Καλλιέργησε όσο κανείς άλλος από άκρη εις άκρη το μύθο του Έλληνα κροίσου. Το μύθο ενός πολυμήχανου επιχειρηματία με πολυτάραχο βίο, που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να εμπνέει και να τραβάει τα φώτα της δημοσιότητας, σαράντα και πλέον χρόνια μετά το θάνατό του. Το μύθο ενός ανθρώπου που ό,τι έπιανε γινόταν χρυσός. Αλλά και το μύθο ενός ανθρώπου του οποίου η ζωή παραλληλίστηκε με ελληνική τραγωδία.
Ο Έλληνας μεγιστάνας Αριστοτέλης Ωνάσης, που γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1906 στη Σμύρνη, ήταν γιος του Σωκράτη Ωνάση, πλούσιου καπνεμπόρου και επιχειρηματία της τοπικής κοινωνίας. Σε μικρή ακόμη ηλικία θα χάσει τη μητέρα του Πηνελόπη και θα μεγαλώσει με τη φροντίδα της γιαγιάς του, της Γεθσημανής, η οποία επιθυμούσε το εγγονάκι της να γίνει παπάς.
Ο μικρός, όμως, είχε άλλα σχέδια. Σπουδάζει στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου συμπεριφέρεται ως κακομαθημένο πλουσιόπαιδο, που έχει την ανάγκη να ξεχωρίζει και να επιδεικνύεται, συνήθεια που δεν θα αποχωριστεί ποτέ. Απόφοιτος πλέον, ετοιμάζει τις βαλίτσες του για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Οξφόρδη. Όμως, η Μικρασιατική Καταστροφή θα φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του. Πολλά μέλη της οικογένειάς του σκοτώνονται, άλλα αιχμαλωτίζονται, ενώ η οικογενειακή επιχείρηση γίνεται στάχτη.
Ο 16χρονος Αριστοτέλης αποδύεται σε έναν αγώνα για να απελευθερώσει τον πατέρα του και τους λοιπούς συγγενείς. Γνωρίζοντας πολύ καλά τα τούρκικα και μοιράζοντας μπαξίσια από εδώ και από εκεί, πιάνει φιλίες με Τούρκους αξιωματούχους, ενώ, γνωρίζοντας την αγγλική, γίνεται διερμηνέας και φίλος του Αμερικάνου προξένου. Καταφέρνει μάλιστα το ακατόρθωτο, να λάβει άδεια ελευθέρας κυκλοφορίας στην στρατοκρατούμενη Σμύρνη.
Με την άδεια ανά χείρας ξεγλιστράει ένα βράδυ στην καμένη επιχείρηση, όπου βρίσκει μια μυστική κρυψώνα όπου ο πατέρας του φύλαγε όλες του τις οικονομίες. Με τα χρήματα αυτά θα δωροδοκήσει χαμηλόβαθμα και υψηλόβαθμα στελέχη, καταφέρνοντας να βγάλει από τη φυλακή τον πατέρα του και τους θείους του και να τους φυγαδεύσει με ασφάλεια στην Αθήνα. Εκεί θα καταλύσουν στα διαμερίσματα της υπηρεσίας μια πολυτελούς έπαυλης στην Κηφισιά, ιδιοκτησίας κάποιου πλούσιου εφοπλιστή με πολλά καράβια.
Προς μεγάλη του έκπληξη, αντί για «ευχαριστώ», κατηγορείται από την οικογένεια ότι κατασπατάλησε την περιουσία της. Όντας απογοητευμένος, μια αυγουστιάτικη μέρα του 1923, επιβιβάζεται σε ένα υπερωκεάνιο για να αναζητήσει την τύχη του στην Αργεντινή. Αρχικά, απασχολείται ως λιμενεργάτης, αργότερα ως νυχτερινός τηλεφωνητής ξενοδοχείου. Κρυφακούγοντας τις συνομιλίες, αποσπά χρήσιμες πληροφορίες, τις οποίες αξιοποιεί. Εικάζεται ότι τα πρώτα του 1.000 δολάρια τα κέρδισε ακούγοντας για μια μετοχή που θα ανέβαινε.
Γνωρίζοντας ότι η εικόνα είναι το παν, ξοδεύει όλα τα χρήματα σε ακριβά ρούχα και γίνεται μέλος στην αριστοκρατική λέσχη του Μπουένος Άιρες. Την ίδια στιγμή πείθει τον πατέρα του, με τον οποίο έχει εν τω μεταξύ συμφιλιωθεί, να του στείλει μερικά από τα καλύτερα δείγματα καπνού, τα οποία διοχετεύει με επιτυχία σε βιομηχανίες και εμπόρους της πόλης.
Τα τεχνάσματα που χρησιμοποιεί για να προωθήσει το εμπόρευμά του είναι πρωτοποριακά. Πετάει άδεια πακέτα στους πολυσύχναστους δρόμους της πόλης, καθιερώνει το ροζ τσιγαρόχαρτο, ενώ πάνω στο πακέτο απεικονίζει μια πανέμορφη γυναίκα, διάσημη σοπράνο που είχε γνωρίσει -και ερωτευτεί- στη λέσχη.
Εν έτει 1928 ο 22χρονος Ωνάσης, έχοντας αποκτήσει ελληνικό διαβατήριο (αργότερα θα διοριστεί αναπληρωματικός πρόξενος της Ελλάδας στην Αργεντινή, εξασφαλίζοντας φοροαπαλλαγές και διπλωματική ασυλία) και την αργεντίνικη υπηκοότητα, εμπορεύεται σχεδόν τα πάντα: καπνό, αλάτι, αλκοόλ, ακόμη και λίπος φάλαινας.
Έχοντας βγει αλώβητος από την κρίση του 1929 και διαισθανόμενος τη σημασία των δεξαμενόπλοιων για τη μεταφορά καυσίμων, αποφασίζει να ασχοληθεί με τη ναυτιλία. Αγοράζει έξι σαπιοκάραβα από την καναδική κυβέρνηση και τα επανδρώνει με τα «φθηνότερα πληρώματα του κόσμου, τα ελληνικά», παραγγέλνει τεράστια πετρελαιοφόρα στα σουηδικά ναυπηγεία, υψώνει στα πλοία του τη σημαία του Παναμά, ενώ, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποκτά έναντι πινακίου φακής ένα ολόκληρο στόλο πλοίων Liberty από τις ΗΠΑ (όπου ήδη η CIA έχει αρχίσει να «φακελώνει» τον ραγδαία ανερχόμενο Έλληνα – ο φάκελός του θα φθάσει τις 4000 σελίδες). Εικάζεται, μάλιστα, ότι το πρώτο του πλοίο το βύθισε ο ίδιος για να πάρει τα λεφτά της ασφάλειας.
Στο μεταξύ, φροντίζει να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των πληρωμάτων σε όλα του τα καράβια. Αυξάνει τους μισθούς, καθιερώνει ευρύχωρες και άνετες καμπίνες, ενώ αποκαλεί όσους εργάζονται γι’ αυτόν με τα μικρά τους ονόματα. Μισεί, βέβαια, τα συνδικάτα, τα οποία μεριμνά ώστε να παραμένουν σε απόσταση από τα πλοία του.
Η προσωπική ζωή του Αριστοτέλη Ωνάση ήταν ιδιαίτερα περιπετειώδης. Από το κρεβάτι του εικάζεται ότι πέρασαν πολλές διάσημες και ωραίες όπως η Γκρέτα Γκάρμπο, η Μέριλιν Μονρόε, η Εύα Περόν και η Τζεραλίν Σπερκλς, που θεωρείτο η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο.
Παντρεύτηκε το 1946 την 16χρονη Τίνα Λιβανού, ίσως τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε πραγματικά, με την οποία απέκτησε τον Αλέξανδρο και τη Χριστίνα. Ο γάμος διαλύθηκε το 1960, όταν ήδη είχε μπει στη ζωή του η Μαρία Κάλλας, που τον μυεί στην υψηλή τέχνη, με την οποία θα έχει ένα φλογερό ειδύλλιο, χωρίς ποτέ να καταλήξει σε γάμο. Αντίθετα, θα παντρευτεί, από συμφέρον, το 1968 τη χήρα του δολοφονηθέντος Τζον Κένεντι, την Ζακλίν Μπουβιέ.
Το 1958 ο δαιμόνιος Σμυρνιός έχει καταστεί πλέον ένας από τους μεγαλύτερους ιδιοκτήτες δεξαμενόπλοιων στον κόσμο. Είναι ένας «γίγαντας που άλλαξε την όψη της ναυτιλίας, μία κορυφαία προσωπικότητα της παγκόσμιας ναυτιλίας στον 20ό αιώνα», όπως τον χαρακτήρισε το 2000 έγκυρη βρετανική εφημερίδα.
Συνέχεια επιστρατεύει νέα κόλπα, τα οποία καταδεικνύουν περίτρανα το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Υπέγραφε, για παράδειγμα, μεταφορές κάρβουνου με πλοία που δεν είχε και μεταφορές πετρελαίου με πλοία που ακόμα δεν είχαν ναυπηγηθεί.
Παράτολμη φύση, δεν θα αργήσει να επεκταθεί με μεγάλη επιτυχία και σε άλλους τομείς όπως η αλιεία, ο τουρισμός, το real estate, και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δημιουργεί, επίσης, και έναν από τους μεγαλύτερους φαλαινοθηρικούς στόλους στον κόσμο, τον οποίο πουλάει έναντι αδράς αμοιβής στους Ιάπωνες, στα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Το ενδιαφέρον του Έλληνα Μίδα θα στραφεί και στην Ελλάδα, όπου το 1957 αγοράζει την χρεοκοπημένη ΤΑΕ, την οποία μετατρέπει σε Ολυμπιακή Αεροπορία, με προδιαγραφές εξυπηρέτησης επιβατών που σήμερα θεωρούνται αδιανόητες λόγω κόστους – εμβληματικά ήταν τα επίχρυσα μαχαιροπίρουνα στην πρώτη θέση. Οντας ο δεύτερος άνθρωπος στον κόσμο, μετά τον Howard Huges, που κατείχε τη δική του αεροπορική εταιρεία, θα κερδίσει την παγκόσμια αναγνώριση που αναζητούσε, η οποία ωστόσο δεν μετουσιώθηκε σε κέρδη, καθότι η ΟΑ υπήρξε ζημιογόνα – όπως συνήθιζε να λέει “ό,τι χρήματα βγάζω στη θάλασσα, τα δίνω για την ”ερωμένη” μου στον αέρα”.
Στα χέρια του η “ερωμένη” του θα γνωρίσει στιγμές δόξας, καθώς θα πετάξει και στις πέντε ηπείρους, ενώ θα καταστεί μία από τις ασφαλέστερες αεροπορικές εταιρείες στον κόσμο. Με την Ολυμπιακή θα ταξιδεύσει όλο το διεθνές «τζετ σετ» της εποχής, για να βρεθεί στον Σκορπιό, ένα μικρό, άγονο και άνυδρο νησάκι στο Ιόνιο, το οποίο ο Αρ. Ωνάσης είχε μετατρέψει σε επίγειο παράδεισο – το 1974 πέταξαν με την ΟΑ, που απασχολούσε 7.400 άτομα, 2,5 εκατ. επιβάτες.
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Αριστοτέλη Ωνάση άρχισε με το θανάσιμο τραυματισμό του γιου του, του Αλέξανδρου, κατά τη συντριβή του αεροπλάνου του στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Ο ίδιος θεωρεί ότι το τραγικό συμβάν οφείλεται σε σαμποτάζ και προσφέρει ένα εκατομμύριο δολάρια σε όποιον δώσει χρήσιμες πληροφορίες.
Εις μάτην, όμως. Χάνοντας πια κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή, ο άλλοτε παντοδύναμος Σμυρνιός πουλάει πίσω στο κράτος την Ολυμπιακή Αεροπορία και αποσύρεται. Πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα, στις 15 Μαρτίου 1975, χτυπημένος από οξεία μυασθένεια, που είχε παραλύσει το νευρικό του σύστημα.
Ξεψύχησε έχοντας δίπλα του τη μοναχοκόρη του, Χριστίνα, και μοναδική κληρονόμο του, από την οποία ζήτησε, ως τελευταία επιθυμία, να θαφτεί στον Σκορπιό, δίπλα στο γιο του και την αδερφή του Άρτεμη (εκεί ετάφη αργότερα η ίδια η Χριστίνα, το έτερο τραγικό πρόσωπο της δυναστείας, που πέθανε το 1988 υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες), αλλά και να μεριμνήσει για την ίδρυση ενός κοινωφελούς ιδρύματος, που θα έφερε το όνομα του μονάκριβου γιου του.
Πηγή: Epixeiro.gr