Ξεκινώ με την παρατήρηση ότι τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι η Ελλάδα υπολείπεται σε σημαντικό βαθμό έναντι άλλων χωρών ως προς την προσέλκυση άμεσων επενδύσεων από το εξωτερικό. Πράγματι, οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν μόνο στο 16% του ελληνικού ΑΕΠ (το 2017) σε σχέση με το 59% στην
Πορτογαλία, το 55% στην Ευρωπαϊκή Ενωση (στοιχεία για το 2018) και το 41% στον ΟΟΣΑ (στοιχεία για το 2018). Ο σημερινός συντελεστής φορολογίας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα υπερβαίνει κατά 5,5 ποσοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Συνεπώς μια μείωση στο 20% που διακηρύσσει ο κ. Μητσοτάκης έχει τη δυνατότητα να μετατοπίσει το (διεθνές) επενδυτικό ενδιαφέρον προς την ελληνική οικονομία.
Για να ενισχυθεί περαιτέρω το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον και να τρέξει με ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης η ελληνική οικονομία, οι διεθνείς επενδυτές πρέπει να πεισθούν, επίσης, ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει με γοργό ρυθμό τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, αυτά παραμένουν στο εξαιρετικά υψηλό 42% του συνόλου των δανείων (στοιχεία για το τελευταίο τρίμηνο του 2018) σε σχέση με το ιδιαίτερα χαμηλό 3,7% στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Πράγματι, ενώ αληθεύει ότι το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα αποτελεί (και) «κληρονομιά» της οικονομικής ύφεσης, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με τη σειρά τους, «δυναμιτίζουν» τη μελλοντική ανάπτυξη της χώρας μας. Και τούτο επειδή «φρενάρουν» τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων από τις τράπεζες για νέα επιχειρηματικά/επενδυτικά δάνεια, με αποτέλεσμα οι αναιμικές επενδύσεις να λειτουργούν ανασταλτικά στην οικονομική μας ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, δε, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν «βραχνά» για την ευρωστία των ελληνικών τραπεζών. Αυτό σίγουρα ανησυχεί τους διεθνείς επενδυτές οι οποίοι, στον βαθμό που αποφασίσουν να επενδύσουν στην ελληνική οικονομία, θα χρειαστούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να προβούν σε συναλλαγές (και) με τις ελληνικές τράπεζες.
Η επιτάχυνση της αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλει και στον στόχο του κ. Μητσοτάκη για επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα εντός 18 μηνών, κάτι που με τη σειρά του θα προϊδεάσει θετικά τους διεθνείς επενδυτές. Πράγματι, νέα μελέτη του γράφοντος (με τον Περικλή Μπουμπάρη από το Πανεπιστήμιο του Liverpool και τον Θεόδωρο Παναγιωτίδη από το Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας), η οποία μόλις δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδική International Review of Financial Analysis, «δείχνει» πρωταρχικό ρόλο στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων προκειμένου να βελτιωθεί άμεσα η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας.
Εκείνο όμως που θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιστρέψει σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% μέχρι το 2022 και 2% για τα επόμενα 40 έτη) σε χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, έτσι ώστε η οικονομία να «αναπνεύσει». Εδώ λοιπόν τίθεται θέμα αξιοπιστίας του κυβερνητικού σχήματος το οποίο ο κ. Μητσοτάκης θα επιλέξει. Οι εταίροι μας δεν πρόκειται να συναινέσουν σε χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς να διαπιστώσουν «δείγματα γραφής» της νέας κυβέρνησης. Με άλλα λόγια, το 3,5% πλεόνασμα δεν θα αλλάξει τουλάχιστον μέχρι οι εταίροι μας να διαπιστώσουν ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει τη βούληση να ξεφύγει από τις μίζερες πρακτικές (και) του (πρόσφατου) παρελθόντος. Μια επιλογή «άφθαρτων» κυβερνητικών στελεχών θα αποτελέσει ένα πρώτο και πειστικό δείγμα γραφής!
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής και πρόεδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.
Πηγή: kathimerini.gr