Αλλάζει άρδην το σκηνικό για την άσκηση επαγγέλματος και επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η μείωση των συντελεστών στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος αλλά και το νέο σύστημα υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών θα φέρουν πολύ μεγάλες ελαφρύνσεις για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις ατομικές επιχειρήσεις, ενώ σαφώς ευνοϊκότερο γίνεται το περιβάλλον για τις προσωπικές εταιρείες, ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες.
Οσο για τις επιχειρήσεις, θα δουν την επιβάρυνση να μειώνεται ακόμη και κατά 45% μέσα στην επόμενη διετία. Η αυτοαπασχόληση γίνεται και πάλι ελκυστική, καθώς, ειδικά για τους νέους επαγγελματίες, θα αρκεί να καταβάλλεται το 20% του εισοδήματος και με αυτό τον τρόπο θα καλύπτονται οι υποχρεώσεις και απέναντι στην εφορία και απέναντι στο ασφαλιστικό ταμείο. Στην πράξη θα φανεί αν αυτή η αλλαγή –η οποία μπορεί να γίνει ακόμη πιο αισθητή στο άμεσο μέλλον καθώς η κυβέρνηση θέλει να προχωρήσει στην κατάργηση και του τέλους επιτηδεύματος– θα αυξήσει ακόμη περισσότερο τον αριθμό των αυτοαπασχολουμένων.
Η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης μακράν της δεύτερης χώρας, καθώς οι 3 στους 10 δεν έχουν… κανέναν πάνω από το κεφάλι τους. Στην πράξη, επίσης, θα φανεί αν αυτή η «επίθεση φιλίας» της κυβέρνησης με μειώσεις φόρων, εισφορών και λοιπές επιβαρύνσεις θα φέρει και αύξηση των δηλωθέντων κερδών τα οποία υποχωρούν συνεχώς ειδικά μετά το 2016, οπότε και έγινε η «σύνδεση» των ασφαλιστικών εισφορών με το δηλωθέν εισόδημα.
Η ριζική αλλαγή του σκηνικού αποτυπώνεται μέσα από τα ακόλουθα στοιχεία:
Ο νέος επαγγελματίας θα φορολογείται με συντελεστή 4,5% αν τα ακαθάριστα έσοδά του δεν υπερβαίνουν τις 10.000 ευρώ, ενώ οι ασφαλιστικές του εισφορές θα ανέρχονται σε μόλις 130 ευρώ τον μήνα. Ετσι για ακαθάριστα έσοδα (που θα είναι ταυτόχρονα και καθαρά κέρδη) 10.000 ευρώ, κατά τα πρώτα τρία χρόνια ο νέος επαγγελματίας θα πληρώνει μόλις 2.010 ευρώ για φόρους και εισφορές, ενώ κατά τον 4ο και 5ο χρόνο θα επιβαρύνεται με 2.460 ευρώ. Ο συνολικός συντελεστής επιβάρυνσης δηλαδή, θα είναι της τάξεως του 20%-24%.
Ο ελεύθερος επαγγελματίας με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας θα διαπιστώσει ότι μπορεί να καταβάλει μόλις το 33% των κερδών του για φόρους και εισφορές, όταν μέχρι και φέτος, χρειάζεται να πληρώνει το 46% ή και ακόμη περισσότερο. Ετσι, επαγγελματίας με καθαρά κέρδη 20.000 ευρώ θα διαθέτει 3.100 ευρώ για φόρους και 2.640 ευρώ για εισφορές (220 επί 12) ή 6.566 ευρώ συνολικά μαζί με τέλος επιτηδεύματος και εισφορά αλληλεγγύης. Δηλαδή, αντί για 9.282 ευρώ που πληρώνει φέτος, θα καταβάλει 6.566 ευρώ ή 2.716 ευρώ λιγότερα. Στις 30.000 ευρώ κέρδους, το όφελος είναι 4.844 ευρώ και ο συντελεστής επιβάρυνσης μειώνεται από το 49% στο 33%, ενώ για κέρδη 60.000 ευρώ το όφελος φτάνει στις 11.228 ευρώ και ο συντελεστής επιβάρυνσης μειώνεται από το 59% στο 41%.
Η ομόρρυθμη και η ετερόρρυθμη επιχείρηση θα ωφεληθούν διπλά και από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και από τη μείωση του φορολογικού συντελεστή από 29% στο 24%. Με 220 ευρώ τον μήνα υποχρεωτικές εισφορές, και 24% συντελεστή, μια εταιρεία με κέρδη 50.000 ευρώ και δύο εταίρους, θα πληρώνει 17.280 ευρώ σε φόρους και εισφορές αντί για 24.640 ευρώ που ήταν η επιβάρυνση μέχρι τώρα.
Πλέον, η τάση μετατροπής όλων των επιχειρήσεων σε Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες (ΙΚΕ) μπορεί και να ανακοπεί. καθώς οι ΙΚΕ ναι μεν άφηναν παράθυρο αποφυγής των υψηλών εισφορών. αλλά συνεπάγονταν και αυξημένα κόστη λόγω της τήρησης διπλογραφικών βιβλίων, «ταμείου», δημοσίευσης ισολογισμού κ.λπ.
Σε χρονικό ορίζοντα 18 μηνών η εφαρμογή των ελαφρύνσεων
Για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις ατομικές επιχειρήσεις θα χρειαστούν περίπου 18 μήνες για να ξεδιπλωθεί το σχέδιο μείωσης των συνολικών βαρών. Το 2020 θα ξεκινήσει με το νέο καθεστώς υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών.
Πιο αναλυτικά, όσοι δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα κάτω των 8.000 ευρώ –οι οποίοι σήμερα πληρώνουν μόνο την ελάχιστη εισφορά των 186 ευρώ τον μήνα– θα υποστούν επιβάρυνση, καθώς η ελάχιστη ασφαλιστική εισφορά προγραμματίζεται να αυξηθεί στα 220 ευρώ τον μήνα.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως αυτή η «ζημία» των 34 ευρώ τον μήνα θα υπερκαλυφθεί τον Ιούλιο του 2021 όταν θα γίνει η εκκαθάριση του φόρου. Επαγγελματίας με εισόδημα 7.000 ευρώ, θα έχει πληρώσει ασφαλιστικές εισφορές 2.640 ευρώ το 2020 αντί για 2.232 ευρώ που είναι οι φετινές ασφαλιστικές εισφορές και η «αποζημίωση» θα έρθει το 2021, έτος κατά το οποίο ο φόρος θα μειωθεί από τα 1.540 ευρώ, στα 630 ευρώ.
Ετσι, ο συνολικός λογαριασμός θα δείξει όφελος 502 ευρώ. Οι υπόλοιποι επαγγελματίες που δηλώνουν πάνω από 10.000 ευρώ θα κερδίσουν και το 2020 και το 2021. Την πρώτη χρονιά θα πληρώσουν λιγότερες ασφαλιστικές εισφορές και τη δεύτερη χρονιά λιγότερους φόρους.
Αυτοαπασχολούμενοι οι τρεις στους δέκα
Η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία αυτοαπασχολουμένων ως ποσοστό του συνολικού αριθμού εργαζομένων, κάτι που αποτυπώνεται και στα επίσημα στοιχεία της Eurostat. Στους 10 απασχολουμένους, οι 3 δεν έχουν «κανέναν πάνω από το κεφάλι τους» και αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Από όλες τις χώρες-μέλη, μόνο στην Ιταλία η αναλογία των αυτοαπασχολουμένων προς το σύνολο των εργαζομένων ξεπερνά το 20% (διαμορφώνεται στο 21,51%), ενώ υπάρχουν χώρες όπως το Λουξεμβούργο, η Σουηδία και η Δανία όπου το ποσοστό συμμετοχής των αυτοαπασχολουμένων στο σύνολο των εργαζομένων είναι μονοψήφιο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου έγιναν πολλές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς με αντικείμενο τη συγκεκριμένη ελληνική «πρωτιά». Μια πρωτιά η οποία δεν χάθηκε ούτε τα τελευταία τρία χρόνια κατά τα οποία οι αυτοαπασχολούμενοι δέχτηκαν «επίθεση» τόσο με την κατακόρυφη αύξηση των φόρων όσο (κυρίως) με τις ασφαλιστικές εισφορές. Οπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, οι αυτοαπασχολούμενοι ήταν 1,105 εκατ. στο τέλος του 2016 και αυξήθηκαν σε 1,139 εκατ. στο τέλος του 2018.
Φυσικά, η αναλογία τους ως προς το συνολικό αριθμό απασχολουμένων μειώθηκε σε αυτή την 3ετία εξαιτίας του ότι η μείωση της ανεργίας στη χώρα στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο σε μισθωτές θέσεις εργασίας (κατά κύριο λόγο χαμηλά αμειβόμενες). Ετσι, από το 2016 έως το 2018, καταγράφηκε πολύ μικρή μείωση της αναλογίας των αυτοαπασχολουμένων από το 30,13% που ήταν το 2016, στο 29,8% το 2018.
Πολλοί περίμεναν –μεταξύ αυτών και οι εκπρόσωποι των θεσμών– ότι η κατακόρυφη αύξηση των επιβαρύνσεων για τους αυτοαπασχολουμένους θα οδηγούσε και σε συρρίκνωση του αριθμού τους. Τα χτυπήματα δεν ήταν λίγα: καταργήθηκε το αφορολόγητο, επιβλήθηκε το τέλος επιτηδεύματος, καταργήθηκε το αυτοτελές σύστημα φορολόγησης που προέβλεπε συντελεστές 26% και 33% για να αντικατασταθεί με κλίμακα η οποία προέβλεπε συντελεστές από 22% έως και 45%, ενώ συνδέθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές με το εισόδημα, με αποτέλεσμα να καταλήγει στον ΕΦΚΑ ποσοστό ακόμη και 26,95% του εισοδήματος (ή και ακόμη υψηλότερο για όσους είχαν κάλυψη για επικουρική σύνταξη και εφάπαξ).
Οπως προκύπτει και από τα επίσημα στοιχεία, η μείωση του αριθμού δεν έγινε. Αυτό που συνέβη –όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων–ήταν η κατακόρυφη μείωση των δηλωθέντων εισοδημάτων. Ετσι, τα τουλάχιστον 5,5 δισ. ευρώ που εμφανίζονταν στις φορολογικές δηλώσεις του 2017, έγιναν κοντά στα 3 δισ. ευρώ φέτος με τη μείωση να ξεπερνά το 40%. Δηλαδή, η «απάντηση» των επαγγελματιών στην επίθεση, ήταν η μείωση της φορολογητέας ύλης.
Πηγή: kathimerini.gr