Ο Ορλάντο Μπράβο ανακάλυψε την κλίση του νωρίς. Το 1985, σε ηλικία 15 ετών, ταξίδεψε από το σπίτι του στο Mayagüez, στο Πουέρτο Ρίκο, μια μικρή πόλη στη δυτική ακτή του νησιού, στο Bradenton της Φλόριντα, για να εγγραφεί στη μυθική για την πειθαρχία και τη δυσκολία της ακαδημία του θρυλικού γκουρού του τένις Nick Bollettieri.
Ο Μπράβο ξυπνούσε από το χάραμα για να πάει στην τάξη του στην Επισκοπική Σχολή του Αγίου Στεφάνου και το μεσημέρι πήγαινε στα γήπεδα τένις του Bollettieri. Πέρασε ώρες να συναγωνίζεται συμμαθητές του όπως ο Andre Agassi και ο Jim Courier κάτω από τον καυτό ήλιο.
Το σούρουπο, μετά από μια ώρα για να κάνει ντους και να φάει, μελετούσε και στη συνέχεια αποσυρόταν σε ένα διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων, όπου μοιραζόταν το δωμάτιο που ήταν εξοπλισμένο με κουκέτες, όπως στους στρατώνες, με άλλους τρεις παίκτες. Αυτή ήταν η καθημερινότητά του, έξι ημέρες την εβδομάδα, για έναν ολόκληρο χρόνο. “Ήταν η τενιστική έκδοση του ‘Άρχοντα των Μυγών’”, (σ.σ. αναφορά στο μυθιστόρημα του νομπελίστα βρετανού συγγραφέα Ουίλιαμ Γκόλντινγκ “Lord of the Flies”), λέει χαρακτηριστικά ο πρώην συγκάτοικός του, Jim Courier.
Το σκληρά ανταγωνιστικό περιβάλλον βοήθησε τον Bravo να αναρριχηθεί στο top-40 της αμερικανική κατάταξης νέων στο τένις. Ήταν το αποκορύφωμά του. “Ήταν αρκετά ταπεινωτικό”, θυμάται ο Bravo, ο οποίος εξακολουθεί να παραμένει σε φόρμα παίζοντας κάθε βδομάδα τένις. “Ήταν ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο σκληρής δουλειάς. Διαπίστωσα ότι μπορούσα να λειτουργήσω υπό ιδιαίτερη πίεση”.
Αυτό το θάρρος και η επιμονή τον οδήγησαν τελικά στα κορυφαία κλιμάκια του κλάδου private equity παγκοσμίως. Λίγοι πέραν όσων κινούνται στον χώρο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών έχουν ακούσει για τον 49χρονο Bravo, αλλά αυτός είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την πιο “hot” εταιρεία της Wall Street, η οποία διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία 39 δισ. δολαρίων, την Thoma Bravo.
Τον Φεβρουάριο, η Σχολή Ανωτάτων Εμπορικών Σπουδών του Παρισιού (HEC Paris), σε συνεργασία με τον Dow Jones, ανέδειξαν την Thoma Bravo ως την εταιρεία επενδύσεων με τις καλύτερες επιδόσεις στον κόσμο, αφού εξέτασε 898 funds που αναδύθηκαν μεταξύ του 2005 και του 2014. Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία που ανέλυσε το Forbes, τα funds της εταιρείας απέφεραν απόδοση 30% ετησίως, πολύ καλύτερη από αυτές διάσημων επενδυτικών επιχειρήσεων όπως η KKR, η Blackstone και η Apollo Global Management. Απόδοση καλύτερη ακόμη και από αυτήν της εταιρείας επενδύσεων σε επιχειρήσεις λογισμικού Vista Equity Partners, που αποτελεί τον κυριότερο ανταγωνιστή της Thoma Bravo και την οποία διαχειρίζεται ο Robert F. Smith, ο Αφροαμερικανός δισεκατομμυριούχος που πρόσφατα απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα καθώς προέβη στην αποπληρωμή των φοιτητικών δανείων της τάξης αποφοίτων του Morehouse College.
Από τις αρχές του 2015, ο Bravo πούλησε ή συμμετείχε σε 25 επενδύσεις συνολικού ύψους 20 δισ. δολαρίων, ποσό που αντιστοιχεί σε τέσσερις φορές το ύψος των κεφαλαίων που επένδυσε. Το μυστικό του; Επενδύει μόνο σε εδραιωμένες εταιρείες λογισμικού, ειδικά σε εκείνες με σαφώς διακριτά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.
“Τα οικονομικά στοιχεία του κλάδου λογισμικού ήταν ιδιαίτερα ισχυρά. Δεν έμοιαζε (σ.σ. ο κλάδος) με κανέναν άλλο από όσους είχα αναλύσει”, λέει ο Bravo, καθισμένος στο γραφείο του που βρίσκεται στο κτίριο Transamerica Pyramid στο Σαν Φρανσίσκο. Φοράει μωβ χειροποίητο πουκάμισο και μιλά με ελαφριά πορτορικανή προφορά. “Ήταν απλούστατα πολύ προφανές”, λέει.
Το ντεμπούτο στη λίστα του Forbes
Η εταιρεία του Bravo έχει πραγματοποιήσει 230 συμφωνίες στον κλάδο του λογισμικού, αξίας άνω των 68 δισ. δολαρίων από το 2003 και επί του παρόντος διαχειρίζεται ένα χαρτοφυλάκιο 38 εταιρειών λογισμικού που πραγματοποιούν ετήσια έσοδα περίπου 12 δισ. δολαρίων και απασχολούν 40.000 άτομα. Το Forbes υπολογίζει την αξία της εταιρείας, η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στον Bravo και μια χούφτα συνεργάτες του, σε 7 δισεκατομμύρια δολάρια. Με βάση το μερίδιό του στην επιχείρηση και τα χρήματα που έχει επενδύσει μέσω αυτής, η περιουσία του Bravo ανέρχεται στα 3 δισ. δολάρια. Αυτό όχι μόνο τον καθιστά τον πρώτο Πορτορικανό δισεκατομμυριούχο, αλλά ήταν και αρκετό ώστε ο Bravo να κάνει το ντεμπούτο του, στη 287η θέση, στη φετινή κατάταξη του Forbes με τους 400 πλουσιότερους Αμερικανούς.
Όπως ένας καλός παίκτης του τένις, που έχει δουλέψει ακούραστα τα “χτυπήματά” του, ο Bravo έχει κάνει τη δουλειά του επενδυτή να φαίνεται απλή. Δεν υπάρχουν περίπλοκα κόλπα. Ανακάλυψε πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες ότι το λογισμικό και οι επενδύσεις ιδιωτικών κεφαλαίων αποτελούν έναν εξαιρετικό συνδυασμό. Έκτοτε, ο Bravo δεν επένδυσε πουθενά αλλού εκτός από την τελειοποίηση της στρατηγικής και της τεχνικής του, συμφωνία τη συμφωνία. Κυνηγάει εταιρείες με καινοτόμα προϊόντα λογισμικού, όπως η Veracode, η εταιρεία λογισμικού ασφαλείας για κωδικοποιητές με έδρα το Burlington της Μασαχουσέτης, ή η Ellie Mae που εδρεύει στο Pleasanton της Καλιφόρνια και έχει δημιουργήσει το προεπιλεγμένο σύστημα για τις online διατραπεζικές συναλλαγές ενυπόθηκων δανείων, την οποία εξαγόρασε η Thomas Bravo έναντι 3,7 δισ. δολαρίων τον Απρίλιο.
Οι εταιρείες στις οποίες επενδύει εμφανίζουν συνήθως επαναλαμβανόμενες πωλήσεις τουλάχιστον 150 εκατ. δολαρίων και δραστηριοποιούνται σε αγορές που είναι πολύ εξειδικευμένες για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των γιγάντων όπως η Microsoft και η Google. Ο Bravo επιδιώκει να τριπλασιάσει το μέγεθός τους με καλύτερη διαχείριση, ενώ μέχρι τη στιγμή που θα “χτυπήσει”, έχει ήδη καταρτίσει στρατηγική εξαγοράς ή ανάκαμψης.
Εν τω μεταξύ, η δεξαμενή των δυνητικών συμφωνιών μεγαλώνει. Σήμερα υπάρχουν περισσότερες από 75 εισηγμένες εταιρείες λογισμικού, αξίας περίπου 1 τρισ. δολαρίων, τις οποίες ο Bravo μπορεί να στοχεύσει, έναντι λιγότερων από 20, αξίας κάτω των 100 δισ. δολαρίων, που υπήρχαν πριν από μία δεκαετία. Την ίδια στιγμή, επενδυτές σε όλο τον κόσμο επιζητούν να συμμετάσχουν στις επενδύσεις του και έχουν έτοιμα τα βιβλία επιταγών για να χρηματοδοτήσουν την επόμενη μεγάλη συμφωνία του. “Οι ευκαιρίες σήμερα είναι μεγαλύτερες από ποτέ”, λέει ο Bravo. “Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια τεράστια, εκρηκτική και μεταβαλλόμενη βιομηχανία”.
Ο δρόμος ενός “αουτσάιντερ” προς την επιτυχία
Η πορεία του Οrlando Bravo ωστόσο δεν ήταν ένας “περίπατος προς την επιτυχία”. Γεννήθηκε σε προνομιούχο περιοχή του Πουέρτο Ρίκο, στην ισπανική αποικιακή πόλη Mayagüez, η οποία για δεκαετίες αποτελούσε το λιμάνι-βάση για τους αλιείς τόνου που τροφοδοτούσαν τις τοπικές κονσερβοποιίες τόνου Starkist, Neptune και Bumble Bee.
Ξεκινώντας το 1945, ο παππούς του, Orlando Bravo, και αργότερα ο πατέρας του, Orlando Bravo Sr., δημιούργησαν την Bravo Shipping, η οποία ενεργούσε ως πράκτορας-διαμεσολαβητής για τα πλοία αλιείας τόνου που έφταναν στο λιμάνι του Mayagüez. Ήταν μια κερδοφόρα επιχείρηση. Οι γονείς του, μαζί με τον ίδιο και τον μικρότερο αδερφό του Alejandro, μετακόμισαν σε μια κοινότητα που σήμερα θεωρείται γκέτο, στους λόφους του Mayagüez, όπου τα δύο αδέρφια φοίτησαν σε ιδιωτικά σχολεία και σμιλεύτηκαν στο οικογενειακό, 16 ποδών, μηχανοκίνητο σκάφος.
Αφότου ασχολήθηκε με το τένις, σε ηλικία 8 ετών, εξασκούμενος στο γήπεδο του τοπικού πανεπιστημίου και του ξενοδοχείου Hilton, ο Bravo και η οικογένειά του άρχισαν να πηγαίνουν τα Σαββατοκύριακα, στο Σαν Χουάν, οδηγώντας δυόμιση ώρες δρόμο, ώστε να του δώσουν την ευκαιρία να εξασκηθεί υπό πιο ανταγωνιστικές συνθήκες. “Αυτό που αγάπησα πιο πολύ στο τένις ήταν η ευκαιρία”, θυμάται. “Είμαι από το Mayagüez και θα πάω στην μεγάλη πόλη, θα τα καταφέρω”, λέει. “Πάμε! Ο αουτσάιντερ!”
Γρήγορα εξελίχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους παίκτες του Πουέρτο Ρίκο, κάτι που του εξασφάλισε το εισιτήριο για την ακαδημία του Bollettieri και στη συνέχεια μια θέση στην ομάδα τένις του Brown University. “Φοβόμουν τόσο πολύ πως δεν θα τα κατάφερνα”, λέει ο Bravo για την Ivy League, (την “επίλεκτη” αθλητική ένωση των 8 κορυφαίων ιδιωτικών πανεπιστημίων της βορειοανατολικής πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών) ώστε πήρε τα περισσότερα μαθήματα “pass/fail” που μπορούσε ως πρωτοετής φοιτητής. Ωστόσο, γρήγορα βρήκε το βηματισμό του και αποφοίτησε ως μέλος της φοιτητικής αδελφότητας Phi Beta Kappa το 1992 λαμβάνοντας δύο πτυχία, οικονομικών και πολιτικών επιστημών. Αυτό τον βοήθησε να εξασφαλίσει μια δουλειά περιοπής ως αναλυτής στο τμήμα συγχωνεύσεων και εξαγορών της Morgan Stanley. Εκεί έκανε το “αγροτικό” του, εργαζόμενος 100 ώρες την εβδομάδα δίπλα στον διάσημο dealmaker Joseph Perella.
Στο “κυνήγι” επενδύσεων
Η ευχέρεια του Bravo στην ισπανική γλώσσα τον “τοποθέτησε” στην εξυπηρέτηση πελατών, τη στιγμή που άλλοι αναλυτές δούλευαν “κλειδωμένοι” στα data rooms. Το 1993, συμμετέχοντας στη διαπραγμάτευση εξαγοράς της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Pueblo Xtra International από τον Βενεζουελάνο δισεκατομμυριούχο Gustavo Cisneros, γνώρισε για πρώτη φορά τον κόσμο των εξαγορών. Αλλά αυτό που κυρίως έμαθε, όπως λέει, είναι ότι δεν ήθελε να γίνει τραπεζίτης.
Ο Bravo τελικά βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο του Stanford, όπου είχε ήδη γίνει δεκτός στη νομική σχολή, αλλά ήθελε επίσης να φοιτήσει και στο τμήμα διοίκησης επιχειρήσεων. Η επιμονή του τελικά του εξασφάλισε την έγκριση να παρακολουθήσει και τις δύο σχολές. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού εργαζόταν σε μια εταιρεία στο Menlo Park της Καλιφόρνια, την οποία είχε συστήσει ο Seaver Kent από κοινού με την Texas Pacific Group (TPG) του David Bonderman, και η οποία εξειδικευόταν σε μεσαίου μεγέθους επιχειρηματικές συμφωνίες. Μετά την αποφοίτησή του το 1998, ο Bravo δεν έλαβε κάποια πρόταση για δουλειά ούτε από την κοινοπραξία ούτε από την TPG, και έτσι πέρασε μήνες προσπαθώντας να βρει δουλειά. Μετά από καμιά εκατοστή προσπάθειες, το βιογραφικό του Bravo έπεσε στα χέρια του Carl Thoma, ιδρυτικού εταίρου της επενδυτικής εταιρείας Golder, Thoma, Cressey, Rauner (γνωστής ως GTCR) με έδρα το Σικάγο, η οποία και τον “τσίμπησε”. “Το μεγαλύτερο λάθος της Texas Pacific Group ήταν ότι… δεν του προσέφεραν δουλειά”, λέει ο Thoma, 71 ετών, τον οποίο το Forbes κατατάσσει επίσης στους δισεκατομμυριούχους με βάσει τα στοιχεία για τις συμμετοχές του σε εισηγμένες εταιρείες.
Ο Carl Thoma, ένας ήπιων τόνων άνθρωπος, του οποίου οι γονείς είχαν ράντσο στην Οκλαχόμα, ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της “βιομηχανίας” επενδύσεων κεφαλαίων στη δεκαετία του 1970. Ο ίδιος και οι εταίροι του είχαν υιοθετήσει μια πιο φιλική στρατηγική εξαγορών, η οποία ξεκίνησε από τον Michael Milken, εστιάζοντας στην αγορά μικρών επιχειρήσεων και στη μεγέθυνσή τους μέσω εξαγορών. Όταν το 1998 έκανε την εμφάνισή του ο Bravo, ο Thoma και ο συνεργάτης του Bryan Cressey τα είχαν μόλις “σπάσει” με τους άλλους δύο εταίρους της GTCR, τον Stanley Golder και τον Bruce Rauner, και είχαν ιδρύσει την Thoma Cressey. Ο Thoma έστειλε τον Bravo στο Σαν Φρανσίσκο για “κυνήγι” επενδύσεων, με τελικό στόχο να ενισχύσει την παρουσία της επιχείρησης στην περιοχή του Κόλπου.
Οι πρώτες συμφωνίες που έκλεισε ο Bravo, πριν ακόμη κλείσει τα 30, ήταν καταστροφή. Χρηματοδότησε δύο startup εταιρείες σχεδίασης ιστοσελίδων, τη NerveWire και τη Eclipse Networks, ακριβώς την εποχή που έσκασε η “φούσκα” των dot-com. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει ο Bravo το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων, ύψους 100 εκατ. δολαρίων, που είχε επενδύσει στις δύο εταιρείες. “Αυτό που έμαθα ήταν ότι δεν ήθελα ποτέ ξανά να κάνω ριψοκίνδυνες επενδύσεις”, λέει ο Bravo. “Ήταν πολύ δύσκολο να το ξεπεράσω”, προσθέτει. Εν τω μεταξύ, και η Thoma Cressey έδινε τον δικό της αγώνα, έχοντας να αντιμετωπίσει ανεπιτυχείς επενδύσεις στον τομέα πετρελαίου και φυσικου αερίου αλλά και στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών. Εκείνη την εποχή η Thoma Cressey ήταν μεταξύ των επενδυτικών εταιρειών με τις χειρότερες αποδόσεις.
Η έλξη των εταιρειών λογισμικού
Ωστόσο, αυτές οι αποτυχίες οδήγησαν σε μια αποκάλυψη που σύντομα απέφερε στον Bravo και τους συνεργάτες του δισεκατομμύρια. Ο ίδιος συνειδητοποίησε ότι το λάθος του ήταν πως επένδυε σε νεοφυείς επιχειρήσεις, μια εγγενώς επικίνδυνη κίνηση, τη στιγμή που με τα ίδια κεφάλαια θα μπορούσε να αγοράσει εδραιωμένες εταιρείες που πωλούσαν εξειδικευμένο λογισμικό σε πιστούς πελάτες. Με τις ευλογίες του Thoma, ο Bravo έστρεψε το ενδιαφέρον του και εξειδικεύτηκε σε αυτές τις επιχειρήσεις. Με το πέρας της κρίσης των dot-com, η αγορά ήταν γεμάτη με κλυδωνιζόμενες εταιρείες που είχαν εισαχθεί στο χρηματιστήριο κατά τη διάρκεια της “φούσκας” και για τις οποίες υπήρχαν πλέον λίγοι ενδιαφερόμενοι αγοραστές. Ο Bravo σήκωσε λοιπόν τα μανίκια και έπιασε δουλειά. Η πρώτη του μεγάλη κίνηση, το 2002, ήταν να αγοράσει την Prophet 21, έναν προμηθευτή λογισμικού για εμπορικές εταιρείες του κλάδου υγειονομικής περίθαλψης και της μεταποίησης, με έδρα το Yardley, της Πενσυλβανίας.
Αντί να προχωρήσει στην “εκκαθάριση” την υφιστάμενης διοίκησης, ο Bravo κράτησε τον CEO της εταιρείας, Chuck Boyle, και συνεργάστηκε μαζί του για την ανάπτυξη της εταιρείας, κυρίως μέσω εξαγοράς των ανταγωνιστών της. Όταν για παράδειγμα, ο Boyle έβαλε στο στόχαστρο την εταιρεία Faspac, ο Bravo πέταξε στο Σαν Ντιέγκο και για πέντε ημέρες ξεψάχνισε τις πολυσέλιδες συμβάσεις της Faspac για να διαπιστώσει εάν άξιζε η εξαγορά. “Ο Orlando βοηθούσε όχι μόνο στη χάραξη της στρατηγικής, αλλά και όταν έπρεπε να γίνει σκληρή χαμαλοδουλειά”, θυμάται ο Boyle. Μετά από επτά εξαγορές, ο Bravo πούλησε την επιχείρηση για 215 εκατ. δολάρια, βγάζοντας πέντε φορές τα χρήματα που είχε επενδύσει.
Το λογισμικό έγινε γρήγορα το αποκλειστικό αντικείμενο ενασχόλησης του Bravo, ενώ η Thoma Cressey άρχισε να ευημερεί. Μέχρι το 2005, οι Bravo και Thoma είχαν προσλάβει τρεις υπαλλήλους, τους Scott Crabill, Holden Spaht και Seth Boro, με στόχο να εστιάσουν σε επενδύσεις επιχειρήσεων λογισμικού, κυβερνοασφάλειας και διαδικτύου. Όλοι τους παραμένουν στην εταιρεία έως σήμερα ως διευθυντικά στελέχη.
Η μεγάλη ευκαιρία του Bravo ήρθε ωστόσο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, όταν ο Thoma διέκοψε τη συνεργασία του με τον Bryan Cressey, ο οποίος επένδυε στον τομέα της υγείας, και έβαλε το όνομα του Bravo στη φίρμα, δημιουργώντας την Thoma Bravo. Έκτοτε, η εταιρεία επενδύει μόνο σε επιχειρήσεις λογισμικού, με τον Bravo να κρατά το τιμόνι.
Ακολούθησε μια σειρά από εξαγορές δισεκατομμυρίων δολαρίων -η καλιφορνέζικη εταιρεία ασφάλειας δικτύων Blue Coat, η επίσης καλιφορνέζικη εταιρεία χρηματοοικονομικού λογισμικού Digital Insight και η εταιρεία λογισμικού διαχείρισης έργων Herndon, στη Βιρτζίνια- οι οποίες όλες υπερδιπλασίασαν την αποτίμησή τους υπό την επίβλεψη του Bravo. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επενδύσεις που πραγματοποίησε η εταιρεία σε επιχειρήσεις λογισμικού το 2009 είχαν καθαρή ετήσια απόδοση 44% μέχρι και τη στιγμή που πούλησε τις συμμετοχές της, αποφέροντας στους επενδυτές τέσσερις φορές τα χρήματά τους και αποδεικνύοντας τη σημασία της πειθαρχίας και της εξειδίκευσης. “Κάθε φορά που εξετάζαμε μια συμφωνία που δεν αφορούσε λογισμικό, ο κλάδος του λογισμικού φαινόταν πολύ καλύτερη επιλογή”, υπογραμμίζει ο Bravo.
Είναι τέλη Μαΐου και η εταιρεία του Orlando Bravo στον 20ο όροφο του Transamerica Pyramid, με θέα στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, είναι γεμάτη με δεκάδες διευθυντικά στελέχη του τεχνολογικού κλάδου από τις εταιρείες που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιό του. Στελέχη της Quorum Software στο Χιούστον, που αναπτύσσει τεχνολογικά συστήματα για εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, σμίγουν με τους ειδικούς στην κυβερνοασφάλεια της καλιφορνέζικης Imperva. Κουβαλούν τις αποσκευές τους αλλά και τα οικονομικά βιβλία των εταιρειών τους, καθώς έρχονται για να χαράξουν την εταιρική στρατηγική τους με τα στελέχη της Thoma Bravo.
Πρόκειται για μία από τις μηνιαίες επιχειρηματικές συναθροίσεις της Thoma Bravo, όπου καταστρώνονται σχέδια για νέες εξαγορές και πραγματοποιούνται εξαντλητικές, ολοήμερες συναντήσεις, που είναι όμως κρίσιμες για την επιτυχία της. Οι συνεργάτες του Bravo συχνά συνωστίζονται στο σπαρτιατικής αισθητικής γραφείο του με τους γυάλινους τοίχους, ενώ στο βάθος κατασκευάζονται χώροι εργασίας για 13 νέους συνεργάτες.
Η στρατηγική του
Μετά από δύο δεκαετίες ενασχόλησης με το λογισμικό, ο Bravo είναι σε θέση πλέον να αντιλαμβάνεται με σαφήνεια τις καταστάσεις. Για παράδειγμα, όταν μια εταιρεία λανσάρει ένα πρωτοποριακό προϊόν, οι πωλήσεις της εκτοξεύονται, όμως στη συνέχεια αναπόφευκτα επιβραδύνονται καθώς “αναδύονται” ανταγωνιστές. Συχνά ο CEO της με αφορμή αυτό το γεγονός θα επιδιώξει να στραφεί σε νέες αγορές ή να ξοδέψει περισσότερα για να αναζωπυρώσει τις πωλήσεις. Είναι η τακτική “των πολλαπλών ανοιγμάτων” σύμφωνα με τον Bravo. Αντίθετα, η δική του προσέγγιση είναι διαφορετική. O Bravo και οι εταίροι του, 10 τον αριθμό, καθώς και 22 νυν και πρώην ειδικοί του software, που συνεργάζονται με την εταιρεία ως σύμβουλοι, περνούν από κόσκινο την εταιρεία. Εξετάζουν την πορεία των κερδών και των ζημιών για κάθε στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας και εξετάζουν προσεκτικά τις συμβάσεις της αναζητώντας κακές συμφωνίες ή υποτιμημένα προϊόντα. Εξάλλου, προϋπόθεση για να επενδύσει η Thoma Bravo σε μια εταιρεία είναι η υφιστάμενη διοίκησή της να συμφωνήσει με αυτή τη στρατηγική.
Φυσικά γίνονται και απολύσεις. Αυτές μπορεί να φτάσουν έως και το 10% του εργατικού δυναμικού, γεγονός για το οποίο ο Bravo δεν απολογείται. “Προκειμένου να επαναπροσδιορίσεις τη θέση μιας επιχείρησης και να την προετοιμάσεις για μια πορεία μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, θα πρέπει πρώτα να κάνεις ένα βήμα πίσω προτού προχωρήσεις. Είναι σαν τον μποξ”, λέει. “Πρόκειται για περιουσιακά στοιχεία με σπουδαίους, καινοτόμους ανθρώπους, που συνήθως χωλαίνουν σε επίπεδο management”, σημειώνει.
Ο Mark Bishof, πρώην διευθύνων σύμβουλος της Flexera Software, εταιρείας εφαρμογών διαχείρισης, την οποία εξαγόρασε ο Bravo το 2008 έναντι 200 εκατ. δολαρίων και την οποία πούλησε έναντι σχεδόν 1 δισ. δολαρίων τρία χρόνια αργότερα, συνοψίζει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο την προσέγγιση του Orlando: “Απλώς περικόπτει όλες τις βλακείες. Είναι αναζωογονητικό”. Τα κέρδη της Flexera αυξήθηκαν κατά 70% υπό τον έλεγχο του Bravo, κυρίως χάρη σε τέσσερις μεγάλες εξαγορές.
Υπό την επίβλεψη της Thoma Bravo, οι επιχειρήσεις της εμφάνισαν το 2018 αύξηση των ταμειακών ροών τους καθώς τα περιθώρια κέρδους τους ανήλθαν στο 35%, σχεδόν τριπλάσια εκείνων μιας μεσαίου μεγέθους εισηγμένης εταιρείας λογισμικού. “Είναι σαν την προπόνηση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες… Βάζεις έναν στόχο (με ορίζοντα τετραετίας), και αυτό είναι ξεκάθαρο”, λέει ο Bravo. Η σημερινή κατάσταση της αγοράς προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι η Compuware, από τους πρωτοπόρους του τομέα εφαρμογών λογισμικού υπολογιστικών συστημάτων. Το 2013, αυτός ο γίγαντας του κλάδου, εισηγμένος στον Nasdaq, κλυδωνιζόταν και είχε βάλει πωλητήριο. Το ενδιαφέρον για την απόκτησή του ήταν ελάχιστο, περάν αυτού του Bravo και του συνεργάτη του Seth Boro, οι οποίοι είχαν βάλει στο μάτι το Dynatrace, ένα λογισμικό που βοήθησε τις εταιρείες να μεταφέρουν τις βάσεις δεδομένων στο υπολογιστικό νέφος (cloud), το οποίο είχε αποκτήσει η Compuware το 2011. Η Thoma Bravo εξαγόρασε την Compuware έναντι 675 εκατ. δολαρίων σε μετρητά συν 1,8 δισ. δολαρίων μέσω δανεισμού, και στη συνέχεια προχώρησε στην απόσχιση του τμήματος Dynatrace σε μια νέα εταιρεία. Το δίδυμο στη συνέχεια έστρεψε τη δραστηριότητα της Dynatrace από την πώληση αδειών βάσης δεδομένων, κάποτε το ισχυρό χαρτί της, στη συνδρομητική παροχή υπηρεσιών cloud, που σήμερα αντιπροσωπεύουν το 70% των πωλήσεών της. Τον περασμένο Αύγουστο, η Dynatrace μπήκε στο χρηματιστήριο, και το 70% που κατέχει στο μετοχικό της κεφάλαιο η Thoma Bravo αποτιμάται σήμερα σε περισσότερα από 4 δισ. δολάρια, ενώ οι υπόλοιπες δραστηριότητες της Compuware έχουν αξία σχεδόν 1 δισ. δολαρίων επιπλέον. “Έμαθα περισσότερα για το χτίσιμο μιας αποτελεσματικής εταιρείας λογισμικού τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια από ό,τι στα πρώτα 30 χρόνια της καριέρας μου”, λέει ο διευθύνων σύμβουλος της Dynatrace, John Van Siclen.
Οι νέοι στόχοι
Με νέα κεφάλαια ύψους 12,6 δισ. δολαρίων που συγκέντρωσε κατά τον 13ο γύρο χρηματοδότησης το 2018, ο Bravo κοιτάζει πλέον σε deals άνω των 10 δισ. δολαρίων και προσβλέπει σε εξαγορές ολόκληρων τμημάτων τεχνολογικών γιγάντων. Ωστόσο, λόγω εν μέρει της επιτυχημένης πορείας που έχει καταγράψει η εταιρεία του, τώρα έχει να αντιμετωπίσει μεγαλύτερο ανταγωνισμό. Βαριά ονόματα όπως η Blackstone και η KKR πραγματοποιούν ολοένα και περισσότερες συμφωνίες στον χώρο του λογισμικού, όπως και ο εδώ και χρόνια αντίπαλός του, η Vista Equity. Επιπλέον, δεν του είναι άγνωστα και τα λάθη. Η εταιρεία λογισμικού ψηφιακού εντοπισμού Riverbed Technology, την οποία εξαγόρασε ο Bravo το 2015 έναντι 3,6 δισ. δολαρίων, αγωνίζεται σήμερα να επιβιώσει λόγω της επιβράδυνσης των πωλήσεων αλλά και του υψηλού χρέους της. Ο ίδιος πάντως δεν ανησυχεί. “Υπάρχουν μεγαλύτερες και καλύτερες εταιρείες που θέλουν ‘υποστήριξη’ σε σχέση με 10 χρόνια πριν”, λέει.
Το μεγάλο στοίχημα
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ωστόσο στην παρούσα φάση, βρίσκεται στο Πουέρτο Ρίκο, εκεί που ξεκίνησαν όλα. Τον Μάιο ο Bravo ανακοίνωσε ότι θα συνεισφέρει 100 εκατ. δολάρια στο Ίδρυμα της οικογένειας Bravo, για την προώθηση της επιχειρηματικότητας και της οικονομικής ανάπτυξης του νησιού.
Αφορμή για την δημιουργία του Bravo Family Foundation ήταν ο τυφώνας “Μαρία”, το καταστροφικό πέρασμα του οποίου έπληξε το νησί πριν από δύο χρόνια. Ο Bravo ήταν τότε στην Ιαπωνία, συγκεντρώνοντας κεφάλαια για ένα ακόμη fund της Thoma Bravo όταν έμαθε τα νέα και άρχισε απεγνωσμένα να προσπαθεί να επικοινωνήσει με τους γονείς του που ζούσαν την πρωτεύουσα του Πουέρτο Ρίκο. Οι γονείς του ήταν καλά, αλλά το νησί όχι.
Πέντε ημέρες αργότερα, πέταξε με το ιδιόκτητο αεροπλάνο του και σχεδόν μισό τόνο προμήθειες σε τρόφιμα και νερό, δορυφορικά τηλέφωνα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, στο αεροδρόμιο της Aguadilla, κοντά στο Mayagüez. Όταν άνοιξε η πόρτα του αεροσκάφους του, είδε τον φόβο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του υπαλλήλου του αεροδρομίου, κάτι που θα του μείνει αξέχαστο όπως λέει. “Το μόνο που θα μπορούσε να πει κανείς ήταν ‘λυπάμαι για ό,τι σας συνέβη”.
Επέστρεψε στο νησί δύο εβδομάδες αργότερα με περισσότερους από 3 τόνους προμήθειες. Μετά έστειλε ένα αεροσκάφος DC-10 γεμάτο προμήθειες, πριν ναυλώσει τελικά δύο πλοία για να μεταφέρουν 270 τόνους ειδών πρώτης ανάγκης. “Ήταν σαν την αναζήτηση επενδυτών”, λέει ο Bravo όσον αφορά τη συγκέντρωση δωρεών. Ο ίδιος συνεισέφερε 3 εκατ. δολάρια μόνο τις πρώτες 30 ημέρες, ενώ συνολικά διέθεσε το ποσό των 10 εκατ. δολαρίων για την αντιμετώπιση της καταστροφής.
Όταν πλέον η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διαχείρισης Έκτακτων Καταστάσεων επανήλθε σε πλήρη λειτουργία, ο πλουσιότερος γόνος του νησιού εστίασε στο μέλλον του Πουέρτο Ρίκο. Παρότι το 44% των Πορτορικανών ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας, ο Bravo πιστεύει στη δυναμική που μπορεί να αναπτυχθεί από την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, επικαλούμενος τα στοιχεία που δείχνουν ότι το 10% του πληθυσμού έχει προσπαθήσει να αναπτύξει επιχειρηματική δραστηριότητα.
Με “όπλο” την περιουσία του, το ίδρυμα Bravo έχει θέσει στόχο να στηρίξει νέους επιχειρηματίες του τεχνολογικού κλάδου, προσφέροντας ακόμη και εκπαίδευση στα γραφεία της Thoma Bravo. Ο ίδιος παραδέχεται ότι έχει κουραστεί από τη διαμάχη για την πολιτική κατάσταση στο Πουέρτο Ρίκο ενώ δεν απάντησε όταν ρωτήθηκε για τη στάση του προέδρου Τραμπ κατά τη διάρκεια του τυφώνα “Μαρία”. “Το πάθος μου, όπως και στην περίπτωση των επιχειρήσεων, κινείται πέρα από στρατηγικές και βαρύγδουπα λόγια, σε δράσεις που θα βοηθήσουν να σημειώθεί πρόοδος σήμερα”, τονίζει. “Η οικονομία επιβραδύνεται, οι εταιρείες χάνουν τους στόχους τους, το εμπόριο σταματά και ο κόσμος εγκαταλείπει. (Το ερώτημα είναι) μπορεί να προσεγγίσεις το πρόβλημα δημιουργικά ώστε να προσφέρεις λύση”, λέει ο Bravo. “Μερικοί άνθρωποι μένουν κολλημένοι… και μερικοί προτιμούν να αναλάβουν δράση. Εγώ απλώς πιστεύω ότι κάθε λειτουργικό πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί. Υπάρχει πάντα μία λύση”, καταλήγει.
Πηγή: capital.gr