσο κοντά ήταν στο να αποκτήσει ένα μεγάλο μερίδιο –πριν το αφήσει να της ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια. Πρόκειται για μια άγνωστη σε πολλούς ιστορία: το φθινόπωρο του 2011, ο συνιδρυτής της Uber, Travis Kalanick κινούσε τη διαδικασία του β’ γύρου χρηματοδότησης και ήθελε την Andreessen Horowitz στο “τιμόνι”. Στις αρχές Οκτωβρίου, ο Kalanick καλούσε άλλες εταιρείες για να τους πει ότι είχε δώσει τα χέρια με τον Andreessen και με έναν άλλον εταίρο σε μια συμφωνία που αποτιμούσε την Uber στα 300 εκατ. δολάρια. Στο παρά πέντε της συμφωνίας, ωστόσο, η εταιρεία άλλαξε γνώμη. Θα έκανε μεν την επένδυση, αλλά με μια δομή που θα αποτιμούσε την Uber αρκετά χαμηλότερα –στα 220 εκατ. δολάρια, σύμφωνα με email που απέστειλε ο Kalanick και είδε το Forbes.
“Προσπάθησαν να μας αιφνιδιάσουν”, έγραψε ο Kalanick στους επενδυτές του. “Φτάσαμε, λοιπόν, εδώ που φτάσαμε. H επόμενη φάση της Uber ξεκινά”. Ο Kalanick στράφηκε τότε στην Menlo Ventures και έκανε αποδεκτή την προκαταρκτική συμφωνία ύψους 290 εκατ. δολαρίων.
Ενώ η Andreessen Horowitz στήριξε την ανταγωνίστρια της Uber, Lyft το 2013 και έχει ήδη ρευστοποιήσει μέρος αυτών των μετοχών αποκομίζοντας κέρδος, η εταιρεία δεν έκλεισε οριστικά το κεφάλαιο “Uber”. Συμμετείχε στις συζητήσεις συγχώνευσης μεταξύ των δύο εταιρειών ride hailing το 2014 και έπειτα ξανά το 2016, σύμφωνα με πηγές που συμμετείχαν στις συναντήσεις. Εάν το deal είχε προχωρήσει, θα είχε μπει στην Uber από την πίσω πόρτα. Σε κάθε περίπτωση, ήταν δύσκολο να αγνοήσουν την Uber ως την ευκαιρία που τους ξέφυγε. Η εταιρεία ride-hailing, που τώρα αποτιμάται στα 76 δισ. δολάρια, ετοιμάζεται για μια IPO που θα μπορούσε να έχει το τετραπλάσιο ή και πενταπλάσιο μέγεθος σε σχέση με αυτή της Lyft το Μάρτιο. Η Andreessen Horowitz αρνήθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο για την Uber.
Η ηγεσία της Andreessen Horowitz έχει δεχτεί κι άλλα πλήγματα. Άργησε να διαφοροποιήσει τις τάξεις της διοίκησης –μέχρι την κατάρτιση της τελευταίας Λίστας του Μίδα, και οι 10 ομόρρυθμοι εταίροι, δηλαδή οι άνθρωποι που ουσιαστικά ελέγχουν τις επενδύσεις και κόβουν τις επιταγές, ήταν άνδρες –εν μέρει επειδή είχε έναν κανόνα που υπαγόρευε πως οι partners πρέπει να είναι πρώην ιδρυτές startups, ενώ δεν μπορούν να αναδυθούν από το εσωτερικό της εταιρείας. Το περασμένο έτος ενέταξαν τρεις γυναίκες στους partners αλλά όχι προτού χάσουν κορυφαία ταλέντα.
Ο ίδιος ο Andreessen πιάστηκε στην παγίδα της ταχέως μεταβαλλόμενης κουλτούρας στην Sillicon Valley τους μήνες πριν την εκλογή του Donald Trump το 2016, απαντώντας αστειευόμενος με ένα tweet στον Milo Yiannopoulos, μετά την άρνηση της Ινδίας να επιτρέψει μια νέα υπηρεσία του Facebook, ότι η χώρα μπορεί να τα είχε πάει καλύτερα αν είχε παραμείνει αποικία –και κερδίζοντας ένα σπάνιο κατσάδιασμα από τον Mark Zuckerberg. Στη συνέχεια, ο Andreessen έβαλε τον εαυτό του σε ψηφιακή απομόνωση, διαγράφοντας τα περισσότερα από τα tweets που είχε αναρτήσει στο παρελθόν. Ο Andreessen λέει πως η “εκκαθάριση” δεν ήταν εξαιτίας των αντιδράσεων στις θέσεις του για το Facebook, αν και αυτό “δεν βοήθησε”. Αντ’αυτού, κατηγόρησε το “γενικό κλίμα”, ιδιαίτερα στην πολιτική και στην κουλτούρα. Δεν αποκλείεται να επανέλθει, όταν τα πράγματα “επιστρέψουν στο φυσιολογικό”, ίσως το 2020.
Τόσο ο Andreessen όσο και ο Horowitz έχουν ρίξει τους τόνους τους τα τελευταία χρόνια. Ο Andreessen παραδέχεται ότι, αντίθετα από ό, τι υποστήριζαν όταν ήταν ακόμη αντιδραστικοί νέοι, “το venture capital δεν είναι μια βιομηχανία σε κρίση”, αλλά προσθέτει ότι δεν έχει σημασία το πώς η επιχείρηση έφτασε στην κορυφή. Ο Horowitz πάει ένα βήμα παραπέρα. “Μετανιώνω κάπως, γιατί αισθάνομαι ότι πλήγωσα ανθρώπους που είχαν πάρα πολύ καλές επιχειρήσεις”, λέει. “Το παράκανα.” Όσο για τις πρακτικές πρόσληψης της επιχείρησης, που συνέβαλαν στην αποτυχία της να προσθέσει μια γυναίκα εταίρο, παραδέχεται ότι ήταν δύσκολο γι ‘αυτόν να αλλάξει κάτι που αποτελούσε τόσο βασικό κομμάτι της εξωτερικής ταυτότητας της επιχείρησης.
Νωρίτερα, φέτος την άνοιξη, μια μικρή ομάδα στελεχών της Andreessen Horowitz συγκεντρώθηκαν σε μια μικρή, φωτεινή αίθουσα συνεδριάσεων στα κεντρικά της γραφεία για μια συνάντηση με ένα ζευγάρι ιδρυτών μιας σχετικά άγνωστης αλλά περιζήτητης εταιρείας βιοτεχνολογίας. Η ανατροπή: Οι venture capitalists πετάνε την μπάλας στους επιχειρηματίες, με τους επικεφαλής των επιχειρησιακών ομάδων να διαφημίζουν τις υπηρεσίες τους στην startup, μια εταιρεία διαγνωστικών για την υγεία που ακόμη κινείται αθόρυβα. Οι επιχειρηματίες δείχνουν σκεπτικοί. Όταν είχαν συναντήσει την Andreessen Horowitz πριν από δύο χρόνια, μετά τη μικρή επιταγή στον πρώτο γύρο χρηματοδότησης, η επιχείρηση δεν είχε πολλά να προσφέρει στη βιοτεχνολογία. Την επόμενη ώρα, άκουγαν το ένα παράδειγμα μετά το άλλο για το πώς η Andreessen Horowitz έχει προσθέσει στο δυναμικό της αφοσιωμένους εμπειρογνώμονες και έχει συνάψει δεσμούς με εταιρείες όπως η UnitedHealth και η Kaiser Permanente τους τελευταίους 18 μήνες. “Διαπιστώσαμε ότι μια εταιρία βιοτεχνολογίας στην Silicon Valley είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το να χτίσεις απλά μια εταιρεία τεχνολογίας”, λέει ο Shannon Schiltz, επικεφαλής τεχνικών ταλέντων.
Αυτή η αντίστροφη προσέγγιση είναι ενδεικτική της νέας μορφής της Andreessen Horowitz. Πέραν του ότι αντέστρεψε τη διαδικασία ενός τυπικού venture capital, η εταιρεία επενδύει στη βιοτεχνολογία που κάποτε διατυμπάνιζε ότι δεν πρόκειται να αγγίξει. Αλλά η αλλαγή του status quo απαιτεί διείσδυση σε νέους τομείς, για αυτό η εταιρεία έχει συγκεντρώσει 650 εκατ. δολάρια σε δύο funds για τον συγκεκριμένο κλάδο. “Το brand δεν έχει στη βιοτεχνολογία το ίδιο ειδικό βάρος που έχει στην τεχνολογία”, λέει ο Jorge Conde, ομόρρυθμος εταίρος από το 2017. “Αλλά έχουμε κάνει μια συντονισμένη προσπάθεια και έχουμε φυτέψει τους σπόρους” Ειδικοί όπως ο Conde, επικεφαλής στρατηγικής για την Syros, μια εισηγμένη εταιρεία γενετικής και συνιδρυτής μιας startup γονιδιωματικής, είναι πλέον ο κανόνας. Οι partners συνθέτουν διαφορετικές επιτροπές που συνεδριάζουν με βάση το θέμα τρεις φορές την εβδομάδα για να αξιολογήσουν πιθανά deals και στη συνέχεια συγκεντρώνονται ως ένα ενιαίο σώμα τις Δευτέρες και τις Παρασκευές για να διερευνήσουν πιθανές επενδύσεις.
Το οποίο μας οδηγεί στα κρυπτονομίσματα. Το περασμένο έτος η εταιρεία συνέστησε ένα fund 350 εκατ. δολαρίων για αυτόν τον ευμετάβλητο κλάδο. Μέχρι πρόσφατα, ωστόσο, οι partners Chris Dixon και Katie Haun πραγματοποιούσαν ιδιωτικές συναντήσεις με την Horowitz, καθώς το fund τους ήταν τεχνικά ξεχωριστή νομική οντότητα από την υπόλοιπη εταιρεία. Αυτό σημαίνει ότι είχαν ξεχωριστές ηλεκτρονικές διευθύνσεις και τη δική τους ιστοσελίδα, εξαιτίας των νομικών περιορισμών στους οποίους υπόκειντο τα funds που καταχωρούνταν ως παραδοσιακά VCs. Ενώ η Andreessen Horowitz ήταν ένας από τους πρώτους επενδυτές του ανταλλακτηρίου κρυπτονομισμάτων Coinbase και μία από τις πολλές εταιρείες που κόλλησαν τον πυρετό των κρυπτονομισμάτων το 2017, ήταν επίσης και μία από τις λίγες εταιρείες που αύξησαν τα στοιχήματά τους ακόμη κι όταν οι τιμές του bitcoin ή του ether σταθεροποιήθηκαν. Οι κανονισμοί της SEC λαμβάνουν υπόψιν τέτοιες επενδύσεις ως “υψηλού κινδύνου” και θέτουν σε αυτά τα μερίδια, όπως επίσης και στις δευτερογενείς αγορές ή τις επενδύσεις σε token, όριο που δεν ξεπερνά το 20% ενός παραδοσιακού fund VC.
Έτσι, η Andreessen Horowitz πέρασε την άνοιξη δουλεύοντας πάνω σε μια από τις πιο δύσκολες κινήσεις της μέχρι στιγμής: Η εταιρεία αποποιήθηκε των εξαιρέσεών της από τα VCs και καταχωρήθηκε ως χρηματοοικονομικός σύμβουλος, με την ολοκλήρωση των εργασιών τον Μάρτιο. Είναι μια δαπανηρή, επίπονη διαδικασία που περιλαμβάνει την πρόσληψη υπαλλήλων ελέγχου συμμόρφωσης, εποπτεία για κάθε εργαζόμενο και απαγόρευση στους επενδυτές της να μιλάνε δημοσίως για το χαρτοφυλάκιο ή τις αποδόσεις των funds. Το πλεονέκτημα: Οι partners της εταιρίας μπορούν να κλείνουν συμφωνίες ελεύθερα, βάζοντας παραδείγματος χάριν έναν ειδικό σε ακίνητα να συνεργαστεί με έναν ειδικό στα κρυπτονομίσματα για μία startup που θα χρησιμοποιεί την τεχνολογία blockchain για την αγορά κατοικιών λέει ο Haun.
Και αυτό θα είναι χρήσιμο όταν η εταιρεία θα ανακοινώσει ένα νέο αναπτυξιακό fund-αναμένεται να κλείσει τις επόμενες εβδομάδες, σύμφωνα με μια πηγή- που θα προσθέσει φρέσκα κεφάλαια ύψους 2-2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το νεότερο partner της, τον David George, ούτως ώστε να τα επενδύσει σε όλο το χαρτοφυλάκιο και σε άλλες, μεγαλύτερες και ταχέως αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις. Υπό τους νέους κανόνες, το fund αυτό θα είναι σε θέση να αγοράσει μετοχές από ιδρυτές και πρώιμους επενδυτές – ή να διαπραγματεύεται μετοχές εισηγμένων επιχειρήσεων. Σε συνδυασμό με ένα fund που ανακοινώθηκε πέρυσι και συνδέει Αφρικανο-αμερικανούς ηγέτες με νεοσύστατες επιχειρήσεις, το νέο ταμείο ανάπτυξης θα δώσει στην Andreessen Horowitz τέσσερα εξειδικευμένα funds, ενώ πιθανότατα θα ακολουθήσουν κι άλλα.
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η επιχείρηση σχεδιάζει να διατηρήσει ένα πολυπληθές τοπίο VC, το οποίο οι ειδικοί λένε ότι διχάζει μεταξύ των εξειδικευμένων επενδυτών αρχικών κεφαλαίων και των κολοσσιαίων επενδυτικών εταιρειών πολλαπλών σκοπών. Οι παραδοσιακές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη πίεση από ποτέ εξαιτίας των πιο εξελιγμένων ομάδων επενδυτών αγγέλων και των γιγάντιων μη VC όπως το Vision Fund της SoftBank, λέει ο Ilya Strebulaev, καθηγητής στο Stanford που μελετά τη βιομηχανία. “Το venture capital βρίσκεται σε μια δίνη”, λέει. “Θα πρέπει να περιμένουμε πολλές θεμελιώδεις αλλαγές.”
Οι πιο επικίνδυνες: Από τη θέση της πιο γνωστής εταιρία VC, ή αυτής που οι ανταγωνιστές χλευάζουν περισσότερο μέχρι να την αντιγράψουν, δεν θα έχει πρόβλημα εάν θα υπάρξουν σαρωτικές αλλαγές για ολόκληρο τον κλάδο. Ο κόσμος συνεχίζει να αντιλαμβάνεται τη δύναμη και την επιρροή που έχουν μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες όπως το Facebook και το Google έχουν πάνω από την κοινωνία – από το βίντεο σε πραγματικό χρόνο της αιματηρής επίθεσης στην πόλη Christchurch, της Νέας Ζηλανδίας έως τα βίντεο του YouTube που έχουν ενώσει απομακρυσμένους λευκούς εθνικιστές- αλλά και την πιθανότητα οι εταιρείες αυτές να μην ανταποκρίνονται πλήρως στις ευθύνες τους. Ενάντια σε τέτοιες μεταβαλλόμενες τάσεις, η ιστορική αφήγηση των υπερ-ανάπτυξης των VC και των φιλοδοξιών τύπου Zuckerberg μπορεί να αποτύχει παταγωδώς.
Σε μια επιλογή που θα μπορούσε να δείχνει αντίστοιχα αδιαλλαξία ή αφέλεια, ο Andreessen επικαλείται τον CEO του Facebook ως ακριβώς το παράδειγμα του είδους του δυσάρεστου ιδρυτή που έχει την αποφασιστικότητα να λάβει τα απαραίτητα, βίαια βήματα για να διορθώσει την κατάσταση. “Απλά έβγαλε το σημείωμα που έλεγε βασικά για την επανεφεύρεση του Facebook σε θέματα ιδιωτικότητας και ανταλλαγής μηνυμάτων”, ανέφερε ο Andreessen τον Μάρτιο. “Απλά κλείστε τα μάτια σας και φανταστείτε έναν κλασικό τύπο με κοστούμι να το κάνει αυτό”.
Και παρόλο που ο Andreessen λέει ότι είναι πολύ απασχολημένος με την επιχείρηση για να έχει χόμπι -υπενθυμίζει ότι έχει και γιο τώρα – παραθέτει την αγαπημένη του ατάκα από την αγαπημένη του σειρά “Succession” του HBO για να περιγράψει την νοοτροπία που απαιτείται για να τα καταφέρει κανείς: “Αν δεν μπορείς να καβαλήσεις δύο ελέφαντες ταυτόχρονα, τι δουλειά έχεις στο τσίρκο;”
Πηγή: Capital.gr