Ο Μάριο Ντράγκι θα προεδρεύσει σήμερα για τελευταία φορά της συνεδρίασης της ΕΚΤ εν μέσω σφοδρής αντιπαράθεσης για τα αντισυμβατικά όπλα της υπερβολικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής. Η Societe Generale σχολίαζε χθες πως συνειδητοποιούμε πια πως αυτά ήρθαν να μείνουν για μία δεκαετία. Η JPMorgan πριν από λίγο καιρό προειδοποιούσε πως τα αρνητικά επιτόκια θα είναι «κανονικότητα» στην ζώνη του ευρώ για ακόμη οκτώ χρόνια. Και αυτή όσο και εάν θεωρείται ευλογία από κάποιους, φοβίζει περισσότερους.
Οι κυβερνήσεις δεν κρύβουν την ανακούφιση για τη δυνατότητα να δανειστούν με εξαιρετικά χαμηλό κόστος ή ακόμη και να βλέπουν τους επενδυτές να τις πληρώνουν για να τις χρηματοδοτήσουν. Ταυτόχρονα όμως έχουν πολλούς λόγους να ανησυχούν.
Η Ελλάδα είναι ίσως από τις λίγες εξαιρέσεις, για την οποία η εποχή αυτή του υπερβολικά φθηνού χρήματος έρχεται πραγματικά την κατάλληλη στιγμή, με τη ζυγαριά να γέρνει σαφώς προς το όφελος παρά προς το κόστος.
Η επανέκδοση του 10ετους με επιτόκιο 1,5% και η πώληση τρίμηνων εντόκων με αρνητικό επιτόκιο ήταν μάλλον μόνο η αρχή. Η απόδοση του 10ετους κινείται ήδη στα επίπεδα του 1,27%- 1,29%.
Και ενώ τα αρνητικά επιτόκια σημαίνουν κόστος για τη διατήρηση του μαξιλαριού ρευστότητας (υπολογίζεται έως και 500 εκατ. ευρώ), η δραστική μείωση του κόστους δανεισμού, η βελτίωση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και η αξιοποίηση αυτού του «χαρτιού» στη διαπραγμάτευση για τα πρωτογενή πλεονάσματα σίγουρα υπερισχύουν. Αν δε συνοδευθούν και από την κατάκτηση της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας, το κέρδος πολλαπλασιάζεται.
Για χώρες όπως η Ελλάδα ή και η Ιταλία ο φόβος έχει κυρίως να κάνει με το να μην πέσουν πάλι στην παγίδα.
Ο υπερβολικά φθηνός, άφθονος δανεισμός, που μας χάριζε η συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη, ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην υπερχρέωση κράτους και νοικοκυριών. Αυτό όμως τώρα είναι μάλλον περίεργο να το συζητάμε σε μία περίοδο κατά την οποία το δημόσιο επανασυστήνεται στις αγορές χρέους και ο ιδιωτικός τομέας παλεύει ακόμη με την πιστωτική συρρίκνωση.
Για όλους τους υπόλοιπους το υπερβολικά φθηνό χρήμα και ειδικά τα αρνητικά επιτόκια γεννούν πολύ περισσότερες ανησυχίες.
Οι επικριτές των Draghinomics υποστηρίζουν ότι η πολιτική αυτή πληγώνει τους Ευρωπαίους αποταμιευτές και ειδικά τους συνταξιούχους, καταστρέφοντας κάθε ευκαιρία για απόδοση από τα χρήματα που μάζεψαν με κόπο μια ζωή. Ενδεικτικό το σχόλιο της Bild στις 13 Σεπτεμβρίου «Count Draghila is sucking our accounts dry» (Ο Κόμης Ντράγκιλα ρουφάει τους λογαριασμούς μας)
Σε έκθεση της η Deutsche Bank υπολόγιζε ότι τα χαμηλά επιτόκια στοιχίζουν στους Ευρωπαίους αποταμιευτές περί τα 160 δισ. ευρώ ετησίως.
Εντονότατη είναι βεβαίως και η συζήτηση για τις επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Τα αρνητικά επιτόκια είναι τιμωρητικά και ακόμη και τα πολύ χαμηλά σε θετικό έδαφος συρρικνώνουν τα περιθώρια κέρδους. Αυτό με τη σειρά του μπορεί τελικά να αποθαρρύνει παρά να παρακινήσει στο να ρίξουν νέο χρήμα στην αγορά.
Το φθηνό χρήμα φοβούνται και όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις στις αγορές ακινήτων. Σε όσες δεν είναι απλώς μία ευκαιρία αναθέρμανσης, είναι ένας κίνδυνος φούσκας. Σύμφωνα με το δείκτη Global Real Estate Bubble της UBS, εκπέμπουν ήδη SOS πόλεις όπως το Μόναχο, το Άμστερνταμ και η Φραγκφούρτη- έδρα της ΕΚΤ. Ο ίδιος ο Ντράγκι αναγνώρισε πρόσφατα τον κίνδυνο φούσκας στη ζώνη του ευρώ. Αλλά εξήγησε επίσης, όπως έχει επανειλημμένα κάνει, πως η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική είναι εν μέρει αποτέλεσμα της αδράνειας στο μέτωπο της δημοσιονομικής. Πριν πυροβολήσουν τον ίδιο οι κυβερνήσεις ας κοιτάξουν στον καθρέφτη.
Πηγή: Εφημερίδα Ναυτεμπορική