Επικαιρότητα

Η Thomas Cook δεν άντεξε στην εποχή του Internet

Ενας ιστορικός όμιλος, εμβληματικός για την παγκόσμια τουριστική βιομηχανία, συνεθλίβη όταν προσέκρουσε στο παγόβουνο της ψηφιακής εποχής, ένα παγόβουνο που ίσως στο μέλλον να συντρίψει ολοκληρωτικά τη βιομηχανία του μαζικού τουρισμού και των οργανωμένων πακέτων διακοπών. Οσο αδόκιμο κι αν θεωρεί κανείς οποιονδήποτε παραλληλισμό ανάμεσα στη δαρβινική θεωρία της φυσικής επιλογής και στην οικονομία, είναι σαφές πως δεινόσαυροι του διαμετρήματος της Thomas Cook μοιάζουν με απολίθωμα της εποχής του 1960, του 1970 και του 1980. Τότε, ο προγραμματισμός ενός ταξιδιού στο εξωτερικό προϋπέθετε απαραιτήτως μια επίσκεψη σε ένα πρακτορείο τουρισμού και μια διά ζώσης επικοινωνία με το προσωπικό του. Οι εποχές έχουν αλλάξει και το επιχειρηματικό τοπίο είναι παντού ψηφιακό.

Ο όμιλος Thomas Cook, που κατέστησε προσιτές στο ευρύ κοινό τις διακοπές στο εξωτερικό, κατέρρευσε γιατί δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της εποχής του Ιντερνετ. Ισως στην κατάρρευσή του να συνέδραμαν και άλλοι παράγοντες, η υπερχρέωσή του, η ανασφάλεια των Βρετανών για το Brexit, ακόμη και ο καύσωνας του 2018, που τους κράτησε στο εσωτερικό της Βρετανίας. Το καίριο πλήγμα ήταν, όμως, οι προσωποποιημένες διακοπές του είδους «φτιάξ’ το μόνος σου», οι διακοπές που είναι «κομμένες και ραμμένες» στα μέτρα των ταξιδιωτών και κυρίως των νεότερων ηλικιών, καθώς αυτές περιορίζουν σταδιακά τη ζήτηση για οργανωμένα πακέτα διακοπών.

Ο κρότος που προκάλεσε η κατάρρευση του εμβληματικού τουριστικού ομίλου μοιάζει σαν να είναι το άθροισμα των δισεκατομμυρίων «κλικ» με τα οποία οι χρήστες του Ιντερνετ ανά τον κόσμο διασφαλίζουν προσιτή και ικανοποιητική στέγη στο εξωτερικό, φθηνά αεροπορικά εισιτήρια στις ημερομηνίες που ήθελαν, ακόμη και ιδιωτική ξενάγηση. «Η αγορά πακέτων διακοπών έχει συμπιεστεί επειδή είναι πολύ πιο εύκολο πλέον να διαλέξουν οι ενδιαφερόμενοι τις διακοπές που επιθυμούν και σε καλή τιμή», υπογράμμισε μιλώντας στους New York Times ο Τιμ Ντέιβις, διευθυντικό στέλεχος της Pace Dimension, που παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε ταξιδιωτικούς ομίλους για το πώς μπορούν να προσαρμοστούν στον ψηφιακό κόσμο. Σχολιάζοντας την κατάρρευση της Thomas Cook, τόνισε πως την τελευταία δεκαετία κυριαρχούν στην αγορά πλατφόρμες αναζήτησης ξενοδοχείων Expedia και Booking Holdings.

Τη θέση της Thomas Cook έχουν προ πολλού καταλάβει τα μεγάλα ψηφιακά και εικονικά σούπερ μάρκετ του τουρισμού, όπως οι Airbnb, Booking, Expedia, Ryanair, Uber, Tripadvisor, και πολλές άλλες ψηφιακές πλατφόρμες. Δίνουν στους χρήστες του Διαδικτύου την επιλογή να σχεδιάσουν τις διακοπές τους στα μέτρα τους χωρίς να υποστούν τους περιορισμούς ενός οργανωμένου ομαδικού ταξιδιού, και μάλιστα με χαμηλότερο κόστος. Διαδραματίζει, άλλωστε, τον δικό της ρόλο και η Google maps, που δίνει στους χρήστες τη δυνατότητα να διαπιστώσουν στη στιγμή ποια εστιατόρια βρίσκονται σε ακτίνα ολίγων μέτρων από το ξενοδοχείο τους ή ακόμη και να εξακριβώσουν ανά πάσα στιγμή πού ακριβώς βρίσκονται, καθώς η εφαρμογή βρίσκεται στο κινητό τους.    Οπως συνήθως συμβαίνει, οι αριθμοί λένε την αλήθεια: ο αριθμός των 600.000 ταξιδιωτών πελατών της Thomas Cook που βρέθηκαν μετέωροι τις ημέρες μετά την κατάρρευσή της ωχριά μπροστά στα ιλιγγιώδη νούμερα των ψηφιακών μέσων: οι πλατφόρμες Expedia και Booking πωλούν σήμερα 170 εκατομμύρια υπηρεσίες κράτησης δωματίου τον χρόνο, και ο τεράστιος αυτός αριθμός αυξάνεται με διαστημικούς ρυθμούς. Σε ό,τι αφορά, άλλωστε, τον μείζονα αποσταθεροποιητικό παράγοντα για την τουριστική βιομηχανία, την πλατφόρμα βραχυχρόνιας ενοικίασης κατοικιών Airbnb, διασφαλίζει διαμονή σε 1 εκατομμύριο άτομα την ημέρα, νούμερο αδιανόητο ακόμη και για τη μεγαλύτερη αλυσίδα μεγάλων ξενοδοχείων.

Σε ό,τι αφορά τις τιμές της, είναι κατά μέσον όρο από 15% ως 20% χαμηλότερες από εκείνες των ξενοδοχείων της ίδιας περιοχής ή αντίστοιχης ποιότητας. Και βέβαια η Airbnb συγκεντρώνει 103 εκατ. δολάρια μέσα σε 24 ώρες.

Ο Τιμ Τζινς, πρώην γενικός διευθυντής του αερομεταφορέα χαμηλού κόστους Monarch, που πρόλαβε να εγκαταλείψει την εταιρεία του προτού αυτή καταρρεύσει, δήλωσε στο BBC πως οι προσπάθειες της Thomas Cook για αναδιάρθρωση και προσαρμογή στα νέα δεδομένα «ήταν πολύ λίγες και έγιναν πολύ αργά, καθώς η εταιρεία είχε ένα αναλογικό μοντέλο σε έναν ψηφιακό κόσμο». Η βιομηχανία των διακοπών έχει προ πολλού εγκατασταθεί online, αλλά όχι και οι επιχειρήσεις της Thomas Cook, μολονότι ο όμιλος ανακοίνωσε το 2017 τη συμμαχία του με την Expedia. Εξακολούθησε μέχρι την τελευταία ημέρα να βασίζεται κατά κύριον λόγο στα γραφεία του, που απαιτούσαν τη φυσική παρουσία των πελατών του σε αυτά. Συνολικά διατηρούσε πάνω από 600 γραφεία ανά τον κόσμο, εν ολίγοις ένα δίκτυο υψηλού κόστους. «Δεν ήσαν ποτέ αρκετά καλοί στα ψηφιακά μέσα», σχολίασε για την Thomas Cook ο Ραφάτ Αλί, υψηλόβαθμο στέλεχος της Skift, εταιρείας ΜΜΕ με έδρα στη Νέα Υόρκη που παρέχει υπηρεσίες έρευνας και μάρκετινγκ σχετικές με την τουριστική βιομηχανία.

Δυσχέρανε περαιτέρω την κατάσταση η είσοδος των αερομεταφορέων χαμηλού κόστους, όπως οι easyJet, Ryanair και Jet2, στην αγορά των πακέτων διακοπών. Οι αερομεταφορείς αυτοί έχουν αλλάξει το τοπίο στον τομέα των αερομεταφορών, εξωθώντας ακόμη και τις πλέον φημισμένες εταιρείες να μειώσουν τον ναύλο. Και οι κρατήσεις γίνονται πάντα online. Η πτώχευση της Thomas Cook, που κάποιοι έσπευσαν να χαρακτηρίσουν Lehman Brothers της τουριστικής βιομηχανίας και να προεξοφλήσουν ντόμινο στον κλάδο, είναι σίγουρα σημείο των καιρών. Οσο φθίνει το ποσοστό των παλαιότερων γενεών επί του συνόλου του πληθυσμού και όσο αναβαθμίζεται το μορφωτικό επίπεδο των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής τους κατάρτισης, η ζήτηση για πακέτα διακοπών μάλλον θα μειώνεται. Ισως ο κλάδος να αποτελεί στο μέλλον είδος νοσταλγικού vintage για άτομα μιας κάποιας ηλικίας.

«Τσουνάμι» στις μεσογειακές χώρες

Οι κραδασμοί από την κατάρρευση της Thomas Cook θα αποτελέσουν ένα είδος μετασεισμών που θα πλήττουν την τουριστική βιομηχανία ανά τον κόσμο, με ιδιαίτερα έντονες επιπτώσεις σε τουριστικούς προορισμούς σε Ευρώπη και Αφρική. Θα συνεχιστεί, άλλωστε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς αναμένεται να επηρεάσει τα σχέδια των Ευρωπαίων για τις μελλοντικές διακοπές τους.

Στην Ισπανία, η Ενωση Τουριστικών Επιχειρήσεων υπολογίζει πως ανέρχονται σε 200 εκατ. ευρώ οι λογαριασμοί που έχει αφήσει απλήρωτους η Thomas Cook. Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα The Guardian, η Ισπανίδα πολιτικός και εκπρόσωπος της περιοχής της Τενερίφης, Μελίσα Ροντρίγκες, τόνισε πως το πλήγμα μπορεί να είναι ισχυρό για την ισπανική οικονομία και ειδικότερα για τα Κανάρια Νησιά. Μέσα στις επόμενες ημέρες αναμένονταν στα αεροδρόμια της Ισπανίας 525 πτήσεις της Thomas Cook, που θα μετέφεραν στη χώρα κυρίως τουρίστες. Το ισπανικό εργατικό συνδικάτο CGT προειδοποιεί για απώλειες χιλιάδων θέσεων εργασίας στον τουριστικό τομέα. Στη χώρα της Ιβηρικής, η Thomas Cook διαχειρίζεται 63 ξενοδοχεία που απασχολούν 2.500 εργαζομένους.

Ο τουρισμός αντιπροσωπεύει το 40% της απασχόλησης στο ισπανικό αρχιπέλαγος και το 35% της οικονομίας του, που ανέρχεται σε 46 δισ. ευρώ. Ειδικότερα η οικονομία των Καναρίων Νήσων ενδέχεται να πληγεί δυσανάλογα. Οπως, άλλωστε, τόνισε στο Bloomberg ο Χοσέ Μαρία Μαναρίκουα, πρόεδρος της Ενωσης Ξενοδόχων και Τουριστικών Επιχειρήσεων στη Λας Πάλμας, η Thomas Cook έφερνε περίπου το 25% των τουριστών που κατέφθαναν κάθε χρόνο στα Κανάρια Νησιά. Ως εκ τούτου, υπάρχει κίνδυνος μαζικών ακυρώσεων των κρατήσεων σε πολλά από τα ξενοδοχεία της περιοχής. Η πτώχευση του βρετανικού τουριστικού ομίλου κυριολεκτικά απειλεί να συμπαρασύρει σε εξαφάνιση ολόκληρα τμήματα της ισπανικής οικονομίας που εξαρτώνται άμεσα από τα πακέτα διακοπών της Thomas Cook. Σύμφωνα με την κ. Ροντρίγκες, περίπου 4 εκατ. άτομα κατέφθαναν έως τώρα κάθε χρόνο στα Κανάρια Νησιά με την Thomas Cook και εκατοντάδες ξενοδοχεία κινδυνεύουν να πτωχεύσουν αν δεν πληρωθούν μετά την πτώχευσή της.
Στην Τουρκία, άλλωστε, η Thomas Cook έφερε 700.000 τουρίστες από τη Βρετανία από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο. Στα τουριστικά παράλια της Τουρκίας, οι ζημίες από την πτώχευση της εταιρείας αναμένεται να φτάσουν περίπου στα 113 εκατ. ευρώ. «Ηταν ο σημαντικότερος προμηθευτής τουριστών για την περιοχή μας», δήλωσε στο Bloomberg o Μπουλέντ Μπουλμπούλογλου, επικεφαλής της ένωσης ξενοδόχων στα τουρκικά παράλια στο Αιγαίο. Ο ίδιος εκτιμά πως οι ζημίες θα γίνουν αισθητές στο μέλλον, μέσα στα επόμενα τέσσερα με πέντε χρόνια. Οι τουρκικές αρχές εκτιμούν, άλλωστε, πως μπορεί να κινδυνεύουν χιλιάδες θέσεις εργασίας στα τουρκικά ξενοδοχεία. Μιλώντας στον Guardian ο Οσμάν Αγιίκ, πρόεδρος της Ενωσης Τουρκικών Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων, υπογράμμισε πως πολλά ξενοδοχεία θα υποστούν σημαντικές ζημίες. Ο ίδιος τονίζει πως ορισμένα ξενοδοχεία της Τουρκίας εργάζονταν αποκλειστικά με την Thomas Cook, ενώ πολλά δεν έχουν ακόμη πληρωθεί από ταξιδιωτικά γραφεία που έκλεισαν στο παρελθόν.

Στην Κύπρο, ο κλάδος των ξενοδοχείων προβλέπει ζημίες ύψους 175 εκατ. ευρώ. Η Thomas Cook έφερνε κάθε χρόνο στη Μεγαλόνησο 230.000 τουρίστες, που δαπανούσαν περί τα 700 ευρώ ο καθένας κατά μέσον όρο. Στην Τυνησία, άλλωστε, ο υπουργός Τουρισμού, Ρενέ Τραμπέλσι, αναφέρει πως το χρέος της Thomas Cook στα ξενοδοχεία της χώρας ανέρχεται σε 60 εκατ. ευρώ για τη διαμονή πελατών της στη διάρκεια του Ιουλίου και του Αυγούστου. Την ίδια στιγμή, όμως, η Βρετανία ετοιμάζεται να καταβάλει αποζημιώσεις σε ιδιώτες και ξενοδοχεία για τις κρατήσεις που έχουν γίνει μέσω της Thomas Cook. Υπολογίζει πως θα της κοστίσουν 472 εκατ. ευρώ μόνον οι αποζημιώσεις αλλά και οι πληρωμές ποσών που οφείλει η Thomas Cook σε ξενοδοχεία. Εκτιμά, άλλωστε, πως ο επαναπατρισμός των πελατών της Thomas Cook θα της κοστίσει 100 εκατ. στερλίνες, ποσό αντίστοιχο των 112,5 εκατ. ευρώ περίπου.

Είχε ανάλογη πορεία με την ιστορική Kodak, που πτώχευσε το 2012

Οι παλαιότεροι, ίσως με μια δόση νοσταλγίας, θα θυμούνται κάποια άλλα ονόματα της παγκόσμιας βιομηχανίας εξίσου εμβληματικά με την Thomas Cook, που ηγήθηκαν στον κλάδο τους για πάρα πολλά χρόνια, αλλά τώρα ανήκουν στην Ιστορία. Σε κάποιες περιπτώσεις, χάθηκαν στην ίδια παλίρροια στην οποία βυθίστηκε και η Thomas Cook, καθώς η αδυναμία προσαρμογής στα νέα δεδομένα είναι ίσως η συνηθέστερη αιτία που προκαλεί τεκτονικές αλλαγές στη βιομηχανία, οδηγώντας κολοσσούς στον αφανισμό και το καινούργιο στα ύψη. Μια εμβληματική βιομηχανία, αντίστοιχη σε παλαιότητα αλλά και σε κυριαρχία με την Thomas Cook, υπήρξε η Kodak, που οδηγήθηκε στην πτώχευση το 2012 ύστερα από 131 χρόνια κυριαρχίας στην αγορά φωτογραφικών φιλμ και φωτογραφικών μηχανών.

Ο πάλαι ποτέ κολοσσός της φωτογραφίας ανήκει, όπως και η Thomas Cook, στην ατυχή κατηγορία εταιρειών που αντελήφθησαν μεν τη μετάβαση της αγοράς σε μια νέα εποχή και τις αλλαγές που αυτή η νέα εποχή έφερνε στον κλάδο τους, κατέβαλαν προσπάθειες και επένδυσαν για να προσαρμοστούν, αλλά απέτυχαν. Η αποτυχία τους συχνά οφείλεται στην αδυναμία τους να αλλάξουν επιχειρηματικό μοντέλο. Η Thomas Cook επέμεινε σε ένα δαπανηρό και δυσλειτουργικό για τις νεότερες γενιές δίκτυο καταστημάτων που βασιζόταν στη φυσική επαφή και στην τηλεφωνική επικοινωνία με την πελατεία. Η Kodak δημιούργησε πρώτη μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή και επένδυσε στην τεχνολογία, καθώς αντελήφθη ότι το μέλλον της φωτογραφίας ήταν ηλεκτρονικό. Δεν αποδέχθηκε, όμως, ότι το μέλλον θα ήταν οι online φωτογραφίες και όχι η εκτύπωση των ψηφιακών φωτογραφιών.

Η Κodak ήταν όντως η εταιρεία που το 1975 δημιούργησε την πρώτη ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, έστω κι αν ήταν μεγάλη, βαριά και δυσκίνητη. Στη συνέχεια, επένδυσε δισεκατομμύρια δολάρια στον τομέα της ψηφιακής φωτογραφίας. Αυτό συνέχισε να κάνει και τη δεκαετία του 1990, και στις αρχές της νέας χιλιετίας η διοίκηση της εταιρείας δεσμεύθηκε να επενδύσει τα 2/3 του προϋπολογισμού της έρευνας σε ψηφιακά προγράμματα. Μέχρι το 2005 ήταν η κορυφαία μάρκα ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών στις ΗΠΑ. Προσπαθούσε, όμως, να αναπαραγάγει το επιτυχημένο της μοντέλο και να το προσαρμόσει στην ψηφιακή εποχή. Οπως αναφέρουν πρώην στελέχη της στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Kodak εγκατέστησε 10.000 ψηφιακά περίπτερα εκτύπωσης σε καταστήματα συνεργατών της, προκειμένου να προωθήσει την ψηφιακή εκτύπωση φωτογραφιών. Την ίδια στιγμή, οι ανταγωνιστές της δημιουργούσαν προϊόντα που οδηγούσαν στην ανάπτυξη της ψηφιακής φωτογραφίας.

Και βέβαια, όπως ακριβώς έκανε η Thomas Cook με την εξαγορά της Expedia, έτσι και η Kodak κατέβαλε προσπάθεια να μπει στην online αγορά. Προτού ακόμη αναπτυχθούν τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, εξαγόρασε την online photo sharing υπηρεσία Ofoto. Προσπάθησε, όμως, να τη χρησιμοποιήσει για να ενθαρρύνει τους χρήστες της Ofoto να εκτυπώνουν περισσότερες φωτογραφίες και τελικά αναγκάστηκε να την πουλήσει το 2012 έναντι 25 εκατομμυρίων δολαρίων. Τότε το Facebook εξαγόραζε το Instagram έναντι 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων. Οι καιροί είχαν αλλάξει.

Πηγή: Kathimerini.gr