Την αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να δημιουργήσει υψηλής προστιθέμενης αξίας θέσεις εργασίας καταδεικνύει μελέτη της ΓΣΕΕ που παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι, συνεπώς, παράξενο που, σύμφωνα με ένα από τα βασικά ευρήματα της έρευνας, ένας στους τρεις πτυχιούχους (33,9%) αναγκάζεται να εργαστεί σε θέσεις που υπολείπονται των προσόντων του. Το ίδιο ποσοστό στην Ευρώπη των 28 είναι 23,4%.
Μέσα σε 5 χρόνια, οι νέοι επιστήμονες που παρέμειναν εν μέσω της κρίσης στην χώρα μας έχασαν περισσότερο από το 1/3 του εισοδήματός τους, καθώς μεταξύ 2010 και 2015, οι απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων με μεταπτυχιακά, διδακτορικά κ.λπ. έχαναν κατά μέσον όρο 1.400 ευρώ εισόδημα τον χρόνο. Ετσι, το καθαρό εισόδημά τους έπεσε από 22.466 ευρώ το 2009 σε 14.093 ευρώ το 2015. Στο τέλος του 2018, το μέσο ετήσιο εισόδημα των νέων Ελλήνων επιστημόνων διαμορφώθηκε στις 14.419 ευρώ. Και αυτό συνέβη γιατί, σύμφωνα με τους επιστήμονες του ΚΑΝΕΠ, οι επιχειρήσεις ζητούν εργαζομένους με υψηλά προσόντα, όπως μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, άψογη γνώση της αγγλικής και τριετή προϋπηρεσία, για θέσεις εργασίας που καλύπτονται και με εξειδικευμένους αποφοίτους επαγγελματικού λυκείου ή IEK, ενώ η προσφερόμενη εργασία αμείβεται με μισθό κατώτερο από αυτόν που αντιστοιχεί στον ανειδίκευτο εργαζόμενο-απόφοιτο γυμνασίου.
Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η ΓΣΕΕ, η μεγάλη πλειονότητα των θέσεων εργασίας δημιουργείται σε κλάδους και επαγγέλματα χαμηλής προστιθέμενης αξίας που απαιτούν μεσαία και χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες, όταν είναι γενικά αποδεκτό ότι η χώρα χρειάζεται θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας, με υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες.
Η συγκεκριμένη τάση διογκώνει τα φαινόμενα του brain drain (διαρροή εγκεφάλων στο εξωτερικό) αλλά και του brain waste (σπατάλη εγκεφάλων στην αγορά – αναντιστοιχία δεξιοτήτων), που ισχυροποιούνται κυρίως στις περιπτώσεις όπου το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης της επιχείρησης (και τελικά του κλάδου και της αγοράς) είναι χαμηλότερο της προσφερόμενης.
Eτσι, βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο το 33,9% των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να απασχολείται σε θέσεις για τις οποίες δεν θα χρειαζόταν τα… πτυχία του. Το 2010 μόλις ένας στους πέντε πτυχιούχους εργαζόταν σε δουλειά υποδεέστερη των ακαδημαϊκών του προσόντων. Η αύξηση την τελευταία 8ετία είναι κατακόρυφη (58,8%). Η μεγαλύτερη αναντιστοιχία εντοπίζεται στο εμπόριο και στην επισκευή οχημάτων και μοτοσικλετών, καθώς 7 στους 10 έχουν υποδεέστερη θέση από το μορφωτικό τους επίπεδο (αύξηση 91% την 10ετία 2008-2018). Σημαντική αναντιστοιχία 49,6% ανιχνεύεται και στον κλάδο των μεταφορών-αποθήκευσης, αλλά και στη δημόσια διοίκηση και άμυνα – υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (42,2%), όπως επίσης και στη μεταποιητική βιομηχανία (42,9%). Στο σύνολο της οικονομίας, το 31,2% των απόφοιτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ηλικίας 25-34 ετών, έχει διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο από αυτό που απαιτείται για τη δουλειά του. Η αναντιστοιχία σπουδών και απαιτούμενων προσόντων είναι της τάξης του 51,9% στις ανθρωπιστικές σπουδές, στις γλωσσικές σπουδές και στις καλές τέχνες, ενώ αγγίζει το 73% στις γεωπονικές και κτηνιατρικές σπουδές.
Με βάση τα συμπεράσματα του ΚΑΝΕΠ, δεν προκαλεί εντύπωση που η χώρα μας κατακτά το ένα μετά το άλλο τα αρνητικά ρεκόρ σε επίπεδο Ε.Ε., αφού κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των 28, με ποσοστό 19,9%, σε ανέργους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-39 ετών (στοιχεία 2018), διατηρεί την πρωτιά, με 19,6%, σε μακροχρόνια ανέργους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 15-29 ετών, κατέχει τη 2η θέση, με 22,3%, σε νέους ηλικίας 15-34 ετών (Neets) που βρίσκονται εκτός εργασίας και ταυτόχρονα εκτός εκπαίδευσης/κατάρτισης (τυπικής και μη τυπικής) και την 1η θέση, με ποσοστό 20,5%, σε αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-34 ετών οι οποίοι βρίσκονται σε υλική και κοινωνική αποστέρηση το 2018.
Πηγή: Καθημερινή