Κάθε τόσο, εμφανίζεται ένα βιβλίο τόσο μαγευτικό, γεμάτο με τόσο συναρπαστικούς χαρακτήρες και τόσες νέες πληροφορίες, που κυριολεκτικά “απαιτεί” τη συγγραφή μιας κριτικής.
Το “The Man Who Solved the Market: How Jim Simons Launched the Quant Revolution” είναι ακριβώς ένα τέτοιο βιβλίο. Γραμμένο από τον δημοσιογράφο της Wall Street Journal, Greg Zuckerman, αποτελεί μια ιστορία του Jim Simons και της αρκετά αινιγματικής εταιρείας hedge fund της οποίας αποτελεί τον ιδρυτή, της Renaissance Technologies. Ο Zuckerman πέρασε 2,5 χρόνια ερευνώντας στοιχεία γύρω από την εταιρεία, μιλώντας τελικά με περισσότερους από 40 νυν και πρώην εργαζόμενους της Renaissance. Παρά τις ανησυχίες και τη βαθιά αντίθεσή του προς τη δημιουργία του συγκεκριμένου βιβλίου για την καριέρα του, ο Simons συμφώνησε τελικώς να παραχωρήσει σχετικές συνεντεύξεις συνολικής διάρκειας άνω των 10 ωρών.
Το αποτέλεσμα είναι μια απόλυτη “εξέταση” του φαινομένου του επίσης αινιγματικού – όπως και η εταιρεία του – Simons, γεμάτη με άπειρες σελίδες μέχρι πρότινος άγνωστων λεπτομερειών σχετικά με την Renaissance Technologies. Ως παλαιός θαυμαστής του Simons, καταβρόχθιζα οτιδήποτε έβλεπε το φως της δημοσιότητας σχετικά με τον ίδιο και την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Μεγάλο μέρος όσων περιέχονται σε αυτό το βιβλίο είναι εντελώς καινούργιο.
Αρχίστε από το τέλος. Στο προσάρτημα 1, ο Zuckerman ανασυνθέτει με επιμέλεια το 30ετές ιστορικό του “πετραδιού του στέματος” της εταιρείας, του Medallion Fund. Παρόλο που οι φήμες για την απόδοσή του έχουν κυκλοφορήσει ευρέως στη Wall Street και στον Τύπο, οι πραγματικοί αριθμοί είναι ακόμη πιο εκπληκτικοί: Από το 1988 έως το 2018, το Medallion έδινε ετήσια επιστροφή 66,1% προ χρεώσεων και τελών. Αφαιρώντας τα τελευταία, τα κέρδη ήταν 39,1%. Τα εκτιμώμενα εμπορικά κέρδη κατά τη διάρκεια αυτών των 30 ετών ανήλθαν σε 104,5 δισ. δολάρια. Σχετικά με τα συγκεκριμένα τέλη και χρεώσεις: εάν η συνήθης χρέωση ενός hedge fund, της τάξης του 2% των υπό διαχείριση περιουσιακών στοιχείων συν 20% επί των κερδών ακούγεται δαπανηρή, τότε πώς σας ακούγονται τα αντίστοιχα ποσοστά 5% και 44% του Medallion;
Η προσωπική περιουσία του Simon, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Zuckerman, ξεπερνά τα 23 δισεκατομμύρια δολάρια. Έγινε πλούσιος όχι τόσο χάρη σε αυτές τις παχυλές χρεώσεις, αλλά κυρίως επενδύοντας τα δικά του χρήματα στο Medallion Fund. Ο Simons πίστευε ότι το fund δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί αποτελεσματικά περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια δολάρια, οπότε επέστρεψε το κεφάλαιο των εξωτερικών προς την εταιρεία επενδυτών, επιτρέποντας τη συμμετοχή μόνο στους υπαλλήλους. Σήμερα, κάθε εργαζόμενος της Renaissance διαθέτει κατά μέσο όρο περί τα 50 εκατομμύρια δολάρια στο fund, αν και αυτός ο μέσος όρος επηρεάζεται από την κατά πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή του ίδιου του Simons.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, πολύ πριν οι τερματικοί σταθμοί του Bloomberg καταστούν πανταχού παρόντες στα trading desks της Wall Street, η Renaissance αγόρασε πλειάδα ακριβών υπολογιστών, συνδέσεις υψηλής ταχύτητας και δυνατότητες γιγαντιαίας αποθήκευσης δεδομένων. Καμία εκ των τεχνολογιών αυτών δεν ήταν ιδιαίτερα εξεζητημένη. Εκείνο που παρείχαν ωστόσο ήταν κρίσιμο: μια βάση δεδομένων με ξεκάθαρες, live τιμές αγοράς που κυριολεκτικά κανένας άλλος στον κόσμο των επενδύσεων δεν κατείχε εκείνη την εποχή. Μπορεί να ήταν τρομερά δαπανηρή σαν κίνηση, ωστόσο έκανε όλη τη διαφορά.
Ο Simons έχει πραγματοποιήσει στη ζωή του τρεις ξεχωριστές, επιτυχημένες σταδιοδρομίες. Αρχικά, ως μαθηματικός και ειδικός στο να “σπάει” κωδικούς, εργαζόμενος για το Ινστιτούτο Αναλύσεων Άμυνας (IDA), το οποίο με τη σειρά του εργάζεται για την Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (NSA) των ΗΠΑ. Αργότερα, ως πρόεδρος του τμήματος μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Stony Brook της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, το οποίο μετέτρεψε σε μια πραγματικά αξιοσέβαστη δύναμη σε πανεθνικό επίπεδο. Τέλος, ως ιδρυτής της Renaissance, στην οποία, αντί να προσλάβει τους κλασικούς αναλυτές και οικονομολόγους, επέλεξε να προσλάβει μαθηματικούς, φυσικούς και επιστήμονες υπολογιστών.
Η άλλη τεράστια δεξιοτεχνία του Simon είναι το ταλέντο του στη δημιουργία ομάδων, πρώτα στο IDA, στη συνέχεια στο Stony Brook και τέλος στην Renaissance. Βρήκε τους καλύτερους στον τομέα τους, διπλασίασε τους μισθούς τους προκειμένου να τους προσελκύσει και, στη συνέχεια, τους έδωσε τεράστιες ελευθερίες στον τρόπο με τον οποίο θα έκαναν τη δουλειά τους. Η πρόσβαση που έχει στη μεγαλύτερη μηχανή παραγωγής χρημάτων στην σύγχρονη ιστορία, δηλαδή στο Medallion Fund, εξακολουθεί να είναι ένα όπλο – κλειδί το οποίο βοηθά την Renaissance να προσελκύει υποψηφίους ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας και ειδίκευσης, με τις ανάλογες βέβαια αμοιβές.
Το “The Man Who Solved the Market” είναι γεμάτο και με άλλους συναρπαστικούς χαρακτήρες, με πλέον “πομπώδη” τον πρώην CEO της Renaissance, Robert Mercer. Πρόκειται για ένα πoλύ πιο ξεχωριστό πορτρέτο της συγκεκριμένης, ιδιαίτερα επιδραστικής συντηρητικής προσωπικότητας σε σχέση με αυτά που διαβάζει κανείς στον καθημερινό Τύπο. Ο Mercer είναι ένας παραδόξως ήρεμος και μετρημένος επιστήμονας, εξαιρετικά αυστηρός και βασισμένος σε τεκμήρια και στοιχεία σε όλες του τις δραστηριότητες που συνδέονται με την αγορά. Ωστόσο, όταν εξέρχεται από τον κόσμο των μαθηματικών, πιστεύει τις πιο άγρια αβάσιμες θεωρίες συνωμοσίας και υποστηρίζει κάθε είδους απομυθοποιημένη ανοησία. Είναι σαν ο Mercer να είναι μια ακραία έκδοση του καλύτερου και του χειρότερου εαυτού του – ένας λαμπρός και ορθολογιστής επαγγελματίας, ο οποίος όμως καθοδηγείται πλήρως από προκαταλήψεις και ανεπεξέργαστα συναισθήματα στο πολιτικό κομμάτι της ζωής του.
Το βιβλίο καταβροχθίζεται πολύ ευκολότερα και πιο ευχάριστα ως μυθιστόρημα που κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση από την πρώτη έως την τελευταία του σελίδα, παρά σαν κλασσικό εγχειρίδιο χρηματοοικονομικής. Ωστόσο, το βιβλίο στην πραγματικότητα δεν “δικαιολογεί” τον τίτλο του. Ο Simons δεν “έλυσε τα μυστήρια της αγοράς”. Αντίθετα, δημιούργησε ένα σύστημα που ευνοεί τις εξαιρετικά κερδοφόρες συναλλαγές. Σε αγορές αξίας δεκάδων τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η Renaissance περιοριζόταν να διαπραγματεύεται μόνο λίγα δισεκατομμύρια δολάρια. Εάν ο Simons είχε πραγματικά ανακαλύψει το κλειδί της αγοράς, το Medallion θα μπορούσε να είχε “φουσκώσει” πολύ περισσότερο από τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Αντ’ αυτού, ο Simons έλυσε ένα και μόνο πρόβλημα: το πώς να κάνει τον εαυτό του και τους επενδυτικούς συνεργάτες του υπέροχα πλούσιους.
Πηγή: Bloomberg