Η παράδοση στην Ελλάδα είναι να κρατούν σε τραπεζικές καταθέσεις ένα μεγάλο τμήμα από το χρηματικό τους περίσσευμα οι περισσότεροι. Μάλιστα τις περισσότερες φορές αυτή η συνήθεια δεν αφορά μόνο χρήματα που θα καταναλωθούν σε άμεσο χρονικό διάστημα, αλλά και χρήματα που χρησιμεύουν ως απόθεμα για μελλοντικές ανάγκες και επιθυμίες. Εκτιμάται ότι περίπου το 75% της περιουσίας των Ελλήνων, που δεν βρίσκεται σε ακίνητα είναι σε μετρητά, κυρίως με τη μορφή καταθέσεων.
Μάλιστα, κατά την περίοδο που διανύουμε τα τελευταία χρόνια, εντός της κρίσης χρέους στην Ελλάδα, η βαρύτητα των μετρητών και των καταθέσεων ως ποσοστό στο σύνολο της περιουσίας έχει αυξηθεί. Αυτό οφείλεται και στο γενικευμένο αίσθημα αβεβαιότητας που επικρατεί, αλλά και στην υποτίμηση άλλων αξιών της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, αντανακλά και την κυρίαρχη αντίληψη των Ελλήνων ως προς τη διατήρηση και την αξιοποίηση της περιουσίας τους.
Η “παράδοση” αυτή έχει περάσει από γενιά σε γενιά και είναι αποτέλεσμα και των υψηλών ονομαστικών επιτοκίων που απέφεραν κάποτε οι τραπεζικοί λογαριασμοί, δημιουργώντας μια γενικευμένη αντίληψη “καλής απόδοσης”, που ήταν απατηλή καθώς συνήθως η αύξηση στο κόστος ζωής (ο πληθωρισμός) έτρεχε με υψηλότερο ρυθμό από τα επιτόκια. Για παράδειγμα στα τέλη της 10ετίας του ’80 και στο πρώτο μισό της 10ετίας του ’90 τα επιτόκια των καταθέσεων υπερέβαιναν το 15% και συχνά ακόμη και το 20%, αν και το κόστος ζωής (ο πληθωρισμός) έτρεχε με μεγαλύτερο ρυθμό διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων.
Στις μέρες μας όμως τα επιτόκια των τραπεζικών λογαριασμών έχουν μειωθεί δραστικά, ακόμα και σε επίπεδα κάτω του 1% ετησίως. Πράγμα που βεβαίως δεν ισχύει μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρωζώνη. Μάλιστα σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, όπως σε Γερμανία, Ολλανδία, Ελβετία κ.α. τα επιτόκια των λογαριασμών καταθέσεων είναι ακόμα και αρνητικά! Αρκετοί Έλληνες που έσπευσαν να βγάλουν τα χρήματά τους σε ευρωπαϊκές τράπεζες κατά την περίοδο του φόβου του Grexit, βρίσκονται ήδη αντιμέτωποι με την πραγματικότητα των αρνητικών επιτοκίων στους λογαριασμούς τους.
Συνεπώς, οι περισσότεροι στην Ελλάδα βρίσκονται σε αναζήτηση λύσεων για την αποταμίευσή τους και την καλύτερη αξιοποίηση του χρηματικού τους αποθέματος που δεν προορίζεται για άμεση κατανάλωση.
Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν τέτοιες εναλλακτικές λύσεις που μπορούν να δώσουν μία σχετικά ικανοποιητική απόδοση από τη μία, χωρίς την ανάληψη υψηλών ρίσκων από την άλλη.
Η απάντηση είναι καταφατική! Με την προϋπόθεση ότι αντί της λογικής του 3μήνου, του 6μήνου να ακολουθηθεί μία στρατηγική που έχει μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα.
Η αγορά σταθερού εισοδήματος στην Ελλάδα προσφέρει λύσεις τέτοιου τύπου. Τόσο τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, όσο και ελληνικών εταιρειών προσφέρουν σε ορίζοντα 3ετίας έως και 5ετίας αποδόσεις σημαντικά υψηλότερες από αυτές των επιτοκίων των τραπεζικών καταθέσεων. Για παράδειγμα τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που λήγουν το 2022 και το 2023 την περίοδο αυτή αποφέρουν πάνω από 2% ετησιοποιημένη απόδοση, υπό την προϋπόθεση ότι οι κάτοχοί τους θα τα κρατήσουν μέχρι τη λήξη τους. Αντίστοιχες αποδόσεις προσφέρουν κάποια εταιρικά ομόλογα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς με παρόμοια διάρκεια, ενέχοντας ωστόσο λίγο υψηλότερο ρίσκο σε σχέση με τα κρατικά, λόγω του γεγονότος ότι οι εταιρείες αποπληρώνουν τα δάνειά τους από τα κέρδη τους, τα οποία έχουν μεγαλύτερη αβεβαιότητα σε σχέση με τους φόρους που εισπράττει το κράτος.
Όμως, η απόκτηση αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων αποτελεί για αρκετούς σχετικά άγνωστη διαδικασία και αρκετά διαφορετική από την “γνώριμη” των τραπεζικών λογαριασμών. Ωστόσο η πρόσβαση σε αυτές τις λύσεις που δίνουν την ευκαιρία για καλύτερη αξιοποίηση των διαθεσίμων, όπως η πρόσβαση στα ομόλογα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, αλλά και της ευρωπαϊκής μπορεί να δοθεί μέσω των αντίστοιχων ομολογιακών αμοιβαίων κεφαλαίων.
Άλλωστε η παράδοση εκτός των άλλων είναι το σκαλί που πατάμε για να ανέβουμε στο επόμενο που οδηγεί ψηλότερα..
Πηγή: Capital.gr