Οι αυστηρές απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας και ύψους αποθεματικών κεφαλαίων που επιβλήθηκαν στις τράπεζες μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση τις ανάγκασαν να επιβάλουν με τη σειρά τους αυστηρότερα κριτήρια στις χορηγήσεις πιστώσεων και γενικότερα να μειώσουν τον δανεισμό. Η αλλαγή αυτή όμως είχε κάποιες απρόβλεπτες παρενέργειες, καθώς έτσι ενίσχυσαν την παρουσία τους στον διασυνοριακό δανεισμό οι σκιώδεις τράπεζες. Ο λόγος για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν ορίζονται επισήμως ως τράπεζες: χρηματιστηριακές, οίκοι εκκαθαρίσεων πληρωμών, διαφόρων ειδών funds και επενδυτικές κοινοπραξίες αλλά και δομημένα επενδυτικά και χρηματοδοτικά οχήματα που όλα φέρουν τον σχεδόν απαξιωτικό αυτό χαρακτηρισμό των σκιωδών τραπεζών.
Η εικόνα προκύπτει από σχετική έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), σύμφωνα με την οποία ο διασυνοριακός δανεισμός αυξήθηκε το τρίτο τρίμηνο του περασμένου έτους κατά 17%, σημειώνοντας τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης των τελευταίων τουλάχιστον έξι ετών.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης οφείλεται στις πιστώσεις που έχουν χορηγήσει οι σκιώδεις τράπεζες. Σε απόλυτους αριθμούς, ο διασυνοριακός δανεισμός έχει αυξηθεί από το 2013 και μετά κατά σχεδόν 8 τρισ. δολάρια. Στο ίδιο χρονικό διάστημα η έκθεση των σκιωδών τραπεζών σε άλλες τράπεζες έχει μειωθεί ακριβώς επειδή έχουν επιβληθεί αυστηρές ρυθμίσεις στον τραπεζικό κλάδο.
Οπως σχολιάζει σχετικό ρεπορτάζ της αμερικανικής εφημερίδας Wall Street Journal, δεν υπάρχει τίποτε εξ ορισμού κακό στη διεύρυνση και ενίσχυση του ρόλου των σκιωδών τραπεζών. Το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει μάλιστα χαρακτηρίσει τον κλάδο «μη τραπεζικά ενδιάμεσα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα» επιχειρώντας να τα απαλλάξει από την αρνητική χροιά του χαρακτηρισμού «σκιώδης τράπεζα».
Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι δεν είναι επαρκής η ενημέρωση που έχουν οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές για τις σκιώδεις τράπεζες και η ενίσχυση του ρόλου τους γεννά ερωτήματα σχετικά με το πώς μπορεί να συμπεριφερθούν στην περίπτωση μιας ραγδαίας επιβράδυνσης ή μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η αμερικανική εφημερίδα επικαλείται έρευνα που διεξήγαγε πέρυσι το ανεξάρτητο ίδρυμα ερευνών και μεταπτυχιακών σπουδών Barcelona Graduate School of Economics. Η έρευνα αυτή κατέδειξε πως η επιβολή υψηλότερων απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας στις τράπεζες είχε ως αναμενόμενο παρεπόμενο να αυξηθεί η δραστηριότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που δεν εντάσσονται στην κατηγορία των τραπεζών. Η ίδια έρευνα κατέδειξε, επίσης, ότι ορισμένα από αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επιδείνωσαν την κρίση.
Από άλλη έρευνα που διεξήγαγε πέρυσι το ΔΝΤ προκύπτει, άλλωστε, πως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκτός τραπεζικού κλάδου τείνουν να έχουν λιγότερες ασφαλιστικές δικλίδες από τις τράπεζες. Το αποτέλεσμα είναι ότι παρουσιάζουν και πολύ μεγαλύτερη αστάθεια σε ό,τι αφορά τις εισροές και εκροές κεφαλαίων ανάλογα με το πόσο αυξάνεται ή μειώνεται η προθυμία των funds να αναλάβουν ρίσκο. Και βέβαια τα πράγματα δεν τελειώνουν εδώ. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πιο ασφαλής η χρηματοδότηση από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκτός τραπεζικού τομέα.
Εχει περιοριστεί σημαντικά η παρουσία εκείνων των σύνθετων και δομημένων επενδυτικών και χρηματοδοτικών οχημάτων που χαρακτήριζαν τον κλάδο προτού εκδηλωθεί η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Οπως τονίζει η αμερικανική εφημερίδα, οι επενδυτές δεν μπορούν να γνωρίζουν πώς έχει δράσει και τι αποτελέσματα έχει η ανάπτυξη αυτού του κλάδου προτού προκύψει μια επιβράδυνση. Σε μια επιβράδυνση η ισχυρή διασυνοριακή παρουσία του κλάδου μπορεί να αποδειχθεί ένας σημαντικός και πιθανώς υποτιμημένος παράγοντας του τρόπου με τον οποίο θα εξελιχθεί το δράμα.
Πηγή: Καθημερινή