Τον Μάιο του 2019, οι μετοχές της Tesla κινούνταν περίπου 200 δολάρια χαμηλότερα από την τιμή στην οποία διαπραγματεύονταν πέντε χρόνια νωρίτερα, όταν ο μεγαλύτερος “οπαδός” του Έλον Μασκ στη Wall Street προέβη σε μια τολμηρή υπόθεση. Η Κάθι Γουντ και η εταιρεία της, Ark Investment Management έκαναν πάταγο με την εξωπραγματική εκτίμησή τους ότι η Tesla θα δημιουργήσει έναν στόλο ρομποτικών ταξί αξίας 1 τρισ. δολαρίων και ότι η τιμή της αυτοκινητοβιομηχανίας ηλεκτρικών οχημάτων στο ταμπλό θα 20πλασιαστεί ή και θα 30κονταπλασιαστεί έως το 2023.
Τώρα, η Γουντ ταράζει και πάλι τα νερά δημοσιεύοντας στο διαδίκτυο την τελευταία bullish εκτίμηση της Ark για την Tesla, μαζί με όλους τους υπολογισμούς και τις παραδοχές που οδηγούν στη συγκεκριμένη εκτίμηση, όπου προβλέπει ότι η αποτίμηση της αυτοκινητοβιομηχανίας θα φτάσει το 1,4 τρισ. δολάρια, ύψος που υποδηλώνει τιμή μετοχής άνω των 6.000 δολαρίων.
Η νέα πρόβλεψη της Γουντ προκάλεσε άμεσες και έντονες επικρίσεις. Ένας από τους επενδυτές που σορτάτουν τη μετοχή της Tesla, o Τζιμ Χάνος -ιδιαίτερα γνωστός για την αποκάλυψη του σκανδάλου της Enron- επέκρινε σφόδρα τη Γουντ για τις προβλέψεις της Ark σχετικά με τα μεικτά περιθώρια της αυτοκινητοβιομηχανίας.
“Αυτό [το ‘καπέλο’] που δίνει η Ark είναι μια προθεσμιακή τιμή για την Tesla, όχι μια αποτίμηση”, συμπλήρωσε ο ειδικός επί των αποτιμήσεων Άσγουοθ Ντάμονταραν, καθηγητής χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Το μοντέλο υπολογισμού που έχει ακολουθήσει η Ark, όπως επεσήμανε, δεν περιλαμβάνει ανάλυση των προεξοφλημένων ταμειακών ροών, ενώ βασίζεται σε ελλιπείς προβλέψεις σχετικά με το κόστος που θα υποστεί η Tesla για την κλιμάκωση της παραγωγής των οχημάτων της. Όσο για την αξία του 1 τρισ. δολαρίων που “δίνει” η Ark στον ανύπαρκτο στόλο ρομπο-ταξί της Tesla, ο Ντάμονταραν δήλωσε: “Μοιάζει περισσότερο με παραμύθι παρά με αποτίμηση”.
Δεκαέξι μήνες αργότερα από την πρώτη εκτίμηση της Ark, οι μετοχές της Tesla -μετά το split σε 5 νέες για κάθε 1 παλαιά που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο- διαπραγματεύονται στο ταμπλό στα 400 δολάρια έκαστη. Ήτοι, έχουν 10πλασιαστεί, αντλώντας ώθηση από τις προσδοκίες και τον ενθουσιασμό που έχουν προκαλέσει οι τεχνολογίες του Μασκ στους τομείς της αυτόνομης οδήγησης και των μπαταριών, αλλά και από την ισχυρότερη των εκτιμήσεων οικονομική επίδοση της εταιρείας. Η αυτοκινητοβιομηχανία του Μασκ έχει σήμερα αξία πέντε φορές μεγαλύτερη από αυτήν που έχουν συνδυαστικά η Ford και η General Motors, ενώ η Γουντ έχει βγάλει μια περιουσία.
Η ίδια πιστεύει ότι οι σκεπτικιστές δεν βλέπουν τη μεγάλη εικόνα: δηλαδή ότι όσο τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα καθίσταται όλο και περισσότερο η κυρίαρχη τάση, η αποδοτικότητα των γραμμών παραγωγής και η πρόοδος της τεχνολογίας, όχι μόνο στον τομέα των μπαταριών, θα μειώσουν το κόστος παραγωγής. Αλλά και ότι όσο οι τιμές υποχωρούν, η ζήτηση θα εκτιναχθεί, ακόμη και από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον χώρο του διαμοιρασμού μετακινήσεων. Τον Σεπτέμβριο εξάλλου, ο Μασκ δεσμεύτηκε ότι εντός της επόμενης τριετίας η εταιρεία θα κυκλοφορήσει ένα μοντέλο αξίας μόλις 25.000 δολαρίων.
Εν τω μεταξύ, η 64χρονη Γουντ δηλώνει χαρούμενη για την “χορωδία” των κριτικών της: “Σχεδόν με κάνει να αισθάνομαι άνετα, για να είμαι ειλικρινής, καθώς σημαίνει ότι εάν έχουν δίκιο, τότε οι αποδόσεις θα είναι εξωπραγματικές”.
Το θάρρος της Γουντ να ακολουθήσει τον δικό της τρόπο, τη βοήθησε να μετατρέψει την Ark σε μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες και με κορυφαίες επιδόσεις εταιρείες επενδύσεων στον κόσμο. Η “ναυαρχίδα” της εταιρείας, το Ark Innovation Fund, ύψους 8,6 δισ. δολαρίων, σημειώνει εντυπωσιακή άνοδο κατά 75% μέχρι τώρα το 2020, ενώ εμφανίζει ετήσια απόδοση κατά μέσο όρο 36% την τελευταία πενταετία, ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο από την απόδοση του δείκτη S&P 500.
Σε αντίθεση δε με τους περισσότερους “παίκτες” του χρηματιστηρίου που διαφυλάσσουν τη δουλειά τους ωσάν να είναι “κρατικά μυστικά”, η Γουντ διαθέτει ελεύθερα τις αναλύσεις της στο διαδίκτυο και δημοσιεύει σε πραγματικό χρόνο τα αρχεία συναλλαγών της εταιρείας της. Επιπλέον, αντί να προσλαμβάνει κατόχους MBA, προτιμά να “στρατολογεί” νέους αναλυτές με υπόβαθρο σε θέματα όπως η μοριακή βιολογία και η τεχνολογία υπολογιστών, εκτιμώντας ότι αυτοί είναι πιο πιθανό να εντοπίσουν την επόμενη τάση. Ακόμη και η εταιρική δομή της Ark, αρκτικόλεξο του Active Research Knowledge, είναι πρωτότυπη. Η Γουντ διαχειρίζεται επτά χαρτοφυλάκια που έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να κεφαλαιοποιούν την καινοτομία στους τομείς της ρομποτικής, της αποθήκευσης ενέργειας, των αλληλουχιών DNA, των τεχνολογιών του χρηματοοικονομικού κλάδου και του blockchain, τα οποία καθιστά διαθέσιμα σε επενδυτές, ιδίως της γενιάς των Millennials που συναλλάσσονται στην πλατφόρμα της Robinhodd, ως φοροαποδοτικά διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια.
Η θέση της στην Tesla και η πανδημία, που έχει επιταχύνει την υιοθέτηση των τεχνολογιών που ενσωματώνουν οι 35 έως 55 εταιρείες στις οποίες είναι τοποθετημένο κάθε ETF (σ.μ. διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο) της Ark, έχουν βοηθήσει τη Γουντ να τριπλασιάσει σχεδόν τα περιουσιακά στοιχεία που έχει υπό τη διαχείρισή της, στα 29 δισ. δολάρια. “Ο κορονοϊός έχει εκτοξεύσει τις καινοτόμες πλατφόρμες μας, δεδομένου ότι επιλύουν προβλήματα”, σημειώνει η Γουντ, προσθέτοντας: “Η καινοτομία λύνει προβλήματα”.
Με συντηρητικούς υπολογισμούς, το Forbes εκτιμά την αξία της Ark στα 500 εκατ. δολάρια, ή περίπου στο 2% των υπό διαχείριση περιουσιακών στοιχείων της. Ως εκ τούτου το ποσοστό άνω του 50% που κατέχει στην Ark η Γουντ υποδηλώνει ότι η καθαρή περιουσία της ανέρχεται στα 250 εκατ. δολάρια, ποσό αρκετό για να της εξασφαλίσει την 80ή θέση στην έκτη ετήσια λίστα του Forbes με τις πλουσιότερες αυτοδημιούργητες γυναίκες της Αμερικής.
Κάποιος θα μπορούσε εύκολα να θεωρήσει ότι η Γουντ αποτελεί το “πρόσωπο” μιας χρηματιστηριακής φούσκας που δημιούργησε η χαλαρή νομισματική πολιτική της Federal Reserve. Ωστόσο, η Γουντ έχει καταφέρει να επιβιώσει τόσο από χρηματιστηριακές “φούσκες” όσο και από πτωτικούς κύκλους της αγοράς.
Ως φοιτήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, είχε καθηγητή τον γκουρού της θεωρίας “της προσφοράς και της ζήτησης” οικονομολόγο Άρθουρ Λάφερ, ενώ από το 1977 έως το 1980 μαθήτευσε στον επενδυτικό γίγαντα Capital Group, βλέποντας πώς η άνοδος των επιτοκίων κοντά στο 20% συνέτριψε την οικονομία και την αγορά. Εκεί διατύπωσε την πρώιμη τότε εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός και τα επιτόκια είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους. Η εκτίμησή της αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από τους προϊσταμένους της, όμως η Γουντ είχε δίκιο – και αυτή η εμπειρία της καλλιέργησε την πεποίθηση ότι η πορεία κόντρα στο ρεύμα κρύβει δυνητικές ευκαιρίες.
Απογοητευμένη από τον δρόμο που ακολουθούσε η καριέρα της στην Jennison και θέλοντας να διερευνήσει μεμονωμένες εταιρείες, μια Παρασκευή η Γουντ αποφάσισε να παραιτηθεί. Ωστόσο, ο μέντοράς της στην εταιρεία κατάφερε να την πείσει να επιστρέψει στην Jennison τη Δευτέρα και την μετέθεσε στο τμήμα έρευνας μετοχών. Εκεί ασχολήθηκε κυρίως με τις νεοσύστατες τότε εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και αρχές της δεκαετίας 1990, αποκτώντας μια συνολική εικόνα για τις τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που επέφερε η κυριαρχία της κινητής τηλεφωνίας.
Το 2001, μετακόμισε στη AllianceBernstein, στη Νέα Υόρκη, ως επικεφαλής επενδύσεων σε θεματικά χαρτοφυλάκια. Όμως, η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 σηματοδότησε την απαρχή μιας εποχής όπου η ενεργητική διαχείριση χαρτοφυλακίων απέφερε χαμηλότερες αποδόσεις από τον S&P 500 και τρισεκατομμύρια δολάρια διοχετεύονταν σε χαμηλού κόστους δεικτοποιημένα αμοιβαία κεφάλαια. Έτσι, η Γουντ αποφάσισε ότι χρειαζόταν μια νέα προσέγγιση.
Το 2012, λοιπόν, πρότεινε τη δημιουργία διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων που θα τοποθετούνταν σε ενεργητικά διαχειριζόμενα χαρτοφυλάκια καινοτόμων εταιρειών. Η ιδέα της όμως δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος εντός της AllianceBernstein.
Έτσι, δύο χρόνια αργότερα, δημιούργησε την Ark, έχοντας πάντα ως έδρα της τη Νέα Υόρκη. Η επιτυχία δεν ήρθε αμέσως. Τα δύο πρώτα χρόνια λειτουργίας της εταιρείας, το κορυφαίο αμοιβαίο κεφάλαιο της Ark βρισκόταν στο κάτω τεταρτημόριο μεταξύ των ανταγωνιστικών προϊόντων, σύμφωνα με τη Morningstar. Μέχρι δε το τέλος του 2016, η Γουντ είχε εξασφαλίσει τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων αξίας μόλις 307 εκατ. δολαρίων, ενώ το τέλος διαχείρισης ύψους 0,75% που χρέωνε η Ark δεν αρκούσε για να καλύψει τα έξοδά της.
Για να εξασφαλίσει τη συνέχιση της εταιρείας της, έβαλε χέρι στις αποταμιεύσεις της, πούλησε μειοψηφικά ποσοστά και προχώρησε σε συνεργασίες με μεγαλύτερες εταιρείες για να δημιουργήσει ένα ικανό δίκτυο. Έτσι, η ιαπωνική Nikko Asset Management και η εταιρεία αμοιβαίων κεφαλαίων American Beacon κατέχουν σήμερα το 39% της Ark. Ποσοστό περίπου 10% της εταιρείας ανήκει επίσης στους κάτι παραπάνω από 20 υπαλλήλους της Ark.
Υπό τις νέες συνθήκες, το 2017, η Ark “απογειώθηκε”, αντλώντας ώθηση από την εκτίναξη των τιμών μετοχών όπως της Netflix, της Saleforce, της εταιρείας προσδιορισμού αλληλουχιών DNA Illumina, της πλατφόρμας ψηφιακών πληρωμών Square και του παρόχου ψηφιακών υπηρεσιών υγείας Athenahealth.
Τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας δεκαπλασιάστηκαν και η Ark άρχισε να χτίζει “όνομα” χάρη στις τολμηρές προβλέψεις της, την ενεργή παρουσία της στο Twitter αλλά και την πολιτική της να διαθέτει ελεύθερα στο διαδίκτυο τις αναλύσεις της. (Προσέλκυσε επίσης τα βλέμματα χάρη σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο με εστίαση στα κρυπτονομίσματα, το οποίο ήταν διαθέσιμο μόνο σε διαπιστευμένους επενδυτές. Η Γουντ ξεκίνησε να αγοράζει Bitcoin, το οποίο χαρακτηρίζει ως “ασφαλιστήριο συμβόλαιο” έναντι του πληθωρισμού, το 2015 έναντι 250 δολαρίων έκαστο).
Για τη δημιουργία των χαρτοφυλακίων της, η Γουντ ακολουθεί την προσέγγιση “από την κορυφή προς τη βάση”, εντοπίζοντας αρχικά τις αδυναμίες των επιλογών της με κάθε διαθέσιμο μέσο, υιοθετώντας ακόμη και την πρακτική του crowdsourcing – επιτρέπει ακόμη και τη συμμετοχή τρίτων στις συναντήσεις της εταιρείας κάθε Παρασκευή απόγευμα μέσω Zoom. Η δε οικονομία αποτελεί τον κεντρικό άξονα της στρατηγική της.
Η Γουντ είναι πιο bullish για τις καινοτόμες τεχνολογίες, εφόσον πιστεύει ότι το κόστος τους θα μειωθεί με την πάροδο του χρόνου, δημιουργώντας πραγματική ζήτηση. Αξιολογώντας τις πιθανές συμμετοχές της, η Ark λαμβάνει υπόψη την εταιρική κουλτούρα, όπως και το μοντέλο διαχείρισης και υλοποίησης των αναπτυξιακών πρωτοβουλιών. Και μόνο στο τέλος της όλης διαδικασία η Γουντ αποτιμά μια εταιρεία, αρνούμενη να επενδύσει σε οτιδήποτε το οποίο, σύμφωνα με την ίδια, δεν θα εξασφαλίζει αύξηση 15% ετησίως για τουλάχιστον μια πενταετία, που είναι η ελάχιστη περίοδος διακράτησης της Ark.
Η “φουρτούνα” του 2020 αποδείχθηκε ωφέλιμη για την Ark. Τον Μάρτιο, όταν η πανδημία έκανε αισθητή την παρουσία της και οι μετοχές κατακρημνίστηκαν, η Γουντ προέβλεψε σωστά ότι οι ταχέως αναπτυσσόμενες εταιρείες τεχνολογίας θα πρωτοστατήσουν στην ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας (και των χρηματοοικονομικών αγορών). Εστίασε λοιπόν τα χαρτοφυλάκια της Ark στην Tesla και άλλες κορυφαίες επιλογές, όπως η εταιρεία εκπαιδευτικού λογισμικού 2U και η πλατφόρμα ακινήτων Zillow. Στη συνέχεια, στα τέλη του καλοκαιριού, όταν η Tesla εκτινάχθηκε, περιόρισε τη συμμετοχή της στην αυτοκινητοβιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων και “έχτισε” μια ισχυρή θέση στην Slack, που εν τω μεταξύ είχε πληγεί σημαντικά.
Όπως συμβαίνει βέβαια πάντοτε με τις καινοτόμες και επιτυχημένες ιδέες, δεν ήταν λίγοι αυτοί που έσπευσαν να “αντιγράψουν” τη Γουντ. Tα ελκυστικά θεματικά ETFs έχουν πλέον πολλαπλασιαστεί και εκτείνονται σε όλους τους τομείς, από τον αθλητικό τζόγο ως την εξ αποστάσεως εργασία. Γίγαντες στον χώρο των αμοιβαίων κεφαλαίων, όπως η Dimensional Fund Advisors, η Fidelity Investments και η T. Rowe Price, δημιούργησαν πρόσφατα τις δικές τους εκδοχές ενεργητικά διαχειριζόμενων ETFs.
Παρότι πάντως φύση θέση αισιόδοξη, η Γουντ προχωρά σε ορισμένες ανησυχητικές προβλέψεις για την επόμενη πενταετία. Εκτιμά ότι ένα ευρύ φάσμα επιχειρηματικών τομέων -οι τράπεζες, η ενέργεια, οι μεταφορές, η υγεία- θα βιώσει σημαντικές αλλαγές λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, ενώ μεγάλος αριθμός εργαζομένων θα εκτοπιστεί. Πιστεύει πως αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα η οικονομική ανάπτυξη, ο πληθωρισμός και άλλοι δείκτες της αγοράς να συνεχίσουν να αποκλίνουν των προσδοκιών, παρέχοντας την ευκαιρία στους ενεργητικούς διαχειριστές κεφαλαίων να επιλέξουν τις καινοτόμες εταιρείες που θα αναδειχθούν “νικητές” και θα συνεχίσουν να πρωταγωνιστούν στα χρηματιστηριακά κέρδη.
“Νομίζω ότι τα κριτήρια αξιολόγησης και οι δείκτες θα περάσουν μια τρομερή περίοδο. Το βλέπουμε ήδη”, αναφέρει, προσθέτοντας: “Πιστεύουμε ότι αυξάνονται όλο και περισσότερο οι παγίδες”.
Ωστόσο, η Γουντ δεν πιστεύει η αγορά εξελίσσεται σε φούσκα. Όπως επισημαίνει, η αβεβαιότητα που προκάλεσαν η πανδημία του κορονοϊού και οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ (η Γουντ υποστηρίζει τον Πρόεδρο Τραμπ “αδιάντροπα”) έστρεψαν τις ροές κεφαλαίων από τις μετοχικές αξίες στην ασφάλεια των ομολόγων. “Το γεγονός ότι ο κόσμος φοβάται τώρα που ο δείκτης S&P 500 έχει ‘επιστρέψει’ και διαπραγματεύεται 25 φορές τα κέρδη του, μου λέει ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε φούσκα”, καταλήγει.
Πηγή: Capital.gr