«Το Μινιόν αποτελεί μεγάλο asset της εταιρείας μας», υποστήριζε το 2009 ο μέχρι πρότινος διευθύνων σύμβουλος της Folli Follie Τζώρτζης Κουτσολιούτσος. Και ενδεχομένως η φράση του να αποδειχθεί προφητική. Η πώληση του Μινιόν με τίμημα της τάξης των 25 εκατ. ευρώ είναι η τελευταία ίσως ανάσα ρευστότητας που μπορεί να εξασφαλίσει η καταρρέουσα εισηγμένη. Καθώς η προοπτική επίτευξης οιασδήποτε συμφωνίας εξυγίανσης με τους πιστωτές απομακρύνεται κι ενώ πλησιάζει πλέον ένα έτος από τις αποκαλύψεις για θηριώδεις αποκλίσεις των πραγματικών οικονομικών μεγεθών της σε σχέση με τα δηλωθέντα στις οικονομικές της καταστάσεις, οι ρευστοποιήσεις των τελευταίων στοιχείων του ενεργητικού της είναι το μόνον που μπορεί να κρατήσει για λίγο ακόμα ζωντανή τη Folli Follie, έστω και ως σκιά του παλαιού εαυτού της.
Το τεράστιο κτίριο του Μινιόν, ένα από τα λίγα που είχε ανεγερθεί στην πρωτεύουσα με προδιαγραφές πολυκαταταστήματος –με μεγάλες δυνατότητες μετατροπής σε ξενοδοχείο– και το πρώτο που εξοπλίστηκε με εσωτερικές κυλιόμενες σκάλες, δεν είναι δεσμευμένο από τις δικαστικές αρχές, καθώς ανήκει στη Folli Follie Holdings S.A. και όχι στη Folli Follie ΑΕΒΕ. Η Deloitte το έχει αποτιμήσει κοντά στην προαναφερθείσα αξία των 25 εκατ. ευρώ, που θεωρείται χαμηλή για τέτοιου μεγέθους κτίριο στην καρδιά της πρωτεύουσας, αλλά όχι για την κατάστασή του: παραμένει επί δύο δεκαετίες κλειστό και βρίσκεται κυριολεκτικά μόνο με τα μπετά. Αν και υπήρχαν αρκετοί συνιδιοκτήτες, με τον χρόνο η οικογένεια Κουτσολιούτσου «ωρίμασε το ιδιοκτησιακό» και τώρα φέρεται να διαθέτει τον πλήρη έλεγχο με κάποια δικαιώματα μειοψηφίας να είναι de facto υποχρεωμένα να ακολουθούν τις αποφάσεις της Folli Follie Holdings, αναφέρουν συμβολαιογραφικές πηγές. Το ιστορικό κτίριο βρίσκεται στην κατάληξη της οδού 28ης Οκτωβρίου προς την Ομόνοια και μεταξύ αυτής και των οδών Σατωβριάνδου, Δώρου και Βερανζέρου και καλύπτει τα τρία τέταρτα τουλάχιστον ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου. Η συνολική δομημένη επιφάνεια είναι της τάξης των 20.000 τετραγωνικών μέτρων.
Αλλες πηγές της αγοράς, πάντως, θεωρούν το τίμημα των 25 εκατ. υψηλό, δεδομένης τόσο της κατάστασης του κτιρίου, που απαιτεί σημαντικές επενδύσεις για τη διαμόρφωσή του, όσο και λόγω της ευρύτερης χωροθέτησής του: η περιοχή, αν και θεωρείται πολλά υποσχόμενη, είναι επί του παρόντος προβληματική και υποβαθμισμένη εξαιτίας της τοπικής εγκληματικότητας και της γειτνίασής της με την περιοχή του Πολυτεχνείου, όπου σχεδόν καθημερινά σημειώνονται καταστροφές από περιθωριακά στοιχεία.
«Η αγορά του Μινιόν σήμερα αποτελεί πολύ δύσκολο στοίχημα, αφού ο επενδυτής θα κληθεί να προβλέψει πώς θα μετεξελιχθεί η περιοχή μεσοπρόθεσμα», αναφέρει στην «Κ» επιχειρηματίας του κλάδου του λιανεμπορίου. Η χρήση του ως ξενοδοχείου θεωρείται επίσης πιθανό σενάριο αξιοποίησης, άλλα και επ’ αυτού του μοντέλου διατυπώνονται επιφυλάξεις λόγω υπερπροσφοράς νέων δωματίων στο κέντρο της Αθήνας, και όχι μόνον, από νέες αναπτύξεις που θα μπουν στην αγορά τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Για το κτίριο έχει ενδιαφερθεί στο παρελθόν και μεγάλη ξένη αλυσίδα πώλησης αθλητικών ειδών, που όμως δεν προχώρησε τελικά για διαφόρους λόγους, αναφέρουν πρόσωπα με γνώση εκείνων των συζητήσεων. Επίσης, η ίδια η Folli Follie εξέτασε την προοπτική να δημιουργήσει εκεί το δικό της πολυκατάστημα, αλλά δεν προχώρησε τελικά.
Σε κάθε περίπτωση, η Folli Follie εκτιμάται πως θα προσπαθήσει να κινηθεί άμεσα, όχι μόνον επειδή έχει άμεση ανάγκη τη ρευστότητα, αλλά και επειδή είναι πιθανόν κάποιος από τους πιστωτές να σπεύσει να αξιώσει την αποζημίωσή του επιχειρώντας τη βίαιη εκποίηση του κτιρίου.
Το πολυκατάστημα-θρύλος της Αθήνας
Η ιστορία του Μινιόν είναι συνυφασμένη με αυτή της σύγχρονης Αθήνας: Το 1934 ο Γιάννης Γεωργακάς ίδρυσε με έναν συνεταίρο το πρώτο περίπτερο στα Χαυτεία, με το όνομα «Το Μινιόν». Από τη δεκαετία του 1950 και μετά εξελίχθηκε σταδιακά σε μεγάλο πολυκατάστημα, με 120.000 είδη και 1.000 άτομα προσωπικό, καθιστώντας την ονομασία του σαφέστατα οξύμωρη. Μάλιστα, κατά τη δεκαετία του ’70, το Μινιόν είχε πια καταστεί ένα γιγαντιαίο για τα μεγέθη της εποχής σύγχρονο πολυκατάστημα, που κατατάχθηκε ενδέκατο σε μέγεθος με βάση τις πωλήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, με ετήσιο κύκλο εργασιών της τάξεως του ενός δισ. δραχμών (2,9 εκατ. ευρώ).
Το 1980 όμως, εν μέσω της εορταστικής περιόδου, τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου, μια μεγάλη φωτιά που αποδείχτηκε πως οφειλόταν σε εμπρησμό κατέστρεψε το πολυκατάστημα. Με πολύ μεγάλα δάνεια αποκαταστάθηκαν οι ζημιές στο κτίριο και το κατάστημα επαναλειτούργησε σε χρόνο ρεκόρ, αλλά τελικά το 1983 η επιχείρηση, λόγω των πολύ μεγάλων χρεών και της οικονομικής κρίσης που ενέσκηψε στη χώρα εκείνη την περίοδο, κρατικοποιήθηκε και έγινε μια από τις λεγόμενες «προβληματικές επιχειρήσεις».
Ουδέποτε ξανά παρουσίασε κέρδη, με αποτέλεσμα το 1998 να χρεοκοπήσει οριστικά. Τότε το κτίριο αγοράστηκε από την οικογένεια Φάις (Elmec Sports), η οποία είχε φιλοδοξίες να επαναλειτουργήσει το κατάστημα έπειτα από ανακαίνιση. Τελικά όμως η Elmec πουλήθηκε στη συνέχεια στον όμιλο Folli Follie, ο οποίος, αφού προσπάθησε το 2012 ανεπιτυχώς να το ενοικιάσει στο υπουργείο Περιβάλλοντος με μηνιαίο μίσθωμα 180.000 ευρώ, έκανε κάποια σχέδια για την επαναλειτουργία του.
Τα σχέδια αυτά, ωστόσο, σταμάτησε ο Gabriel Grego της Quintessential Capital Management, που στις αρχές Μαΐου του 2018 κατήγγειλε πως η Folli Follie παρουσίαζε πλαστά υψηλές πωλήσεις κατά ένα δισεκατομμύριο περίπου και είχε ανύπαρκτα κέρδη, ενώ από το ταμείο που δήλωνε έλειπαν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Εκτοτε ο όμιλος έχασε πολλές μάρκες, έκαψε όσες δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ταμείο είχε στην πραγματικότητα και πούλησε ακίνητα, όπως το διαμέρισμα που χρησιμοποιούσε η οικογένεια των ιδρυτών στο Χονγκ Κονγκ, αλλά και το ελικόπτερό τους. Από τα μη δεσμευμένα αξιόλογα ακίνητα σήμερα έχουν μείνει μόνον το Μινιόν και τα ναυπηγεία της Planaco στην Αίγινα.
Πηγή: Kathimerini.gr