Εφιαλτικά είναι τα σενάρια για το κόστος της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα. Πέρα από το γεγονός ότι οι απώλειες ανθρώπινων ζωών και οι φυσικές καταστροφές από ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πιο συχνές, ειδικές μελέτες που έγιναν κατά καιρούς περιγράφουν και τις οικονομικές συνέπειες.
Η νέα τραγωδία στη Χαλκιδική, με 7 νεκρούς και ανυπολόγιστες καταστροφές, ήρθε να υπενθυμίσει τη συζήτηση που πρέπει να γίνει για τις επιπτώσεις και για το τι πρέπει να γίνει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι εδώ και μια δεκαετία η Τράπεζα της Ελλάδας, έχει προειδοποιήσει και για το οικονομικό κόστος της κλιματικής αλλαγής.
Σε ομιλία του τον περασμένο Οκτώβριο ο Γιάννης Στουρνάρας είχε εκτιμήσει ότι η κλιματική αλλαγή έχει δυσμενείς έως εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας.
Όπως ανέφερε: «εάν κοστολογήσουμε το σενάριο της μη-δράσης για την κλιματική αλλαγή, το ελληνικό ΑΕΠ μπορεί, ceteris paribus, να μειώνεται, σε ετήσια βάση, κατά 2% μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100, ενώ το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία, σωρευτικά μέχρι το 2100, είναι δυνατόν να φθάσει τα 701 δισ. ευρώ.
Δηλαδή τα επόμενα 80 χρόνια η Ελλάδα θα χάνει περί τα 9 δις ευρώ το χρόνο, πέραν των ανθρώπινων απωλειών.
Σε έρευνα της ΤτΕ το 2011 είχε αναφερθεί ότι «το Σενάριο Προσαρµογής κοστίζει στην ελληνική οικονοµία (σωρευτική µείωση του ΑΕΠ κατά τη χρονική περίοδο µέχρι το 2100) 123 δισεκ. ευρώ (σταθερές τιµές του 2008) λιγότερο από ό,τι το Σενάριο Μη ∆ράσης.
Το αποτέλεσµα αυτό υπολογίζεται µε προεξοφλητικό επιτόκιο ίσο µε το µηδέν και αναφορικά µε το µέγεθος του ΑΕΠ έτους βάσης. Η διαφορά είναι πάλι θετική υπέρ του Σεναρίου Προσαρµογής και ανέρχεται στα €24 δισεκ. σωρευτικά, αν χρησιµοποιηθεί ετήσιο προεξοφλητικό επιτόκιο ίσο µε 2%. Παρά την αβεβαιότητα σχετικά µε τα µέτρα προσαρµογής και τις συνέπειές τους ως κόστος για την ελληνική οικονοµία, το αποτέλεσµα της ανάλυσης κόστους-οφέλους µε βάση το πρότυπο γενικής ισορροπίας πρέπει να θεωρηθεί ασφαλές.
Μικρότερο κόστος
Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν να σχεδιαστεί κατάλληλο πρόγραµµα προσαρµογής, του οποίου το κόστος να είναι µικρότερο από το κόστος που αποφεύγεται επειδή η προσαρµογή µετριάζει τις οικονοµικές επιπτώσεις της κλιµατικής αλλαγής. Στην ανάλυση αυτή δεν ελήφθη υπόψη το όφελος που προκύπτει από το γεγονός ότι η προσαρµογή ως πολιτική προληπτικού χαρακτήρα έχει το χαρακτήρα ασφάλισης έναντι των ακραίων συνεπειών για την οικονοµία λόγω της κλιµατικής αλλαγής».
Δηλαδή, αν η Ελλάδα δεν κάνει τίποτε θα έχει οικονομική απώλεια 701 δις ευρώ ενώ η προσαρμογή θα κοστίσει 123 δις μέχρι το 2100.
Σύμφωνα με τους ειδικούς: «Αμεσα οφέλη μπορούν να επιτευχθούν με μέτρα χαμηλού κόστους, όπως η μόνωση των κτιρίων, που περιορίζουν την τρωτότητα και την έκθεση στη σημερινή μεταβλητότητα του κλίματος. Χρειάζεται να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής στοχευμένα σε ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή ομάδες, όπως τα κοινωνικά στρώματα χαμηλού εισοδήματος, που δεν έχουν τους απαραίτητους πόρους για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που δημιουργούνται από τις αλλαγές, ούτε να χρηματοδοτήσουν μέτρα μείωσης των εκπομπών και μέτρα προσαρμογής.
Σημαντικές θετικές επιδράσεις στην απασχόληση έχει η ανάπτυξη των «πράσινων υποδομών» (π.χ. μικρά αντιπλημμυρικά έργα) που συμβάλλουν στην προσαρμογή, μειώνοντας τον κίνδυνο φυσικών καταστροφών. Αντιστοίχως, επεμβάσεις μετριασμού του φαινομένου θερμικής νησίδας στις πόλεις, προστασία και ανάπτυξη των δασών και των δασικών οικοσυστημάτων. «Ετσι, η προσαρμογή μπορεί να πετύχει διπλό όφελος: προστασία από την κλιματική αλλαγή (οικονομικό και περιβαλλοντικό όφελος) και ενδυνάμωση της οικονομίας (αναπτυξιακό όφελος)», τονίζει η ίδια.
Θα χρειαστούν νέες στρατηγικές ανάπτυξης. Για παράδειγμα, η κλιματική αλλαγή θα επιφέρει σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα στον τουρισμό, εάν συνεχιστεί το ίδιο μοντέλο».
Άλλες επιπτώσεις
Στο βόρειο ημισφαίριο σε τριάντα χρόνια, πολλές πόλεις θα μοιάζουν με τους τόπους που βρίσκονται νοτίως και πιο κοντά στον Ισημερινό και σε απόσταση 1.000 χιλιομέτρων, προβλέπει η μελέτη. Οι συνθήκες αυτές θα διαμορφωθούν αν τα σχέδια για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής που ισχύουν σήμερα υλοποιηθούν.
Η θερμοκρασία των πόλεων της Ευρώπης θα αυξηθεί κατά μέσον όρο κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου καθ΄όλη την διάρκεια του έτους, αλλά τα καλοκαίρια και οι χειμώνες μπορεί να είναι κατά 3,5 έως 4,7 βαθμούς Κελσίου θερμότεροι αντιστοίχως.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι θερμοκρασίες είναι πιθανόν να αυξηθούν κατά 2,4 βαθμούς Κελσίου κατά μέσον όρο. Σύμφωνα με το σενάριο της μελέτης, το 2050 το κλίμα του Λονδίνου θα μοιάζει με το σημερινό κλίμα της Βαρκελώνης, στη Μαδρίτη οι συνθήκες θα είναι αντίστοιχες του σημερινού Μαρακές, το Σιάτλ θα μοιάζει με το σημερινό Σαν Φρανσίσκο και το Τόκιο με την Τσανγκσά της κεντρικής Κίνας.
Μία άλλη έρευνα, αυτή του Εθνικού Κέντρου Breakthrough για την Αποκατάσταση του Κλίματος στη Μελβούρνη, παρουσιάζει ένα πραγματικά αποκαλυπτικό σενάριο για την κλιματική αλλαγή.
Συγκεκριμένα, διαβλέπει καθόλου αμελητέες πιθανότητες να «καταρρεύσει» η ανθρώπινη κοινωνία έως το 2050, αν δεν ληφθούν σοβαρές δράσεις μέσα στην επόμενη δεκαετία για να σταματήσει η άνοδος της θερμοκρασίας.
Σε άρθρο της η Huffington Post φιλοξενούσε τις απόψεις του γνωστού καθηγητή Χρήστου Ζερεφού o οποίος έλεγε ότι από το σύνολο της ακτογραμμής της Ελλάδας, περίπου 16.300 χλµ. περίπου τα 1.000 χλµ. αποτελούν περιοχές υψηλής ευπάθειας στην κλιµατική αλλαγή. Η ευπάθεια έγκειται στον κίνδυνο ανόδου της µέσης στάθµης της θάλασσας στη χώρα µας, η οποία εκτιµάται ότι θα κυµανθεί µέχρι το 2100 µεταξύ 0,2 και 2 µέτρων. Από το σύνολο της ακτογραµµής της Ελλάδος, περίπου το 20% αποτελεί ακτές µε µέτρια έως υψηλή ευπάθεια στις αναµενόµενες, βάσει των εκτιµήσεων, εξελίξεις. «Ο κίνδυνος, ιδιαίτερα για ορισμένες περιοχές, είναι πολύ αυξημένος, αλλά είναι αδύνατον να απαριθμηθούν. Αυτές που θα πληγούν περισσότερο είναι αυτές στα μεγάλα Δέλτα των ποταμών, όπως του Νέστου και του Αξιού, το Μεσολόγγι κ.α.» υπογραμμίζει ο κ. Ζερεφός- συμπληρώνοντας ότι πριν το 1950 η άνοδος της στάθμης της θάλασσας από φυσικά αίτια ήταν της τάξης του 1 – 1,5 χιλιοστού τον χρόνο περίπου, δηλ 15 εκατοστά τον αιώνα. «Αυτό έχει πολύ σοβαρές συνέπειες, όχι μόνο στα παράκτια οικοσυστήματα και τις αγροτικές καλλιέργειες, αλλά και στην αποσταθεροποίηση των τουριστικών περιοχών της χώρας (αμμουδιές κλπ) οι οποίες θα κινδυνεύσουν κατά ανάλογο τρόπο που κινδυνεύουν σήμερα διάσημες αμμουδιές π.χ. στη Χαβάη».
Λιγότερες βροχές
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς για τα προσεχή 50 χρόνια, οι μειώσεις που υπολογίζονται στις βροχοπτώσεις στα δυτικά είναι της τάξης του 15-20%, μέσα στα επόμενα 50-70 χρόνια. «Σήμερα περίπου 2 μήνες τον χρόνο ο καιρός είναι επικίνδυνος για πυρκαγιές. Αυτή η περίοδος επικινδυνότητας αναμένεται να αυξηθεί. Κατά τις εκτιμήσεις της ΤτΕ μπορεί να επιμηκυνθεί κατά 1 μήνα. Οι δασικές πυρκαγιές, ως γνωστόν,έχουν πάρα πολλά κακά, διότι σε ορισμένες περιοχές, ιδιαίτερα σε αυτές που είναι στους πρόποδες ορεινών όγκων, έχουν σαν αποτέλεσμα να ακολουθούνται από ερημοποίηση- κυρίως επειδή αρχίζουν και τρώνε τα βλαστάρια τα ζώα. Αλλά και για πολλούς άλλους λόγους. Αν δει κανείς τη συνέργεια κάποιων ακραίων βροχοπτώσεων και την εναλλαγή τους με ξηρασία σε ένα υπόβαθρό όπου οι μικροσεισμοί που, ακόμα και αν δεν τους καταλαβαίνουμε, δημιουργούν ένα συνεχές τρεμούλιασμα του εδάφους, με αποτέλεσμα αποσταθεροποίηση, οδηγούμαστε σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο ερημοποίησης» συμπληρώνει ο κ. Ζερεφός.
Σύμφωνα με τη μελέτη του WWF Ελλάς για το 2020-2050, οι κάτοικοι πόλεων όπως η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, η Λαμία και η Λάρισα θα υπόκεινται μέχρι και σε 20 περισσότερες ημέρες καύσωνα. Παράλληλα, σε Λαμία, Λάρισα, Βόλο, Θεσσαλονίκη και Αθήνα, η συνολική βροχόπτωση θα μειωθεί, αλλά αναμένεται να αυξηθούν κατά 10-20% οι ακραίες βροχοπτώσεις. Με άλλα λόγια φαίνεται πως αυξάνεται ο κίνδυνος τόσο για αντιπλημμυρικά επεισόδια όσο και για εξάπλωση πυρκαγιών στα περιαστικά δάση.
Σημαντικά θα επηρεαστούν και οι τουριστικοί προορισμοί της χώρας μας. Από 5 ως και 15 περισσότερες θα είναι οι μέρες με καύσωνα στους υπό εξέταση τουριστικούς νομούς, ενώ θα αυξηθούν περαιτέρω και οι νύχτες όπου η θερμοκρασία δεν θα πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς Κελσίου, κυρίως στις νησιωτικές περιοχές, όπως η Ρόδος και τα Χανιά. Οι δέκα μεγαλύτεροι αγροτικοί νομοί της χώρας θα δεχθούν επίσης μεγάλη πίεση από την κλιματική αλλαγή, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι μέρες καύσωνα, οι συνεχόμενες ημέρες χωρίς βροχή, να μειωθούν οι χειμερινές βροχοπτώσεις και συνεπώς να αυξηθεί κατά πολύ ο κίνδυνος πυρκαγιάς.
Για παράδειγμα, στην Εύβοια αναμένονται περισσότερες από 25 επιπλέον ξηρές ημέρες σε σχέση με σήμερα, οι Σέρρες και η Λάρισα θα ζήσουν 20 περισσότερες μέρες καύσωνα, ενώ στο Ηράκλειο και την Πέλλα οι βροχοπτώσεις το χειμώνα θα μειωθούν κατά 15%. Παρουσιάζεται επίσης αυξημένος κίνδυνο για ερημοποίηση νέων εκτάσεων και μείωση στη διαθεσιμότητα νερού.
Πηγή: tovima.gr