Λιγότερα κατά περίπου 3.500 σε σύγκριση με το 2010 ήταν το 2018 τα καταστήματα τροφίμων στην Ελλάδα, με την κρίση να επιδρά καταλυτικά σε μικρές αλλά και σε επιχειρήσεις – κολοσσούς του κλάδου. Εκτός από τα «λουκέτα», η μείωση του αριθμού των καταστημάτων καταδεικνύει τη συγκέντρωση στον κλάδο του λιανεμπορίου τροφίμων, η οποία έλαβε δύο μορφές: συγχωνεύσεις και εξαγορές μεγάλων αλυσίδων και στροφή των καταναλωτών από τα μεμονωμένα καταστήματα τροφίμων στα σούπερ μάρκετ, κυρίως λόγω των εκτεταμένων προσφορών και των χαμηλότερων τιμών που μπορούν να παρέχουν τα τελευταία.
Πάντως, ο βαθμός συγκέντρωσης του λιανεμπορίου τροφίμων παραμένει χαμηλός σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (υπολογίζεται σε 57% έναντι 70%-80% στην Ευρώπη), φαινόμενο που οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους: στον κατακερματισμό του λιανεμπορίου που προϋπήρχε, στην ύπαρξη πολλών απομακρυσμένων περιοχών και νησιών, όπου δεν είχαν αναπτυχθεί –τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα– οι μεγάλες αλυσίδες, αλλά και στη στρατηγική επιλογή που έκαναν αρκετές μικρές επιχειρήσεις να επενδύσουν σε προϊόντα προστιθέμενης αξίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της καταγραφής στον κλάδο των τροφίμων που διενεργεί κάθε χρόνο η εταιρεία ερευνών αγοράς IRI, το 2018 ο συνολικός αριθμός των καταστημάτων τροφίμων διαμορφώθηκε σε 12.711 έναντι 16.207 το 2010, καταγράφοντας μείωση 21,57% (σ.σ. η IRI καταγράφει το δίκτυο σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Βόρεια Ελλάδα, Κεντρική Ελλάδα, Πελοπόννησο και Κρήτη). Ακόμη και σε σύγκριση με το 2017 παρατηρείται μείωση του συνολικού αριθμού των καταστημάτων, έστω και αν αυτή είναι μικρή. Το 2017 είχαν καταγραφεί από την IRI 12.772 καταστήματα τροφίμων.
Δεν άντεξαν
Οι μεγαλύτερες απώλειες κατά την περίοδο 2010-2018 παρατηρούνται στα λεγόμενα μεμονωμένα καταστήματα τροφίμων (πρόκειται για καταστήματα όπως είναι τα κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, οπωροπωλεία κ.ά.). Ο επιχειρηματικός χάρτης του λιανεμπορίου τροφίμων περιελάμβανε 2.026 λιγότερα μεμονωμένα καταστήματα τροφίμων το 2018 σε σύγκριση με το 2010, με την ποσοστιαία μείωση να διαμορφώνεται σε 31,69%.
Πάντως, ο ρυθμός μείωσης των καταστημάτων αυτής της κατηγορίας έχει επιβραδυνθεί σε σύγκριση με τα πρώτα χρόνια της κρίσης, όταν «εξαφανίζονταν» κατά εκατοντάδες από τον χάρτη επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής. Για παράδειγμα, μέσα σε μία χρονιά, το 2011 σε σύγκριση με το 2010, είχαν μειωθεί κατά 663 καταστήματα, το 2012 κατά 559 σε σχέση με το 2011, το 2013 κατά 498 σε σύγκριση με το 2012.
Η επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης των μεμονωμένων καταστημάτων οφείλεται αφενός στο μεγάλο «ξεκαθάρισμα» που έγινε στις αρχές της κρίσης και αφετέρου στον εκσυγχρονισμό των παραδοσιακών κρεοπωλείων, ιχθυοπωλείων, αρτοποιείων, ακόμη και των μπακάλικων, κίνηση που είχε ως συνέπεια να κερδίζουν πάλι αρκετούς καταναλωτές. Εκτός από ανακαινίσεις, αρκετές από τις επιχειρήσεις αυτής της κατηγορίας επένδυσαν στον εμπλουτισμό του μείγματος προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρουν. Πολλά κρεοπωλεία διαθέτουν πλέον έτοιμα προς μαγείρεμα κρέατα (μπιφτέκια, σουβλάκια, ρολά), ενώ έχουν τοποθετήσει στα ράφια τους χειροποίητα ζυμαρικά, έτοιμες σάλτσες, όλα συνήθως προϊόντα από μικρές βιοτεχνίες και οικοτεχνίες από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ιχθυοπωλεία πωλούν όχι μόνο νωπά ψάρια, αλλά επιπλέον τα μαγειρεύουν παρέχοντας ταυτόχρονα υπηρεσίες κατ’ οίκον παράδοσης, ενώ τα μπακάλικα έχουν εξελιχθεί σε αρκετές περιπτώσεις σε σύγχρονα ντελικατέσεν, διαθέτοντας ποικιλία προϊόντων, κυρίως μικρών παραγωγών. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, διαθέτοντας άδεια καταστήματος ψιλικών ή μίνι μάρκετ, έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν ακόμη και Κυριακές. Στην εξέλιξη αυτή βοήθησε αφενός η έστω και ελαφρά ανάκαμψη του διαθέσιμου εισοδήματος την τελευταία διετία, αλλά και η στροφή προς τα ελληνικά προϊόντα, τάση που ξεκίνησε στα χρόνια της κρίσης και καθιερώθηκε ως «οικονομικός πατριωτισμός».
Τις μικρότερες απώλειες από πλευράς αριθμού καταστημάτων είχαν τα σούπερ μάρκετ. Το 2018 καταγράφηκαν 2.462 καταστήματα αυτής της κατηγορίας έναντι 2.520 το 2010, κάτι που συνιστά μείωση 2,30%. Κι αυτό διότι παρά τις ευρείες ανακατατάξεις που επήλθαν στη συγκεκριμένη κατηγορία, με πολλές αλυσίδες να αλλάζουν χέρια, δεν επήλθαν σημαντικές ποσοτικές αλλαγές στα δίκτυα καταστημάτων. Μάλιστα, το 2017 και το 2018 καταγράφηκαν αυξητικές τάσεις σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς οι αλυσίδες απέκτησαν παρουσία και σε περιοχές όπου δεν είχαν πριν, όπως για παράδειγμα οι νησιωτικοί τουριστικοί προορισμοί. Το 2017 ο αριθμός των σούπερ μάρκετ αυξήθηκε σε 2.422 σε σύγκριση με το 2016, ενώ το 2018 ο αριθμός τους διαμορφώθηκε σε 2.462.
Ειδικές «γωνιές»
Αν και κυριαρχούν στο λιανεμπόριο τροφίμων, οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ, αντιλαμβανόμενες τον κίνδυνο να μην αποσπάσουν γρήγορα μερίδια ή ακόμη και να χάσουν έδαφος από τα μεμονωμένα καταστήματα νέας μορφής, προχωρούν ήδη σε ανάλογες κινήσεις. Εκτός από το γεγονός ότι έχουν διευρύνει σημαντικά τη διάθεση νωπών προϊόντων (φρούτων, λαχανικών, κρεάτων, ψαριών, άρτου), συνεργάζονται επίσης με μικρούς παραγωγούς. Η επιλογή αυτή είχε γίνει αρχικά από την «ΑΒ Βασιλόπουλος» και ακολούθησαν στη συνέχεια και οι λοιπές αλυσίδες, με τη «Σκλαβενίτης», μάλιστα, να δημιουργεί και ειδική γωνιά σε συγκεκριμένο μεγάλο κατάστημά της.
Πηγή: kathimerini.gr