Πρόκειται ίσως για το πιο ιστορικό χτύπημα μη επανδρωμένου αεροσκάφους (drone) στην Ιστορία – την περασμένη Παρασκευή το drone MQ-9 Reaper εξαπέλυσε τουλάχιστον δύο πυραύλους Hellfire εναντίον πομπής αυτοκινήτων στα οποία επέβαινε ο Ιρανός στρατηγός Κασέμ Σουλεϊμανί, ο ηγέτης της ιρακινής πολιτοφυλακής Αμπού Μαχντί αλ-Μουχάντις και η συνοδεία τους, κατά την άφιξή τους στο διεθνές αεροδρόμιο της Βαγδάτης, σύμφωνα με δημοσιεύματα. Η αυτοκινητοπομπή πυρπολήθηκε ολοσχερώς. Ο Σουλεϊμανί διαμελίσθηκε και αναγνωρίστηκε μόνο από το χαρακτηριστικό δαχτυλίδι με την κόκκινη πέτρα που φορούσε στο χέρι του.
Το MQ-9 Reaper, γνωστό και ως Predator, είχε χτυπήσει και πάλι. Το αξίας 16 εκατ. δολαρίων drone -βάρους 2,5 τόνων και εμβέλειας 1.200 μιλίων, το οποίο μπορεί κανείς να πιλοτάρει από την άλλη άκρη του κόσμου- συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων όπλων που έχει στο οπλοστάσιό της η Αμερική.
Το πρόσφατο αυτό περιστατικό αποτελεί ευκαιρία για να δούμε ποιος θεωρείται de facto “πατέρας” των drones και της επανάστασης που αυτά έφεραν. Πρόκειται για τον Neal Blue, ο οποίος είναι ένας από τους νεοεισερχόμενους στη λίστα “Forbes 400”. Ο 84χρονος σήμερα Blue (με εκτιμώμενη καθαρή περιουσία 4,1 δισ. δολαρίων) είναι ο άνθρωπος που, ως πρόεδρος και κάτοχος του 80% της εταιρείας αμυντικού εξοπλισμού General Atomics με έδρα το Σαν Ντιέγκο (ο αδελφός του Linden, 83 ετών, κατέχει το υπόλοιπο 20% της εταιρείας, αξίας 1 δισ. δολαρίων), “απογείωσε” για πρώτη φορά το Predator πριν από 25 χρόνια προκειμένου να επιτηρεί τις σερβικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της προεδρίας Κλίντον. Το Predator ήταν επίσης ένα από τα πρώτα αμερικανικά αεροσκάφη που επιχείρησαν στο Αφγανιστάν μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Έκτοτε, το Predator έχει λάβει μέρος σε επιχειρήσεις στο Ιράκ, το Πακιστάν, τη Σομαλία και την Υεμένη.
Πλέον, έχοντας εξοπλιστεί με κάμερες, εξοπλισμό επικοινωνιών και πυραύλους αέρος-εδάφους Hellfire εκτελεί από επιχειρήσεις επιτήρησης και παρακολούθησης μέχρι και επιθέσεις. Ο πρόεδρος Ομπάμα είχε δώσει το “πράσινο φως” για περισσότερες από 500 επιθέσεις με drones, σύμφωνα με το Γραφείο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας, ενώ μέχρι στιγμής ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει εγκρίνει τουλάχιστον 259 αντίστοιχες επιθέσεις, σύμφωνα με έρευνα του think tank New America της Ουάσιγκτον.
Η General Atomics, η οποία δεν ανταποκρίθηκε σε κανένα από τα πολλαπλά αιτήματά μας για σχολιασμό, έχει πωλήσει εκατοντάδες Predators στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά και σε άλλες κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, έχοντας έσοδα ύψους 2,1 δισ. δολαρίων ετησίως από τη δραστηριότητα παραγωγής μη επανδρωμένων αεροσκαφών (τα συνολικά έσοδα της εταιρείας υπολογίζονται σε 2,7 δισ. δολάρια).
Ο Richard Whittle, συγγραφέας του βιβλίου “Predator: The Secret Origins of the Drone Revolution”, χαρακτηρίζει το σύστημα Predator “αναμφισβήτητα τη σημαντικότερη νέα στρατιωτική τεχνολογία μετά τους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυρηνικούς πυραύλους”.
Ας κάνουμε όμως μια ιστορική αναδρομή, ξεκινώντας από ένα καλοκαιρινό απόγευμα πριν από 64 χρόνια. Ο 21 ετών τότε Neal Blue και ο 20χρονος αδελφός του Linden πετούσαν στα 16.000 πόδια, χαμένοι κάπου μεταξύ Μπουένος Άιρες και Ρίο ντε Τζανέιρο όταν ο ασύρματος του αεροσκάφους τους χάλασε. Είχαν ξεμείνει σχεδόν από καύσιμα, 6.000 μίλια μακριά από το σπίτι τους στο Ντένβερ, και δεν είχαν κανέναν τρόπο να ζητήσουν βοήθεια. Τα δύο αδέλφια αποφάσισαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να προσπαθήσουν να προσγειώσουν το Blue Bird, το δανεικό τετραθέσιο Tri-Pacer αεροσκάφος τους, σε κάποιο σημείο της απομακρυσμένης εκείνης περιοχής στη νότια Βραζιλία.
Εν έτει 1956, η ιδέα του ήρωα αεροπόρου βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Είχαν περάσει μόλις 20 χρόνια από την εξαφάνιση της Αμέλια Έρχαρτ στον Ειρηνικό και 30 χρόνια από τότε που ο Τσαρλς Λίντμπεργκ (γνωστός και ως Lucky Lindy) είχε διασχίσει τον Ατλαντικό. Οι “Flying Blue Brothers” (σ.μ. όπως ήταν γνωστά τα δύο αδέλφια) ήταν ήδη διάσημοι. Οι πλούσιοι φοιτητές του Yale πραγματοποιούσαν έναν αεροπορικό μαραθώνιο στη Νότια Αμερική, καλύπτοντας 25.000 μίλια σε 110 ημέρες και διασχίζοντας τις Άνδεις δεκάδες φορές. Οι Blue είχαν πουλήσει τα πνευματικά δικαιώματα για το αεροπορικό εγχείρημά τους στο περιοδικό Life έναντι 3.000 δολαρίων, όπως και το φιλμ που τραβούσαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους.
Το ταξίδι τους, με κάποιες εξαιρέσεις -όπως οι αναταραχές πάνω από το Ελ Σαλβαδόρ, οι καταιγίδες στην Κολομβία και ο παγετός στη Χιλή- είχε εξελιχθεί χωρίς δυσάρεστα απρόοπτα μέχρι εκείνη τη μοιραία ημέρα του Σεπτεμβρίου. Η αναγκαστική προσγείωση σε έναν χωματόδρομο ήταν τρομακτική. Οι τροχοί του “Blue Bird” έσπασαν σε έναν παρακείμενο φράχτη και το αεροσκάφος καταστράφηκε. Ως από θαύμα, οι αδελφοί Bleu βγήκαν αλώβητοι. “Εάν βιώσεις μια τέτοια εμπειρία, έχεις την αίσθηση μετά ότι μπορείς να κάνεις σχεδόν τα πάντα”, είχε δηλώσει σε κάποιον δημοσιογράφο, χρόνια αργότερα, ο Linden.
Οι αδελφοί Blue κατάγονταν από μια από τις πλουσιότερες οικογένειες του Ντένβερ, της εποχής που ακολούθησε αμέσως μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Η μητέρα τους Virginia και ο πατέρας τους James, εργάζονταν αμφότεροι στην οικογενειακή επιχείρησης ακινήτων. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο James Blue κατατάχθηκε στον στρατό, ενώ η Virginia εντάχθηκε στον Ερυθρό Σταυρό. Το 1967, η Virginia έβαλε υποψηφιότητα με τους Ρεπουμπλικανούς για τη θέση της θησαυροφύλακα στο Κολοράντο και έγινε η πρώτη γυναίκα που εκλέχθηκε σε κρατική θέση στην πολιτεία. (Η Virgina επεβίωσε το 1970 εν μέσω της προεκλογικής καμπάνιας για την επανεκλογή της στη θέση. Στο Καπιτώλιο υπάρχει ένα βιτρό-παράθυρο αφιερωμένο στη μνήμη της).
Πολύ πριν αποτραβηχτούν από τα φώτα της δημοσιότητας (αμφότεροι οι αδελφοί Blue αρνήθηκαν να προβούν σε κάποιο σχόλιο σχετικά με το υφιστάμενο άρθρο, ενώ δεν έχουν παραχωρήσει καμία συνέντευξη τα τελευταία 10 και πλέον χρόνια), οι αδελφοί Blue κυνηγούσαν την προβολή. Το 1955, ο Neal Blue και τρεις ακόμη συμφοιτητές του από το Yale έκαναν ένα ταξίδι από το Παρίσι στην Ινδία και από εκει στις ΗΠΑ και στη συνέχεια έπεισαν τους New York Times να τους αφήσουν να δημοσιεύσουν σε συνέχεια την ιστορία του ταξιδιού τους στην εφημερίδα. Έναν χρόνο αργότερα ακολούθησε το εξώφυλλο στο περιοδικό Life, καθώς τα δύο αδέλφια αναζητούσαν περιοδικό για να “φιλοξενήσει” το ταξίδι τους στη Νότια Αμερική.
Τον Μάρτιο του 1961, μόλις μερικές εβδομάδες πριν από την αποτυχημένη εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων (σ.μ. όπως είναι γνωστή η αποτυχημένη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στην Κούβα), ο Linden Blue ξεκίνησε και πάλι για τη Νικαράγουα αλλά, παρά την “πλήρη και σαφή διαβεβαίωση της κουβανικής κυβέρνησης ότι θα του επιτραπεί η διέλευση πάνω από την Κούβα”, ένα κουβανέζικο μαχητικό αεροσκάφος τον ανάγκασε να προσγειωθεί στη χώρα. Ο Linden κρατήθηκε για 12 ημέρες στη φυλακή, πριν απελαθεί στις ΗΠΑ.
Μετά την αποφοίτησή τους από το Yale, τα δύο αδέλφια στρατολογήθηκαν αμφότερα στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ: ο Neal Blue εργάστηκε στο τμήμα πυρηνικών όπλων, ενώ ο Linden υπηρέτησε στην στρατονομία της Πολεμικής Αεροπορίας. Μετά την απόλυσή τους, οι δύο τους δημιούργησαν την εταιρεία Cordillera Corporation, η οποία δραστηριοποιήθηκε στους τομείς των ακινήτων, της γεωργίας αλλά της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, διευρύνοντας την οικογενειακή περιουσία.
Ανέπτυξαν όμως και άλλες δραστηριότητες. Στις αρχές της δεκαετία του 1970, ο Neal Blue διετέλεσε διευθυντής στο διοικητικό συμβούλιο της Great Western United Corp. στο Κολοράντο, όπου ο ίδιος και ο αδελφός του ήταν οι μεγαλύτεροι μέτοχοι της εταιρείας. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο Neal Blue παραιτήθηκε από τη θέση αυτή το 1974 όταν η εταιρεία ζάχαρης κατηγορήθηκε για χειραγώγηση των τιμών από την αμερικανική κυβέρνηση. Τελικά, η εταιρεία προέβη σε συμβιβασμό με τις αρχές για την υπόθεση, μετά όμως την εξαγορά πλειοψηφικού πακέτου στην εταιρεία από τον δισεκατομμυριούχο W. Herbert Hunt και τον αδελφό του Nelson – ο οποίος έγινε αργότερα γνωστός για την προσπάθεια ελέγχου της αγοράς αργύρου.
Από την πλευρά του ο Linden Blue, στις αρχές της δεκαετίας του 19870, ανέλαβε επιτελικές θέσεις σε διάφορες εταιρείες κατασκευής αεροσκαφών και αμυντικού εξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένων των LearJet, Raytheon και Beech Aircraft.
Το 1986, τα δύο αδέλφια βρέθηκαν μπροστά σε μια μοναδική ευκαιρία. Η Chevron είχε λίγο πριν εξαγοράσει την Gulf Oil και ήθελε να εκποιήσει αρκετές θυγατρικές της, μία εκ των οποίων ήταν η General Atomics. Ιδρυθείσα το 1955 από ατομικούς φυσικούς που είχαν εργαστεί στο “Πρόγραμμα Μανχάταν” (σ.μ. το άκρως απόρρητο αμερικανοβρετανικό πρόγραμμα ανάπτυξης πυρηνικών όπλων που πραγματοποιήθηκε περί το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), η General Atomics ήταν μια ερευνητική εταιρεία που κατά κύριο λόγο χρηματοδοτούνταν από την κυβέρνηση και είχε πραγματοποιήσει μερικά από τα πιο προηγμένα πυρηνικά πειράματα στον κόσμο.
Αρχική επιδίωξη των αδελφών Blue ήταν να εξασφαλίσουν μια καλή συμφωνία για την απόκτηση της ακίνητης περιουσίας της General Atomics, η οποία ήταν ιδιοκτήρια 424 στρεμμάτων ακριβώς έξω από την ταχέως αναπτυσσόμενη περιοχή του Σαν Ντιέγκο. Κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης με τη Chevron το 1986, ο Neal Blue υποσχέθηκε να παραχωρήσει το 20% της εταιρείας σε μια ομάδα στελεχών, σύμφωνα με τον πρώην αντιπρόεδρο David Overskei, αλλά αυτοί απέρριψαν την προσφορά του. Τελικά, οι αδελφοί Blue κατέβαλαν μέσω δανείου το ποσό των 60 εκατ. δολαρίων για την εξαγορά της εταιρείας.
Αλλά ο Neal Blue είχε την αεροπορία στο αίμα και σύντομα άρχισε να σκέφτεται τρόπους για να αναδιαμορφώσει την εταιρεία. “Ο Neal μου μιλούσε για drones και άλλες τεχνολογίες τουλάχιστον δύο-τρεις φορές την εβδομάδα”, λέει ο Tom Dillon, ανώτερος αντιπρόεδρος του τμήματος αμυντικών προγραμμάτων από το 1984 έως και το 1988. Και κάπως έτσι “γεννήθηκε” το πρόγραμμα “Birdie”: η General Atomics ξεκίνησε να κατασκευάζει ένα μοναδικό και χαμηλού κόστους αεροσκάφος που δεν απαιτούσε την παρουσία πιλότου χάρη στο ενσωματωμένο σύστημα GPS με το οποίο ήταν εξοπλισμένο.
Στην αρχή ήταν δύσκολο να βρεθούν πελάτες για το μη δοκιμασμένο drone της General Atomics. Όταν τελικά μια κυβερνητική υπηρεσία -η CIA- θέλησε να αγοράσει ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος από την General Atomics κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1993 στα Βαλκάνια, ο Linden Blue δεν μπορούσε να το πιστέψει, σύμφωνα με τον Frank Strickland, διευθυντικό στέλεχος της Deloitte που είχε υπηρετήσει στη CIA. Το drone επιτήρησης της General Atomics εντυπωσίασε με τις δυνατότητές του και το 1994 το αμερικανικό Ναυτικό υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με την εταιρεία, ύψους 31,7 εκατ. δολαρίων, για την κατασκευή ενός πιο προηγμένου drone, το οποίο εξελίχθηκε τελικά στο Predator.
Ακολούθησαν δύο εξαιρετικές δεκαετίες για την General Atomics και τους αδελφούς Blue, αν και κάποιες ενδείξεις υποδηλώνουν ότι η εποχή κυριαρχίας της εταιρείας μπορεί να έχει περάσει. Στα 25 χρόνια που μεσολάβησαν από την παρθενική πτήση του Predator το 1994, ο ανταγωνισμός έχει καλύψει το χαμένο έδαφος. Σήμερα, υπάρχουν στην αγορά περισσότεροι παίκτες από ποτέ άλλοτε και οι συνδυασμένες πωλήσεις τους αναμένεται να ανέλθουν από 4,9 δισ. δολάρια το 2018 σε 10,7 δισ. δολάρια το 2028.
Η Northrop Grumman, που κατέχει και το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά των μη επανδρωμένων αεροσκαφών (η General Atomics είναι δεύτερη), κατασκευάζει το αξίας 120 εκατ. δολαρίων RQ-4 Global Hawk – ένα πιο ισχυρό drone που μπορεί να πετάξει στα 60.000 πόδια. Δικό της ήταν το drone που κατέρριψε το Ιράν τον περασμένο Ιούλιο. Η αξίας 30,1 δισ. δολαρίων (πωλήσεις 2018) εταιρεία κατασκευάζει επίσης το RQ-180 stealth drone, το οποίο μπορεί να ξεφύγει από τα ραντάρ.
Τον Αύγουστο του 2018, η Boeing ανακοίνωσε τη σύναψη συμβολαίου ύψους 805 εκατ. δολαρίων με το αμερικανικό Ναυτικό για την παραγωγή ιπτάμενων μη επανδρωμένων τάνκερ.
“(Το Predator) δεν είναι τεχνολογίας stealth. Δεν είναι γρήγορο και δεν είναι φθηνό”, λέει ο Josh Sullivan, αναλυτής αεροδιαστημικής και άμυνας της The Benchmark Co.”Όχι ότι δεν είναι πλέον προς χρήση. Θα αξιοποιηθεί. Απλώς δεν θα αποτελεί πια την κυρίαρχη λύση, όπως ήταν κατά τις δεκαετίες των πολέμων σε Ιράκ και Αφγανιστάν”, προσθέτει. Σύμφωνα με την πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ, ένα σύστημα Predator (που περιλαμβάνει τέσσερα drones) κοστίσει περίπου 64 εκατ. δολάρια, ωστόσο η εισηγμένη αμυντική εταιρεία Kratos διαθέτει αεριωθούμενα drones με τεχνολογία stealth έναντι μόλις 3 εκατ. δολαρίων.
Παρ’ όλα αυτά, η General Atomics εξακολουθεί να διαθέτει ένα πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της. “Το γεγονός ότι είναι ιδιωτική εταιρεία, με σταθερή ιδιοκτησία, σημαίνει ότι μπορεί να επενδύσει στο μέλλον”, τονίζει ο Phil Finnegan, διευθυντής της εταιρείας αναλύσεων στον τομέα της αεροδιαστημικής, Teal Group. “Μπορεί να εστιάσει σε μακροπρόθεσμους στόχους, κάτι που άλλες αμυντικές εταιρείες δεν μπορούν να κάνουν”, συμπληρώνει.
Το 2014, ο υιός του Neal, Linden P. Blue, ανέλαβε την ευθύνη του τμήματος μη επανδρωμένων αεροσκαφών της εταιρείας, και πιθανότατα θα αναλάβει κάποια στιγμή και τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της General Atomics. “Ο Linden σίγουρα προσπαθεί να αλλάξει τα πράγματα”, λέει ένα από τα υφιστάμενα διευθυντικά στελέχη της General Atomics που ασχολείται με τα προγράμματα του τμήματος αεροναυτικών συστημάτων. “Προσπαθεί να ευθυγραμμίσει την εταιρεία με τα πρότυπα των μεγάλων εταιρειών”, εξηγεί. Σύμφωνα με τον ίδιο, εφαρμόζονται νέες διαδικασίες, βάσεις δεδομένων και συστήματα για τη βελτιστοποίηση της παραγωγής της General Atomics.
Πρόκειται για σωστές κινήσεις, οι οποίες ωστόσο καταδεικνύουν ότι η εταιρεία δεν είναι πλέον τόσο “ευκίνητη” και ατρόμητη όσο κάποτε. “Νομίζω ότι η General Atomics έχασε τη χρυσή ευκαιρία να πωληθεί στη μέγιστη τιμή σε κάποιον από τους μεγάλους ομίλους της αμυντικής βιομηχανίας”, σημειώνει ο Loren Thompson, ανώτατο διευθυντικό στέλεχος του Lexington Institute. “Το μέλλον της έχει σύννεφα, κατά τη γνώμη μου”, συμπληρώνει.
Πηγή: Capital.gr