“Ο ήλιος σαφώς και δεν λάμπει στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους της Βρετανίας”, είναι η ξεκάθαρη προειδοποίηση του επικεφαλής οικονομολόγου της Συνομοσπονδίας Βρετανικών Βιομηχανιών (Confederation of British Industry – CBI) μετά τα ζοφερά στοιχεία για τις λιανικές πωλήσεις την περίοδο του καλοκαιριού.
Κοιτώντας έξω από το παράθυρο, διαπιστώνει κανείς ότι όχι μόνο δεν λάμπει ο ήλιος, αλλά οι προβλέψεις για τις λιανικές πωλήσεις στο ΗΒ είναι σαφώς δυσοίωνες. Καταστήματα κλείνουν, κανένα νέο δεν ανοίγει και τα ρολά παραμένουν κατεβασμένα. “Πόλη-φάντασμα”, σύμφωνα με το λήμμα που έκανε και πάλι την εμφάνισή του στο βρετανικό λεξικό, καθώς 2.500 επιχειρήσεις “εξαφανίστηκαν” από τους 500 μεγαλύτερους εμπορικούς δρόμους της Βρετανίας το περασμένο έτος, καταγράφοντας τεράστια αύξηση κατά 40% σε σύγκριση με το 2017, σύμφωνα με την PwC.
“Βιώνουμε ύφεση του τομέα λιανικής”, σημειώνει στο Forbes ο Richard Hyman (σ.σ. από τους κορυφαίους συμβούλους – αναλυτές της αγοράς λιανικής) και ιδρυτής του ιστότοπου Richard Talks Retail που παρέχει υπηρεσίες στρατηγικής και αναλύσεις για την αγορά του λιανεμπορίου.
Και παρότι οι διαδικτυακοί λιανοπωλητές είναι πιο ανθεκτικοί στις οικονομικές αναταράξεις, ακόμα και οι μεγαλύτεροι “παίκτες” αυτής της κατηγορίας στο ΗΒ υποφέρουν.
Τον προηγούμενο μήνα ο μεγιστάνας του λιανεμπορίου Mike Ashley (σ.σ. ιδρυτής και CEO της Sports Direct, της μεγαλύτερης εταιρείας λιανικής αθλητικών ειδών στη Βρετανία) ανακοίνωσε λειτουργικές ζημίες για το σύνολο της χρήσης ύψους 65,9 εκατ. δολαρίων, εξέλιξη που σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την εξαγορά της House of Fraser, της προβληματικής αλυσίδας καταστημάτων που κάποτε είχε χαρακτηριστεί ως “Harrods των κεντρικών δρόμων”.
H εταιρεία John Lewis, που θεωρείται ευρέως μία από τις καλύτερες βρετανικές αλυσίδες καταστημάτων λιανικής, ανακοίνωσε ότι η κερδοφορία της τον Ιούλιο “βυθίστηκε” κατά 99%. “Πρόκειται για τεράστια, τεράστια πτώση”, λέει ο Hyman. “Όταν βλέπεις μια επιχείρηση όπως η John Lewis να αντιμετωπίζει προβλήματα, τότε ο Θεός να βοηθήσει του υπόλοιπους”, σημειώνει.
Ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου βρίσκονται υπό σοβαρή απειλή και ο ευρύτερος φόβος ότι επίκειται το “τέλος” των κεντρικών εμπορικών δρόμων στη Βρετανία αποτελεί μια ακόμη κακή είδηση, που επέρχεται παράλληλα με το Brexit. Και παρότι δεν συνδέεται με αυτό, είναι εξίσου αποθαρρυντική.
Για τον Βρετανό δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία Philip Green (σ.σ. πρόεδρο του λιανεμπορικού ομίλου Arcadia, που περιλαμβάνει τα brands Topshop, Topman, Wallis, Evans, Burton, Miss Selfridge, Dorothy Perkins και Outfit), τα αποτελέσματα που ανακοίνωσε ο όμιλος την περασμένη Παρασκευή αποτελούν απογοητευτική εξέλιξη. Στο σύνολο της χρήσης που ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο, η Arcadia είδε τον κύκλο εργασιών της να μειώνεται κατά 4,5% στα 2,2 δισ. δολάρια, με τις ζημίες της να φτάνουν τα 207 εκατ. δολάρια, έναντι κερδών 60 εκατ. δολαρίων πέρυσι. Η κρίση που αντιμετωπίζει η αυτοκρατορία του Green απειλεί μάλιστα και το εμβληματικό κατάστημα της αλυσίδας Top Shop στην Oxford Street, το οποίο βαρύνεται με υποθήκη ύψους 381 εκατ. δολαρίων. Η Nike πρόκειται να μισθώσει μεγαλύτερο χώρο στο κτίριο, ωστόσο η αποπληρωμή της υποθήκης έχει καθυστερήσει, ενώ ο όμιλος επιδιώκει την αναχρηματοδότησή του με “λογικό επιτόκιο”.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με το Brexit, τα χειρότερα δεν έχουν περάσει ακόμη για το “έθνος των καταστηματαρχών”, όπως λέγεται ότι αποκαλούσε την Αγγλία ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Και στο κέντρο της δίνης αυτής της πρωτοφανούς ύφεσης βρίσκεται ένας άνθρωπος. Ένας άνδρας που κάποτε χαρακτηρίστηκε ως “ο βασιλιάς των εμπορικών δρόμων”, ο Σερ Philip Green, ο πλέον γνωστός εκπρόσωπος του λιανικού εμπορίου στη Βρετανία, που βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εξαιρετικά κακή χρονιά.
Η ιστορία του…
Ο Philip Nigel Ross Green είναι Λονδρέζος -πιο συγκεκριμένα “παιδί του προαστίου Croydon” και επιχειρηματίας με την παραδοσιακή έννοια του “τυχοδιώκτη”. Παρότι φοίτησε στο Carmel College, το λεγόμενο και Εβραϊκό Eton, ως γιος κατασκευαστή της μεσαίας τάξης, ο Green ήξερε από νεαρή ηλικία ότι η καριέρα του θα ακολουθούσε διαφορετικό μονοπάτι από αυτό των υψηλής οικονομικής επιφάνειας φίλων του.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως εκπαιδευόμενος σε μια αποθήκη παπουτσιών, πριν στήσει τη δική του επιχείρηση εισαγωγής και εμπορίας τζιν. Το 1985, σε ηλικία 23 ετών, εξαγόρασε την Jean Jeanie, μια παραπαίουσα αλυσίδα καταστημάτων μόδας έναντι τιμήματος 78.000 δολαρίων. Μόλις έξι μήνες αργότερα την πούλησε έναντι 3 εκατ. δολαρίων – και έτσι ξεκίνησε επί της ουσίας η ιστορία του ως deal maker.
Και φτάνουμε στο 2002, οπότε ο Green απέκτησε (με κάποια βοήθεια) την αλυσίδα πολυκαταστημάτων BHS έναντι 200 εκατ. στερλινών, συνεχίζοντας με την εξαγορά το 2002 του ομίλου Arcadia, που εκείνη την εποχή περιελάμβανε τις αλυσίδες καταστημάτων μόδας Topshop/Τopman, Miss Selfridge, Burton, Dorothy Perkins, Evans and Wallis. Έτσι γεννήθηκε η αυτοκρατορία του Green, του ανθρώπου που ξεκίνησε από μια αποθήκη και εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες στον χώρο του λιανικού εμπορίου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το 2005, ο Green και η σύζυγός του, Λαίδη Tina Green, αύξησαν σημαντικά την περιουσία τους, εισπράττοντας μέρισμα ύψους 2,1 δισ. δολαρίων (1,2 δισ. στερλινών) από την Arcadia – το υψηλότερο στη βρετανική επιχειρηματική ιστορία. Έως το 2006, το Forbes υπολόγιζε ότι η κοινή περιουσία του ζεύγους ανερχόταν στα 5,9 δισ. δολάρια.
Ήταν η εποχή της επιτυχίας αλλά και της υπερβολής: Στην επίδειξη μόδας της Top Shop ο Green εμφανίστηκε συνοδευόμενος από τη Beyonce και το supermodel Cara Delevingne. Στο πάρτι για τα 60ά γενέθλιά του είχε καλεσμένους πολλούς διάσημους, όπως ο Leonardo DiCaprio, ενώ τραγούδησαν ζωντανά ο Stevie Wonder και οι Beach Boys.
Ο τότε πρωθυπουργός Tony Blair που παρευρέθηκε στην επετειακή εκδήλωση της Fashion Retail Academy του Green, τον χαρακτήρισε ως “τον άνθρωπο που εμπνεύστηκε το όνειρο και ονειρεύτηκε πώς θα γίνει πραγματικότητα”. Το 2006, η κυβέρνηση Μπλερ απένειμε στον Green τον τίτλο του ιππότη για “τις υπηρεσίες του στο λιανικό εμπόριο”.
Ο εκπαιδευόμενος αποθηκάριος από το Croydon πραγματικά τα είχε καταφέρει.
Ωστόσο, το 2019 η τύχη του Green φαίνεται ότι άρχισε να τον εγκαταλείπει, με την αυτοκρατορία του να κλυδωνίζεται και τη φήμη του να αμαυρώνεται από κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση, ρατσιστική συμπεριφορά και εκφοβισμό.
Ο Philip και η Cristina Green είδαν επίσης την εκτιμώμενη περιουσία τους να συρρικνώνεται από τα 5,9 δισ. δολάρια που ήταν το 2016, στα 4,8 δισ. δολάρια το 2018, στα 3,5 δισ. δολάρια στις αρχές του 2019 και μόλις στα 2,5 δισ. δολάρια τον Ιούλιο του ίδιου έτους.
Δηλαδή, μέσα σε τρία χρόνια οι Green απώλεσαν 3,38 δισ. δολάρια. Είδαν δε την περιουσία τους να συρρικνώνεται κατά 1 δισ. δολάρια μόνο το 2019, καθώς η Arcadia, η “ραχοκοκαλιά” της αυτοκρατορίας του, βυθίζεται σε μια ζοφερή περίοδο όπως όλοι οι παραδοσιακοί λιανοπωλητές.
Το όνειρο ξεθωριάζει. Και η ετήσια έκθεση αποτελεσμάτων του ομίλου την περασμένη Παρασκευή υποδηλώνει ότι τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμη.
Αποτιμώντας την Arcadia
Το οικονομικό πλήγμα του Green προέρχεται κυρίως από την φθίνουσα πορεία που καταγράφει η Arcadia, η οποία είναι “φορτωμένη” με εκατοντάδες καταστήματα που εμπορεύονται brands τα οποία έχουν “εγκαταλείψει” πλέον οι καταναλωτές για χάρη της διαδικτυακής, χαμηλού κόστους “γρήγορης μόδας”.
Η πτώση ανακόπηκε προσωρινά τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, όταν οι ιδιοκτήτες των 570 ανεξάρτητων καταστημάτων του ομίλου (στο ΗΒ) συναίνεσαν σε μια συμφωνία που γλίτωσε την αυτοκρατορία του Green από την πτώχευση.
Ωστόσο, η συμφωνία είχε υψηλό κόστος. Οι δύο βασικοί εμπλεκόμενοι σε αυτήν ήταν το συνταξιοδοτικό ταμείο της εταιρείας (και η αρμόδια ρυθμιστική αρχή) και οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων. Σε ό,τι αφορά τα συνταξιοδοτικά ταμεία, η Λαίδη Green (που είναι ο μέτοχος πλειοψηφίας της Arcadia) συμφώνησε να καταβάλει εισφορές σε μετρητά ύψους 100 εκατ. στερλινών προκειμένου να καλύψει μέρος του ελλείματος του συνταξιοδοτικού ταμείου του ομίλου, το οποίο Βρετανοί πολιτικοί εκφράζουν φόβους ότι υπερβαίνει τα 700 εκατ. στερλίνες. Η Arcadia υποσχέθηκε επίσης να καταβάλλει 75 εκατ. στερλίνες και εξασφαλίσεις σε ακίνητα περιουσιακά στοιχεία ύψους έως 210 εκατ. στερλίνες.
Οι Green κατέληξαν επίσης σε συμφωνία με τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων, όμως και πάλι με υψηλό κόστος. Η Λαίδη Green συμφώνησε να καλύψει το έλλειμμα από τη μείωση ενοικίων, ύψους 9,5 εκατ. στερλινών ετησίως, για τα επόμενα τρία χρόνια. Παράλληλα, η Arcadia παραχώρησε στους ιδιοκτήτες πρόσβαση σε ένα πιστωτικό ταμείο ύψους 40 εκατ. στερλινών, προκειμένου να καλύψει τις επισκευές των καταστημάτων, ενώ τους υποσχέθηκε και το 20% των μετοχών της επιχείρησης, εξαγοράσιμες σε μελλοντική πώληση του ομίλου.
Ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν προκειμένου να στηρίξουν την πάλε ποτέ ισχυρή αυτοκρατορία που πλέον καταρρέει απαξιωμένη.
Υπάρχει όμως μια αχτίδα φωτός
Το “διαμάντι του στέμματος” του Green ήταν για χρόνια η αλυσίδα Top Shop / Top Man. Στο αποκορύφωμά της, η Top Shop ήταν συνώνυμο της μόδας και πόλος έλξης των εφήβων και νέων σε ηλικία καταναλωτών της Βρετανίας. Το 2007, τα κέρδη της Arcadia ανήλθαν στο ποσό των 490 εκατ. δολαρίων, με τις συνολικές πωλήσεις του ομίλου να σημειώνουν άνοδο λίγο υψηλότερη από 5% στα 3,81 δισ. δολάρια.
Και οι καλές εποχές συνεχίστηκαν – τουλάχιστον για λίγο.
Το 2012, ο Green πώλησε το 25% της αλυσίδας καταστημάτων Top Shop στο αμερικανικό private equity Leonard Green & Partners έναντι περίπου 805 εκατ. δολαρίων. Η συμφωνία θεωρήθηκε βήμα για την επέκταση της Top Shop στις ΗΠΑ. Με βάση τη συμφωνία, η αποτίμηση της Top Shop ξεπερνούσε 3 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τον Green.
Ωστόσο, η αποτυχία προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνήθειες των καταναλωτών έμελλε να στοιχίσει στους Green. Η Natalie Berg, αναλύτρια της αγοράς λιανικής στην NBK Retail, δήλωσε στο BBC τον Ιούνιο ότι η Top Shop έχασε έδαφος στις προτιμήσεις των καταναλωτών λόγω της σχετικής απροθυμίας της να προσαρμοστεί τις τεχνολογικές εξελίξεις. Με αφορμή την πρόσφατη συνεργασία της εταιρείας με τη διαδικτυακή εταιρεία μόδας ASOS, η Berg σημειώνει ότι η Arcadia “αναζητά τώρα σανίδα σωτηρίας. Οι κινήσεις αυτές έπρεπε να έχουν γίνει πριν από χρόνια”.
Μέχρι τον Απρίλιο του 2019 η άνοδος των online εναλλακτικών λύσεων, όπως των Boohoo και ASOS, και η ορατή παραμέληση των φυσικών καταστημάτων κατέδειξε ότι η Arcadia κατέβαλε μόλις 1 δολάριο (76 πένες) για να επαναγοράσει το 25% από τον Leonard Green – η πλέον σαφής ένδειξη μέχρι στιγμής ότι μέσα σε μόλις 7 χρόνια το “διαμάντι του στέμματος” του Green που κάποτε άξιζε 3 δισ. δολάρια, έχει πλέον απαξιωθεί.
Και έμελλε να ακολουθήσουν ακόμη χειρότερα νέα. Τον Ιούλιο του 2019, οι FT σε δημοσίευμά τους αποκάλυψαν ότι η Lloyd’s Bank αποχώρησε από το μετοχικό κεφάλαιο της Arcadia, πωλώντας πίσω στην εταιρεία το 7,6% που κατείχε έναντι του “πριγκιπικού ποσού” της μίας στερλίνας, γράφοντας τέλος στην μακρά σχέση της οικογένειας με την τράπεζα.
Περιττό να πούμε, ότι οι επενδυτές κάθε άλλο παρά αισιόδοξοι είναι για την εταιρεία, η οποία μέχρι στιγμής απέτυχε να επενδύσει στα καταστήματά της, στα bands που διαθέτει και στην ηλεκτρονική παρουσία της, σε μια εποχή μάλιστα που όλο και μεγαλύτερο ποσοστό της πελατειακής της βάσης στρέφεται στο διαδίκτυο.
Εν τω μεταξύ, τις τελευταίες 7 ημέρες, τόσο ο γενικός διευθυντής David Shepherd όσο και ο σύμβουλος αναδιάρθρωσης Jamie Drummond Smith παραιτήθηκαν, αφήνοντας τους Green χωρίς “σωσίβιο” εν μέσω της “φουρτούνας”.
Και οι ίδιοι οι Green πάντως αρχίζουν να αποστασιοποιούνται από την Arcadia. O Green δεν είναι πλέον πρόεδρος, ενώ ούτε αυτός ούτε η σύζυγός του συμμετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο. Αν και η Cristina παραμένει ο μέτοχος πλειοψηφίας μέσω της εταιρείας συμμετοχών Taveta Investments, είναι κοινό μυστικό ότι η Arcadia αναζητά αγοραστή.
Από τα ψηλά (top) στα χαμηλά (bottom)
Τα νέα από το μέτωπο των αναλυτών της αγοράς λιανεμπορίου δεν θα μπορούσαν να είναι πιο αρνητικά. Σε μια εποχή που οι κεντρικοί δρόμοι του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκονται αντιμέτωποι με την ύφεση του κλάδου λιανικής, η αξία της Arcadia κυμαίνεται ανάμεσα σε “ψίχουλα” και στο “τίποτα”.
Ο ειδικός του λιανεμπορίου Richard Hyman είναι εξαιρετικά αρνητικός όσον αφορά την αξία της Arcadia – σημειώνει ότι η πώληση του ποσοστού του Leonard Green στην Top Shop έναντι 1 δολαρίου υποδηλώνει ότι στο σύνολό του ο όμιλος δεν έχει καμία αξία. Ο Hyman περιέγραψε δε την πρόσφατη συμφωνία του Green με τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων ως προσωρινή “αναβολή της εκτέλεσης”, προσθέτοντας: “Η αγορά του λιανικού εμπορίου έχει ανάγκη να ‘καθαρίσει’ από αδύναμους παίκτες όπως η Arcadia – δεν υπάρχει αρκετός χώρος για όλους”.
Υπάρχει ωστόσο μια αχτίδα αισιοδοξίας: “Η Top Shop εξακολουθεί να είναι μια αξιοπρεπής επιχείρηση. Βιώνει αναμφισβήτητα κάμψη εδώ και μερικά χρόνια. Αλλά δεν νομίζω ότι η κάμψη μερικών ετών αποτελεί αγεφύρωτο κενό”, σημειώνει.
“Ο υπόλοιπος όμιλος”, προσθέτει, “εξαιρουμένης της Top Shop, δεν αξίζει τίποτε περισσότερο από την τιμή εκκαθάρισης των μετοχών του. Ωστόσο για κάποιον που πραγματικά ξέρει το χώρο, αποτελεί ακόμα μια καλή επιχείρηση”.
Ο Nick Bubb, της Bubb Retail Consultancy, δήλωσε στο Forbes ότι “η επιχείρηση βρέθηκε στα πρόθυρα να τεθεί υπό διαχείριση και έχει επί της ουσίας απαξιωθεί”.
Όσον αφορά την άποψη ότι η Top Shop είναι βιώσιμη, ο Budd προσθέτει: “Η επικρατούσα άποψη ήταν ότι η Top Shop ήταν ‘το διαμάντι του στέμματος’ και τα άλλα, τα μεσαίας κατηγορίας brands ήταν ξεγραμμένα, αλλά η πρόσφατη φθίνουσα πορεία του ομίλου έχει σαφώς προκληθεί από την Top Shop, με μεικτά μηνύματα για την τύχη των Dorothy Perkins, Evans, Wallis, Miss Selfridge και Burton”.
Το Forbes εκτιμά ότι η αξία της Top Shop παραμένει γύρω στα 60,5 εκατ. δολάρια (50 εκατ. στερλίνες), παρά τις αντίθετες απόψεις ορισμένων αναλυτών. Το κατάστημα της Oxford Street παραμένει ένα από τα εμβληματικά σημεία του βρετανικού λιανεμπορίου και η φήμη του Brand συνεχίζει να είναι καλή μεταξύ των νέων καταναλωτών.
Η εικαζόμενη σεξουαλική παρενόχληση
Σε κάθε περίπτωση, εν έτει 2019 είναι μάλλον απίθανο ότι ένα brand που απευθύνεται σε νέους, ευφυείς εφήβους θέλει να συνδεθεί με έναν άνθρωπο ο οποίος αναγκάστηκε να αρνηθεί τις κατηγορίες παρενόχλησης που κατέθεσε σε δικαστήριο των ΗΠΑ η γυμνάστριά του στο Pilates νωρίτερα φέτος.
Το περιστατικό ανοίγει νέα πληγεί για τον Green, και μάλιστα σε μια εποχή που το κίνημα #MeToo είναι ισχυρό.
Μετά τις κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση, ρατσιστική κακοποίηση και εκφοβισμό εναντίον πέντε υπαλλήλων, εκφράζονται φόβοι ότι η Top Shop δεν μπορεί να απευθυνθεί πλέον σε μια γενιά που προτιμά να ξοδεύει σε επιχειρήσεις που σέβονται τον κώδικα ηθικής. Και για έναν νεαρό καταναλωτή, ελάχιστα πράγματα θεωρούνται ηθικά όσον αφορά τον Σερ Philip Green.
Λεφτά υπάρχουν
Σε κάθε περίπτωση, κατά κύριο λόγο η περιουσία των Green προέρχεται από το τεράστιο μέρισμα των 2,1 δισ. δολαρίων (1,2 δισ. στερλινών) που έλαβαν την εποχή της δόξας του ομίλου. Η περιουσία τους όμως συρρικνώνεται, τη στιγμή που οι ίδιοι καλούνται να αντιμετωπίσουν τη “μαύρη τρύπα” στο συνταξιοδοτικό ταμείο της εταιρείας.
Τα χρήματα προέρχονται από το 2005, όταν η Arcadia ήταν ένας γίγαντας του λιανεμπορίου με 2.000 καταστήματα, οι καταναλωτές του ΗΒ είχαν ρευστό και η εναλλακτική των διαδικτυακών καταστημάτων δεν υπήρχε. Οι τράπεζες που στήριξαν την εξαγορά της Arcadia συμφώνησαν να χορηγήσουν νέα δάνεια, οι Green συνδύασαν τις ταμειακές ροές της Arcadia με την αναχρηματοδότηση των δανείων και τη μείωση του κόστους προκειμένου να αποδώσουν το μεγαλύτερο μέρισμα στη βρετανική ιστορία.
Ενδεικτικά τα σχόλια του Green εκείνη την εποχή, όταν δήλωνε στον Guardian ότι τα χρήματα θα προέρχονταν από ένα δάνειο διάρκειας 7,5 ετών προς την Arcadia, το οποίο χαρακτήριζε ως “προτιμώμενο χρέος” (senior debt). Το μέρισμα, υποστήριζε, “αφήνει πολλά περιθώρια στην επιχείρηση να αναπτυχθεί”. Μάλιστα προσέθετε ότι αν ένα venture capital θα είχε πάρει τα διπλάσια χρήματα.
Επρόκειτο για ένα συγκλονιστικό μέρισμα. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι η αυτοκρατορία του Green γεννήθηκε μόλις το 2002, όταν εξαγόρασε την Arcadia έναντι 1,8 δισ. δολαρίων (840 εκατ. στερλινών, τον Ιανουάριο του 2002), με μόλις τα 12 εκατ. δολάρια (10 εκατ. στερλίνες) να προέρχονται από την οικογένεια Green και το υπόλοιπο ποσό από μια κοινοπραξία τραπεζών.
Μιλώντας στους FT το 2015, ο Green περιέγραψε τη συμφωνία ως μια “τυπική” συμφωνία venture capital, “αλλά με εμένα και στους δύο ρόλους”. Αλλά μόλις ένα χρόνο αργότερα, το 2016, ο ίδιος θα γινόταν ο πλέον “αμφιλεγόμενος” δισεκατομμυριούχος στη Βρετανία με αφορμή τον ρόλο του στην κατάρρευση της BHS, που έθεσε σε κίνδυνο τις συντάξεις 19.000 Βρετανών.
Εξάλλου οι Green δεν έχουν τη φήμη των συνετών. Ο δημοσιογράφος Oliver Shah, στο βιβλίο του “Damaged Goods: The Inside Story του Sir Philip Green”, επικαλείται έναν “φίλο” τους ζεύγους να λέει για την Cristina Green: “Κανείς δεν λάτρεψε τον πλούτο με τέτοια ζέση”.
Η δυσαρέσκεια αυτή απέκτησε γρήγορα δυναμική. Κοινοβουλευτική έκθεση του ίδιου έτους χαρακτήρισε τον Green ως το “απαράδεκτο πρόσωπο του καπιταλισμού” και υπό τον κίνδυνο να χάσει τον τίτλο του ιππότη ο Green συμφώνησε το 2017 να καταβάλλει περίπου 450 εκατ. δολάρια για να καλύψει το συνταξιοδοτικό έλλειμμα της εταιρείας.
Η Νέμεσις για τον Green ήρθε στο πρόσωπο του βουλευτή Frank Field, ο οποίος συνοψίζοντας την έρευνα που διενεργήθηκε για την πώληση της BHS δήλωσε: “Ο Σερ Philip Green απογύμνωσε εντελώς την BHS” αφήνοντας την “να πεθάνει” και δείχνοντας “περιφρόνηση για τους συνταξιούχους”.
Ο βρετανικός Τύπος αναφερόταν σ’ αυτόν με τον τίτλο του “Σερ”, τον οποίο συνόδευε όμως με μειωτικούς χαρακτηρισμούς. Αυτό ήταν το σημείο καμπής, απ’ όπου ξεκίνησε ο κατήφορος του Green.
Χωρίς ακόμη να έχει αποκαλυφθεί το συνολικό συνταξιοδοτικό έλλειμμα της Arcadia, υπάρχει η πιθανότητα αυτή να είναι μια από τις τελευταίες “εμφανίσεις” του Σερ Philip Green και της Λαίδης Cristina Green στη λίστα των δισεκατομμυριούχων του Forbes.
Αν και η διαμάχη για το συνταξιοδοτικό ταμείο της BHS έχει διευθετηθεί, παραμένει ένα τεράστιο ερωτηματικό όσον αφορά το μέγεθος του συνταξιοδοτικού ελλείμματος της Arcadia. Οι αντίπαλοι του Green στη Βουλή των Κοινοτήτων, που κάποτε τους λοιδορούσε, συνεχίζουν να τον κυνηγούν για τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της Arcadia.
Αναφερόμενος στο θέμα, ο επικεφαλής της Ρυθμιστικής Αρχής για τις συντάξεις, Charles Counsell, δήλωσε στα μέλη της Επιτροπής Εργασίας και Συντάξεων του κοινοβουλίου ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τη δικαιοδοσία τους για “εξασφαλίσουν τα χρήματα”.
Το τέλος της αυτοκρατορίας είναι κοντά. Καθώς δε η περιουσία του Green συρρικνώνεται και οι επιχειρήσεις του διολισθαίνουν στην απαξίωση, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το “έθνος των καταστηματαρχών” να δει τον πιο διάσημο εκπρόσωπό του να διαγράφεται από τη λίστα του Forbes.
Με τη βρετανική κυβέρνηση ωστόσο να είναι χαμένη στον λαβύρινθο του Brexit και το λιανεμπόριο να καταρρέει, και παρότι κανείς δεν φαίνεται να λυπάται που βλέπει τους Green να χάνουν μερικά δισεκατομμύρια, μέσα από την εξέλιξη αυτή ο κλάδος έχει μια ευκαιρία να εισακουστούν οι θέσεις του. Μια ιδέα είναι τα ενοίκια και τα επιτόκια να ρυθμίζονται βάσει των συνθηκών της αγοράς. Έτσι, οι κενοί χώροι θα μπορούσαν σίγουρα να ξαναβρούν μισθωτές και να αποκτήσουν και πάλι ζωή. Και σε αυτήν την περίπτωση όμως, πάλι ο Green θα είναι ο μεγάλος κερδισμένος από τη μείωση των ενοικίων.
Ίσως ο Green απλώς να “σκόνταψε” πριν κατακτήσει νέες κορυφές. Ο μετρ των deals εξάλλου έχει ακόμη μερικούς άσους στο μανίκι του. Οι πρόσφατες συμφωνίες πώλησης ρούχων μέσω των διαδικτυακών Very, Next, ASOS, Zalando και οι συμβάσεις παραχώρησης με την Nordstrom θα μπορούσαν να δώσουν νέα πνοή στην Arcadia και να προσφέρουν στον Green τον χρόνο να επιτύχει μια συμφωνία για να σώσει την επιχείρηση, την περιουσία και τη φήμη του.
Πηγή: capital.gr