Μηνύματα των διεθνών αναλυτών για νέες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας από τους οίκους, η πρώτη αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών μετά από χρόνια, αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών και γενικότερα ένα μπαράζ θετικών εκθέσεων μετά και την τιτλοποίηση-μαμούθ της Alpha Bank, έκαναν τον γύρο της αγοράς την περασμένη εβδομάδα αλλά δεν… εισακούστηκαν από το ταμπλό. Οι 900 μονάδες έχουν αποδειχθεί ως ένα ανυπέρβλητο οχυρό για τον Γενικό Δείκτη καθώς, κάθε φορά που πάει να τις προσεγγίσει, οι πωλητές παίρνουν κεφάλι και τον προσγειώνουν χαμηλότερα και σε ασφαλή “απόσταση”. Εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς, λοιπόν, ότι το Χ.Α. βλέπει τους θετικούς καταλύτες να περνούν χωρίς να το… ακουμπούν.
Ωστόσο, η αντίδραση αυτή της αγοράς –ή η μη αντίδραση καλύτερα– δεν σημαίνει πως αυτοί οι καταλύτες δεν αναμένεται να κεφαλαιοποιηθούν στο μέλλον. Όπως έχει αναφέρει το “Κ”, καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του έτους, οι διαχειριστές κεφαλαίων κλείνουν τα βιβλία τους για τη χρονιά και δεν προχωρούν σε μεγάλες αλλαγές στις θέσεις τους και κυρίως δεν αυξάνουν το ρίσκο στα χαρτοφυλάκια τους (μετοχές= risk assets), και αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί η αγορά έχει “αδρανοποιηθεί” μετά την επιστροφή της στα επίπεδα (σχεδόν) του Ιουλίου, εκεί όπου σταμάτησε το ράλι.
Όλα όμως δείχνουν πως οι προοπτικές για την Ελλάδα και για τις ελληνικές μετοχές είναι απόλυτα θετικές, τη στιγμή που οι επόμενοι μήνες είναι αρκετά αβέβαιοι για τις διεθνείς αγορές δεδομένου και του αστάθμητου παράγοντα της εμπορικής διαμάχης, ο οποίος θα συνεχίσει να έχει… σκαμπανεβάσματα έως τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το φθινόπωρο του 2020, με τον Τραμπ να συνεχίζει να κάνει… επίδειξη δύναμης.
Ασφαλώς το Χ.Α. επηρεάζεται από το διεθνές κλίμα, ωστόσο η σταθερή υπεραπόδοσή του φέτος σε σχέση με όλους τους διεθνείς δείκτες (παραμένει πρώτο σε κέρδη από τις αρχές του έτους με 45% έναντι του +36% του δεύτερου που είναι η Ρωσία) δείχνει πως έχει “απόθεμα” δυνάμεων. Έτσι, σύμφωνα και με παράγοντες της αγοράς, τα ξένα χαρτοφυλάκια αναμένεται και πάλι να βάλουν στο ραντάρ τους την Ελλάδα όταν θα “καταστρώσουν” τη στρατηγική τους για το νέο έτος.
Τurnaround story
Ήδη η Ελλάδα έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι αποτελεί το καλύτερο turnaround story όχι μόνο στην Ευρωζώνη αλλά και στο περιβάλλον των αναδυόμενων αγορών. Το γεγονός πως αυτή τη στιγμή κατατάσσεται ως emerging market στις στρατηγικές των ξένων χαρτοφυλακίων έχει λειτουργήσει ιδιαίτερα θετικά. Είναι μία αγορά που έχει την “ασφάλεια” του ευρώ – έναντι των έντονων διακυμάνσεων και κινδύνων που μπορεί να περιέχουν τα νομίσματα πολλών αναπτυσσόμενων οικονομιών– ενώ ξεκινά από μια πολύ χαμηλή βάση λόγω των πολλών ετών υπό την κυριαρχία των μνημονίων, και έτσι έχει ισχυρές βάσεις “ελατηρίου”.
Ανάλογη είναι και η ελκυστικότητα του ελληνικού ETF GREK το οποίο επίσης υπεραποδίδει φέτος (+40%) καθώς συνδυάζει την έκθεση σε Ευρωζώνη και αναδυόμενες αγορές, και ειδικά σε μία αγορά η οποία “επιστρέφει” στον επενδυτικό χάρτη, όπως η Ελλάδα.
Όλα τα παραπάνω εξηγούν και το ιδιαίτερα ισχυρό μήνυμα που έστειλε την περασμένη εβδομάδα η HSBC, η οποία και αποτέλεσε τον πρώτο επενδυτικό οίκο που εδώ και πολύ καιρό αναβάθμισε το ελληνικό Χρηματιστήριο. Όπως τόνισε η βρετανική τράπεζα, πλέον τηρεί στάση overweight για το Χρηματιστήριο Αθηνών από neutral, υποβαθμίζοντας παράλληλα τη στάση της για την αγορά της Αιγύπτου σε neutral. Αυτή της η κίνηση οδηγήθηκε από την εικόνα των θεμελιωδών μεγεθών των δύο αγορών και εκτιμά πως η ελληνική αγορά έχει μεγαλύτερη αξία. Παράλληλα επεσήμανε πως τα μακροοικονομικά stories των δυο χωρών κινούνται πλέον σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις, με την Ελλάδα να προχωρά με σημαντική πρόοδο σε ένα πολύ πιο θετικό περιβάλλον. Έτσι, οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών είναι πολύ πιο ελκυστικές και οι τοποθετήσεις στην ελληνική αγορά αναμένεται να δώσουν πολύ μεγαλύτερη αξία στους επενδυτές.
Η εκλογή μιας φιλικής προς τις επιχειρήσεις κυβέρνησης και η ενίσχυση της ανάπτυξης φαίνεται να έχουν βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους, γεγονός που σημαίνει ότι οι προοπτικές των ελληνικών μετοχών είναι αξιοσημείωτα βελτιωμένες. Σε ό,τι αφορά τις αποτιμήσεις, δεν είναι φθηνές, αλλά η βάση κερδοφορίας είναι χαμηλή και έχει τη δυνατότητα να βελτιωθεί έντονα, κατά την άποψη της HSBC. Το εκτιμώμενο P/E για το 2019 είναι στο 15,4x και οι εκτιμήσεις για την αύξηση των κερδών για το 2019 και το 2020 τοποθετούνται στο 17% και στα δύο έτη. Επίσης, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν υποχωρήσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα και κοντά στο 1,5% έναντι 14,0% των ομολόγων της Αιγύπτου, ενώ το κόστος ιδίων κεφαλαίων στις ελληνικές εισηγμένες αναμένεται να μειωθεί στο επόμενο διάστημα και στο σύνολο του έτους.
Οι εκτιμήσεις της Citi
Είναι χαρακτηριστικό πως με μερισματική απόδοση στο 2,7% (σύμφωνα με τα στοιχεία της Citigroup) και με την πολύ υψηλή εκτιμώμενη αύξηση των κερδών ανά μετοχή (στο 55,7% τοποθετεί την αύξηση των κερδών ανά μετοχή η Citi φέτος και στο 25,4% του χρόνου), το ελληνικό Χρηματιστήριο δείχνει ότι έχει πολύ ισχυρές προοπτικές να προσφέρει κέρδη και αποτελεί μαγνήτη των χαρτοφυλακίων που κυνηγούν τις αποδόσεις αλλά και εκείνων που έχουν μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, τα οποία και αποτελούν το μεγάλο ζητούμενο για την ελληνική αγορά έτσι ώστε να βγει από την “παγίδα” της χαμηλής ρευστότητας που έχει εγκλωβιστεί για μήνες.
Επιπλέον, η “αναθέρμανση” που παρατηρείται στο μέτωπο των αυξήσεων κεφαλαίου από τις εισηγμένες, λόγω και της βελτίωσης του κλίματος στην οικονομία, αναμένεται να λειτουργήσει ενισχυτικά για τον τζίρο της αγοράς, με τους αναλυτές να εκτιμούν πως το 2020 θα υπάρξει έντονη κινητικότητα. Πρώτη στη… λίστα είναι η μεγάλη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Lamda Development η οποία θα διαμορφωθεί στα 650 εκατ. ευρώ, ενώ σημαντικές αυξήσεις κεφαλαίου ετοιμάζουν η Prodea (500 εκατ. ευρώ), η Trastor (73 εκατ. ευρώ) και η BriQ Properties (50 εκατ. ευρώ).
Αναβαθμίσεις προσεχώς
Μετά τις εκλογές, οι οίκοι αξιολόγησης εμφανίστηκαν αρκετά φειδωλοί σε ό,τι αφορά τις αξιολογήσεις τους για την Ελλάδα, παρά τη σημαντική βελτίωση των προοπτικών της χώρας, μία… αδικία που… εντόπισε η αγορά και έτσι επιβράβευσε τα ελληνικά ομόλογα με ιστορικά χαμηλές αποδόσεις. Η S&P ήταν η μόνη που αναβάθμισε το rating της Ελλάδας, με τις Moody’s και Fitch να παραμένουν σε στάση αναμονής και την DBRS να αναβαθμίζει μόνο το outlook σε θετικό. Οι οίκοι περίμεναν πρώτα να δουν χειροπιαστά αποτελέσματα της πολιτικής της νέας κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη και τις επενδύσεις καθώς και τη διαχείριση του χρέους, και έτσι επέλεξαν να περιμένουν.
Ωστόσο, αυτό το σκηνικό της αναμονής θα αλλάξει το νέο έτος και ειδικά στο α’ τρίμηνο όταν οι οίκοι αξιολόγησης δώσουν τα νέα reviews τους για την Ελλάδα. Τότε θα έχουν και τα απτά αποτελέσματα της πολιτικής της κυβέρνησης με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, την εφαρμογή του σχεδίου “Ηρακλής” για τη μείωση των “κόκκινων” δανείων των τραπεζών και άλλες δράσεις στο μέτωπο των επενδύσεων και της ανάπτυξης.
Όπως άλλωστε επισημαίνει η Morgan Stanley, το επόμενο διάστημα θα έλθουν αναβαθμίσεις της Ελλάδας. Ο ρυθμός ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας στο πρώτο εξάμηνο του έτους την έχει εκπλήξει και το μομέντουμ, όπως επισημαίνει, έχει επιταχυνθεί. Η περαιτέρω δομική βελτίωση θα παίξει σημαντικό ρόλο για την πορεία των αξιολογήσεων της Ελλάδας από τους οίκους, των οποίων η τάση είναι ανοδική, και θα καθορίσει επίσης τις πιθανότητες για μελλοντική ένταξη στο QE, σημειώνει χαρακτηριστά.
Θα χρειαστεί λίγος χρόνος πριν ο αντίκτυπος οποιωνδήποτε μέτρων πολιτικής γίνει πιο ορατός και χειροπιαστός. όπως τονίζει η Morgan Stanley κι εκτιμά ότι η ενίσχυση του οικονομικού κλίματος μπορεί να οδηγήσει σε ταχύτερη κατανάλωση και αύξηση των επενδύσεων. Επίσης, παρόλο που η ασθενής ανάπτυξη στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι ένας κίνδυνος για την ελληνική οικονομία, ωστόσο η εγχώρια ανάκαμψη μπορεί να αποδειχθεί ισχυρότερη από τις εκτιμήσεις, ενώ δεν υπάρχουν σημαντικοί εγχώριοι πολιτικοί κίνδυνοι.
Τράπεζες: Διαφοροποιείται η στάση των μεγάλων ξένων οίκων
Η επενδυτική κοινότητα έχει αντιμετωπίσει με σκεπτικισμό τον τραπεζικό κλάδο τους τελευταίους μήνες, με το ΔΝΤ να συνεχίζει και τώρα να αναφέρεται με απαισιοδοξία για τον κλάδο. Όμως, οι επενδυτικοί οίκοι αρχίζουν πλέον να διαφοροποιούνται με την J.P. Morgan πριν από μερικές ημέρες να δηλώνει ότι θεωρεί πως με τον “Ηρακλή” αλλάζουν τα δεδομένα για τις τράπεζες, την HSBC να δηλώνει πως οι “αρκούδες” που απαισιοδοξούν για τις προοπτικές του κλάδου δεν είναι δικαιολογημένες και έτσι συστήνει στους επενδυτές “αγορά” και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, ενώ με μπαράζ εκθέσεών τους οι αναλυτές εξέφρασαν την ψήφο εμπιστοσύνης που δίνουν στην επιτάχυνση των τιτλοποιήσεων που προχωρούν οι ελληνικές τράπεζες με αφορμή και το σχέδιο Galaxy της Alpha Bank.
Συγκεκριμένα, όπως τόνισε η HSBC, οι τράπεζες είναι ο καλύτερος τρόπος να τοποθετηθεί κανείς στο story του ελληνικού Χρηματιστηρίου, καθώς η αγορά θα συνεχίσει να εκπλήσσεται θετικά από τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες προχωρά η ελληνική κυβέρνηση, με θετικές αναθεωρήσεις των μακροοικονομικών προοπτικών και των θεμελιωδών στοιχείων των τραπεζών. Όπως εκτιμά, οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να έχουν καλές επιδόσεις κερδοφορίας και ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, ενώ η δράση πολιτικής θα μετριάσει τις ανησυχίες της αγοράς για την ποιότητα των κεφαλαίων και την πιθανή αρνητική επιτάχυνση των σχεδίων γύρω από τα NPEs. Όπως επισημαίνει, το κλίμα γύρω από την Ελλάδα συνεχίζει να βελτιώνεται, με την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και τους δείκτες οικονομικού κλίματος να αυξάνονται, τα spreads των ελληνικών ομολόγων να συρρικνώνονται και τις τιμές των ακινήτων να σημειώνουν άνοδο.
Έτσι, όπως τονίζει η βρετανική τράπεζα, μία πιο θετική στάση για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες είναι απόλυτα δικαιολογημένη τη στιγμή που οι τιμές των τραπεζικών μετοχών έχουν μείνει “πίσω”.
Όπως επισημαίνει η Pantelakis Securities, οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να επιτύχουν τους ολοένα και πιο απαιτητικούς στόχους μείωσης των NPEs με τρόπο φιλικό προς τους μετόχους. Ευτυχώς, ένα βελτιωμένο εγχώριο μακροοικονομικό περιβάλλον και η ανάκαμψη των τιμών των ελληνικών ακινήτων θα λειτουργήσουν υποστηρικτικά στη διαδικασία. Οι λεπτομέρειες του σχεδίου “Ηρακλής” (ειδικά η κρίσιμη υπόθεση για μηδενικό ρίσκο) και η τελική τιμολόγηση της συναλλαγής του Cairo της Eurobank (που αποτελεί σημαντικό προηγούμενο για τα ελληνικά προβληματικά assets) θα αποτελέσουν τις βασικές εξελίξεις που θα παρακολουθεί η αγορά.
Αγορά ομολόγων
Η αγορά ομολόγων αναμένεται και το 2020 να αποτελέσει ισχυρό στήριγμα για το Χ.Α. Το πρόσφατο sell-off αποδείχθηκε βραχυπρόθεσμο, όπως είχε προειδοποιήσει το “Κ” του προηγούμενου Σαββάτου, με τις αποδόσεις των 10ετών ελληνικών κρατικών τίτλων επιστρέφουν κάτω από το 1,4% την περασμένη εβδομάδα από το 1,59% που είχαν αγγίξει στις 15 Νοεμβρίου.
Σημαντικό μέρος των πιέσεων που προηγήθηκαν είχαν να κάνουν σύμφωνα με πληροφορίες του “Κ”, με τις ρευστοποιήσεις στις οποίες προχώρησαν πολλά hedge funds. “Τα hedge funds μείωσαν την έκθεσή τους στο ρίσκο καθώς κλείνουν τα βιβλία τους για το έτος, κάτι που παραδοσιακά συμβαίνει τον Νοέμβριο”, σχολιάζουν διαχειριστές κεφαλαίων. Αυτό εξηγεί και το βαρύ sell-off που σημειώθηκε τις προηγούμενες ημέρες και στα ιταλικά ομόλογα.
Σύμφωνα και με τη Nordea Asset Management, οι πιέσεις στα ελληνικά ομόλογα ήταν πιθανότατα αποτέλεσμα των “stress tests” των διαχειριστών κεφαλαίων, των hedge funds και των τραπεζών οι οποίοι εκμεταλλεύονται την ιστορικά αρνητική σχέση μεταξύ της απόδοσης των ελληνικών ομολόγων και του ρίσκου. “Δεν αναμένουμε αυτές οι πιέσεις να συνεχιστούν. Αυτό που αναμένουμε είναι ότι το κυνήγι αποδόσεων θα επανέλθει και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα υποχωρήσουν περαιτέρω”. Σύμφωνα με τη Nordea, άλλωστε, το 2020 τα ελληνικά ομόλογα αναμένεται να συνεχίσουν να έχουν πολύ καλές επιδόσεις, ενώ όπως εκτιμά η Danske Bank, τον Ιανουάριο τα spreads θα αρχίσουν και πάλι να μειώνονται έντονα.
Σημαντικό ρόλο σε αυτό, όπως επισημαίνουν αναλυτές, θα παίξουν και οι κινήσεις διαχείρισης χρέους στις οποίες θα προχωρήσει ο ΟΔΔΗΧ, αυξάνοντας τη ρευστότητα της αγοράς.
Πηγή: Capital.gr