Από το βιβλίο Γνωστά Ονόματα άγνωστες ιστορίες3, Γιάννης Πρωτοπαπαδάκης, εκδόσεις Σταμούλη
«Μπορεί να είναι τρελό, αλλά θα το τολµήσω. Θα ανοίξω µια εταιρεία που θα πουλάει βιβλία µέσω του διαδικτύου». Τάδε έφη Τζεφ Μπέζος, ο αποκαλούµενος βασιλιάς του ηλεκτρονικού εµπορίου, όταν το 1994 θα παρατούσε τη σιγουριά και την ασφάλεια της δουλειάς του για να ασχοληθεί µε τις διαδικτυακές πωλήσεις. Ο κύριος αυτός, σε µια εποχή όπου η φράση «ηλεκτρονικό εµπόριο» ήταν παντελώς άγνωστη και φάνταζε µε κακόγουστο αστείο, θα κατάφερνε να πετύχει εκεί που τόσοι άλλοι θα αποτύγχαναν παταγωδώς.
Παιδί µιας 17χρονης από το Νέο Μεξικό, ο Τζεφ Μπέζος δεν θα γνώριζε ποτέ τον βιολογικό του πατέρα, παρά µόνο τον πατριό του Μιγκέλ Μπέζος, µετανάστη από την Κούβα. Σε µικρή ακόµη ηλικία θα επιδείκνυε ένα σπάνιο ταλέντο σε οτιδήποτε είχε να κάνει µε µηχανές. Ως σύγχρονος Κύρος Γρανάζης, θα εγκαθιστούσε ένα ηλεκτρικό κουδούνι στο δωµάτιό του για να µην αφήνει τα νεότερα αδέρφια του να τον ενοχλούν, ενώ θα µετέτρεπε το γκαράζ των γονιών του σε εργαστήριο για τα επιστηµονικά του πειράµατα. Λίγο αργότερα, στα σχολικά του χρόνια, θα ερχόταν για πρώτη φορά σε επαφή µε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και, όπως ήταν φυσικό λόγω του ανήσυχου πνεύµατός του, θα µαγευόταν από τον σχετικά ανεξερεύνητο κόσµο τους.
Έχοντας αποκτήσει ένα πτυχίο στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ο Μπέζος απασχολήθηκε σε χρηµατιστηριακή εταιρεία της Γουόλ Στρητ. Όµως τα χρηµατοοικονοµικά και οι επενδύσεις θα τον άφηναν αδιάφορο, µε αποτέλεσµα σύντοµα να αναζητά κάτι πιο ενδιαφέρον. Το 1994, o 30χρονος θα έβρισκε τελικά αυτό που αναζητούσε, όταν έπεσε στα χέρια του µια αναφορά σχετικά µε τις τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης του Ίντερνετ, που ξεπερνούσαν το 2.300% σε ετήσια βάση.
Τα χρόνια εκείνα η εµπορική εκµετάλλευση του διαδικτύου ήταν ακόµη στα σπάργανα, όπως ακριβώς και το ηλεκτρονικό εµπόριο. Ο Μπέζος δεν έχασε χρόνο και, αφού παραιτήθηκε από τη δουλειά του, ετοίµασε µία λίστα µε 20 προϊόντα τα οποία θα µπορούσαν να πουληθούν ηλεκτρονικά. Ύστερα από ενδελεχή έρευνα, η λίστα αυτή περιορίστηκε σε πέντε µόλις προϊόντα, τα οποία έκρινε ότι ήταν τα πλέον υποσχόµενα. Αυτά ήταν τα cd, εξαρτήµατα και λειτουργικό για υπολογιστές, βίντεο και βιβλία.
Τελικά κατέληξε στα βιβλία για πολλούς και διάφορους λόγους. Θεώρησε ότι η αγορά για βιβλία, κυρίως λογοτεχνικά, ήταν πολύ µεγάλη, η ποικιλία των τίτλων ήταν εντυπωσιακή, οι τιµές προσιτές και ότι δεν υπήρχαν πολύ µεγάλα βιβλιοπωλεία που να έχουν στις αποθήκες τους απεριόριστους τίτλους και τα οποία φυσικά θα µονοπωλούσαν την αγορά. Μέσω του διαδικτύου, θα κατάφερνε να διαθέτει µια απίστευτη ποικιλία βιβλίων, ικανή να ικανοποιήσει κάθε γούστο.
Η ιδέα µπορεί να ήταν απλή, όµως ήταν ιδιοφυής. Ο Μπέζος θα ήταν ένας από τους πρωτοπόρους που θα εκµεταλλευόταν τις δυνατότητες του διαδικτύου, γι’ αυτό και η ιδέα του να ιδρύσει ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο θεωρήθηκε τρελή. Ο δαιµόνιος, όµως, επιχειρηµατίας δεν θα άφηνε τίποτα στην τύχη. Αφού παρακολούθησε ένα διήµερο συνέδριο των βιβλιοπωλών της Αµερικής, όπου έµαθε τα µυστικά του βιβλίου, µετακόµισε µε τη σύζυγό του στο Σιάτλ, την πόλη µε τους δύο µεγαλύτερους χονδρεµπόρους βιβλίων της Αµερικής (από όπου θα προµηθευόταν τα βιβλία) αλλά και πληθώρα αποφοίτων µε ειδίκευση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Ο Μπέζος επέλεξε ένα εξωτικό και συνάµα ασυνήθιστο όνοµα για την νεοσύστατη εταιρεία του, το Amazon. Το όνοµα αυτό θα ήταν πρώτο στις µηχανές αναζήτησης που παρουσίαζαν τα δεδοµένα µε αλφαβητική σειρά, ενώ αναπόφευκτα θα γινόταν και ο συνειρµός µε τον Αµαζόνιο, το µεγαλύτερο ποτάµι του κόσµου. Εξάλλου, από τα πρώτα της βήµατα η εταιρεία είχε υιοθετήσει ως σλόγκαν το The World’s Largest Bookstore, αν και αργότερα, όταν πλέον θα εµπορευόταν και άλλα προϊόντα πέρα από βιβλία, θα άλλαζε σε Earth’s Biggest Selection.
Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε σε ένα διαµέρισµα δυάρι µε γκαράζ, το οποίο θα µετέτρεπε σε εργαστήριο. Στο γραφείο, που έφτιαξαν οι ίδιοι καρφώνοντας µεταξύ τους ξύλινες πόρτες που είχαν αγοράσει σε τιµή ευκαιρίας, σχεδίασαν την ιστοσελίδα της εταιρείας. Όταν η ιστοσελίδα ήταν έτοιµη, ζήτησαν από 300 φίλους και γνωστούς να την επισκεφτούν για να τη δοκιµάσουν. Στις 16 Ιουλίου 1995, η ιστοσελίδα λειτούργησε επίσηµα, ενώ οι 300 δοκιµαστές ανέλαβαν να τη διαδώσουν προς τα έξω.
Αρχικά οι επενδυτές αντιµετώπισαν τον φιλόδοξο νεαρό µε δυσπιστία, θεωρώντας το επιχείρηµά του τρελό. Εξάλλου και ο ίδιος τους είχε προειδοποιήσει ότι υπήρχε 70% πιθανότητα να απωλέσουν όλο το κεφάλαιό τους. Οι γονείς του, όµως, θα στεκόταν στο πλευρό του και θα του παραχωρούσαν εν λευκώ όλες τις οικονοµίες τους, συνολικά 300.000 δολάρια, τονίζοντας µε νόηµα: «Μπορεί να µην πιστεύουµε στο Ίντερνετ, πιστεύουµε όµως στον Τζεφ».
Μέσα σε τριάντα µέρες και χωρίς την παραµικρή διαφήµιση, το Amazon πουλούσε βιβλία σε 50 πολιτείες και 45 χώρες, ενώ µέχρι τον Σεπτέµβριο οι πωλήσεις του θα έφθαναν τα 20.000 δολάρια την εβδοµάδα. Συν τοις άλλοις, η εισαγωγή καινοτοµικών χαρακτηριστικών, όπως η αγορά µε ένα µόνο κλικ, η δυνατότητα αξιολόγησης των βιβλίων αλλά και η ηλεκτρονική επιβεβαίωση κάθε αγοράς θα καθιστούσαν σε λίγους µόνο µήνες την ιστοσελίδα του Μπέζος ως την πιο δηµοφιλή του διαδικτυακού χώρου.
«Ηξερα ότι αν αποτύγχανα δεν θα το µετάνιωνα, όπως και ήξερα ότι θα το µετάνιωνα αν δεν το δοκίµαζα». Ο Τζεφ Μπέζος τόλµησε να ακολουθήσει το επιχειρηµατικό του όραµα και δικαιώθηκε, όπως δικαιώθηκαν και οι γονείς του που πίστεψαν σ’ αυτόν. Σύντοµα ο γιος τους θα φιγουράριζε στις πρώτες θέσεις της λίστας µε τους πιο πλούσιους ανθρώπους στο κόσµο, ενώ το 1999 θα ανακηρυσσόταν από το έγκυρο περιοδικό Time ως ο «Άνθρωπος της Χρονιάς».