Ποτέ στο παρελθόν μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης υγειονομικού χαρακτήρα δεν δημιούργησε μια τόσο ευρεία και διαδεδομένη οικονομική παράλυση. Καθώς οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι εργάζονται για να επιβραδύνουν την εξάπλωση του κορονοϊού, να θεραπεύσουν όσους έχουν προσβληθεί από αυτόν και να σώσουν ζωές, είναι σημαντικό το Κογκρέσο και ο πρόεδρος των ΗΠΑ να λάβουν άμεσα μέτρα για να σταθεροποιήσουν μια επικίνδυνα κλυδωνιζόμενη οικονομία και να θέσουν τις βάσεις για μια μακροπρόθεσμη ανάκαμψη.
Το νομοσχέδιο “ανακούφισης”, στην έγκριση του οποίου πρωτοστάτησε η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι και το οποίο υπέγραψε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ την Τετάρτη ήταν ένα σημαντικό πρώτο βήμα για να βοηθηθούν οι Αμερικανοί εργαζόμενοι, οι οποίοι πλήττονται σκληρά από την κρίση. Οι κύριες διατάξεις του – συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης της προσωρινής άδειας μετ’ αποδοχών για πολλούς εργαζόμενους, της επέκτασης των μέτρων παροχών για τους ανέργους, της παροχής επιπλέον χρηματοδότησης για κουπόνια σίτισης και ασφάλισης υγείας για τα παιδιά – θα ενισχύσουν το δίκτυο κοινωνικής προστασίας σε όλη τη χώρα.
Ωστόσο αυτά τα μέτρα πρέπει να είναι μόνο η αρχή. Σε ολόκληρες τις ΗΠΑ, μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις κλείνουν τις πύλες τους και καθώς το κάνουν, χρησιμοποιούν τις πιστώσεις τους για να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Το να τις βοηθήσουμε τώρα είναι απολύτως επείγον – τόσο για την επιβίωσή τους, όσο και για την προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από το σοκ που είναι βέβαιο ότι θα έρθει.
Το μάθημα του 2008
Το 2008, το Κογκρέσο έδωσε στην κυβέρνηση και στην Federal Reserve την εξουσία να προλάβουν τη μετατροπή μιας χρηματοοικονομικής κρίσης σε καταστροφή για ολόκληρη την οικονομία. Τώρα, πρέπει να εκχωρήσει τις ίδιες μορφές εξουσίας για την αποτροπή μιας καταστροφής σε ολόκληρη την οικονομία από την υπονόμευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο είναι απαραίτητο για την ανάκαμψη.
Αυτές οι εξουσίες έκτακτης ανάγκης χρησιμοποιήθηκαν αποτελεσματικά από τις κυβερνήσεις Μπους του νεότερου και Ομπάμα, συμπεριλαμβανομένης της χρησιμοποίησης ενός ταμείου σταθεροποίησης συναλλάγματος για την εξασφάλιση κεφαλαίων στις χρηματαγορές, της προστασίας εκατομμυρίων μεμονωμένων επενδυτών και της εξασφάλισης της ύπαρξης μιας αγοράς για τις επιχειρήσεις προκειμένου αυτές να εκδίδουν εμπορικά χρεόγραφα. Σήμερα, το Κογκρέσο πρέπει και πάλι να κινηθεί γρήγορα για να δώσει στην κυβέρνηση εξουσίες έκτακτης ανάγκης που ενδεχομένως να αποδειχθούν απαραίτητες για να συγκρατήσει τόσο το χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και συνολικά την οικονομία από τον εκτροχιασμό.
Η σταθεροποίηση της οικονομίας τώρα και η ενίσχυση της δυνατότητας επιβίωσης των επιχειρήσεων πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα. Η παροχή άμεσης βοήθειας και ανακούφισης ωστόσο δεν θα πρέπει να είναι η μόνη στρατηγική για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Κατά τους επόμενους μήνες, όταν η υγειονομική κατάσταση έκτακτης ανάγκης θα επιβραδυνθεί και – ελπίζουμε – θα ξεπεραστεί, ένα από τα βασικά εμπόδια στην αποκατάσταση της οικονομικής ανάπτυξης θα είναι η γενικευμένη αβεβαιότητα. Οι καταναλωτές δεν θα ξαναρχίζουν τις δαπάνες τους, οι επιχειρήσεις δεν θα ξαναρχίζουν τις προσλήψεις εργαζομένων και οι επενδυτές δεν θα εγκαταλείπουν τα ασφαλή επενδυτικά καταφύγια μέχρι να είναι σίγουροι ότι βρισκόμαστε στον δρόμο της ανάκαμψης. Με άλλα λόγια, η οικονομική κρίση που θα βιώσουν οι κοινότητες των Αμερικανών θα μπορούσε να ξεπεράσει χρονικά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία – εκτός εάν η Ουάσιγκτον αποφασίσει να θέσει αποφασιστικά τα θεμέλια για ανάκαμψη.
Η καθυστέρηση το μόνο που θα καταφέρει είναι να παρατείνει τον πόνο. Η ταχεία δράση – η οποία θα δώσει προοπτική κι ελπίδα τόσο στις αγορές όσο και στις επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας – μπορεί να ανασχέσει μέρος των απωλειών και να επιταχύνει την ανάκαμψη αργότερα, ώστε να βγούμε από αυτή την κρίση ένα ισχυρότερο έθνος.
Ο κομβικός ρόλος των δημόσιων επενδύσεων
Ένας από τους καλύτερους τρόπους για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην οικονομία όταν η κατάσταση υγειονομικής έκτακτης ανάγκης θα έχει υποχωρήσει θα ήταν να διασφαλιστεί ότι η υποχώρηση αυτή θα συμπέσει με τις μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές που θα έχουμε δει εδώ και δεκαετίες. Γνωρίζω από την προσωπική μου εμπειρία ως δήμαρχος της Νέας Υόρκης ότι οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές είναι ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος για να αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και η επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα – και να εμπνευστεί εμπιστοσύνη για το μέλλον.
Ταυτόχρονα, ένα νομοσχέδιο για τις υποδομές αποτελεί ευκαιρία για την οικοδόμηση της οικονομίας καθαρής ενέργειας που χρειάζεται η χώρα μας – και τη δημιουργία των απαραίτητων θέσεων εργασίας για την πραγματοποίησή της. Το νομοσχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει σημαντικές νέες επενδύσεις στην αιολική και ηλιακή ενέργεια, ένα εθνικό δίκτυο μεταφοράς, την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και τη βιομηχανία κατασκευής ηλεκτρικών οχημάτων, η οποία θα ωφελήσει τους κατασκευαστές αυτοκινήτων στις ΗΠΑ. Αυτές οι επενδύσεις θα δημιουργήσουν εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, οι οποίες θα συμπεριλάβουν μεταξύ άλλων και πολλούς Αμερικανούς οι οποίοι χάνουν τη δουλειά τους στις βιομηχανίες πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα.
Εάν το Κογκρέσο εγκρίνει ένα γενναίο νομοσχέδιο για τις υποδομές και την καθαρή ενέργεια πριν την διακοπή των εργασιών του τον Απρίλιο, τα φτυάρια μπορούν να αρχίσουν να σκάβουν το έδαφος όταν οι εργαζόμενοι, οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές θα αναζητούν σημάδια ελπίδας, ενδείξεις ανάπτυξης και λόγους να πιστέψουν ότι τα χειρότερα θα έχουν περάσει. Και ενώ μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να ολοκληρωθεί ένα έργο, η έναρξη μιας επένδυσης – και το να προσλαμβάνει κανείς ανθρώπους και να τους “ρίχνει” στη δουλειά – στέλνει ακριβώς το είδος του σήματος στην αγορά που θα χρειαστεί η χώρα μας.
Στην εκστρατεία μου για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές, περιέγραψα ένα συνεκτικό και περιεκτικό σχέδιο για την αποκατάσταση των υφιστάμενων υποδομών της Αμερικής – 47.000 γέφυρες και 2.000 φράγματα έχουν ανάγκη κρίσιμων επισκευών, για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα – και τον εκσυγχρονισμό τους για τη μείωση της κυκλοφοριακής συμφόρησης, της ρύπανσης και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, μεταξύ άλλων με την επέκταση της ευρυζωνικότητας στις κοινότητες που ακόμη δεν την διαθέτουν.
Αυτού του είδους οι επενδύσεις χρειάζονταν έντονα πριν ο κορονοϊός αρχίσει να “ροκανίζει” την οικονομία μας. Πλέον, είναι απόλυτα επιτακτικές. Και μολονότι δεν πρόκειται να είναι μια θεραπεία δια πάσαν νόσον – τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει – θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο μέλλον της χώρας, σε μια εποχή που θα τη χρειαστούμε περισσότερο από ποτέ.
Έχουμε δει αυτή τη στρατηγική να πετυχαίνει στο παρελθόν. Το 1933, ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ – με διαγνωσμένη πολιομυελίτιδα, μια επιδημία που είχε οδηγήσει επίσης σε κλείσιμο δημόσιων εγκαταστάσεων – είχε δηλώσει: “Το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο ίδιος ο φόβος”. Σήμερα θεωρούμε αυτή τη διάσημη αποστροφή του λόγου του ως μια αναφορά στους φόβους των ανθρώπων που συνδέονταν γενικά με τη Μεγάλη Ύφεση. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, ο Ρούσβελτ αναφερόταν σε ένα πολύ συγκεκριμένο είδος φόβου: τον “άγνωστο, αδικαιολόγητο, ανορθολογικό τρόμο ο οποίος παραλύει τις απαραίτητες προσπάθειες προκειμένου να μετατρέψουμε μια υποχώρηση σε αντεπίθεση”.
Στις 100 ημέρες που ακολούθησαν, το Κογκρέσο ανταποκρίθηκε στην έκκληση του Ρούζβελτ και άρχισε να μετατρέπει την υποχώρηση σε αντεπίθεση. Τώρα είναι η ώρα να το πράξει ξανά.