Το όνομά του είναι γνωστό ανά την υφήλιο και όσοι τυχόν δεν ξέρουν τον ίδιο, ξέρουν σίγουρα το επώνυμό του, το οποίο φέρει το μεγαλύτερο ίσως χρηματοοικονομικό δίκτυο ενημέρωσης στον κόσμο, το Bloomberg. Ο 76χρονος σήμερα Μάικ Μπλούμπεργκ εκτός από ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο (11ος στη λίστα Forbes), με περιουσία που αγγίζει τα 52 δισ. δολάρια, ανήκει σε αυτόν τον κύκλο ανθρώπων που ασκούν μεγάλη επιρροή στην οικονομική, πολιτική, αλλά και κοινωνική ζωή του πλανήτη, όχι τόσο με τα χρήματά του, όσο με τα πιστεύω του, τον τρόπο ζωής του και τα επιτεύγματά του, τόσο ως επιχειρηματίας, όσο και ως πολιτικό πρόσωπο.
Γεννημένος στις 14 Φεβρουαρίου του 1942 από μικροαστική οικογένεια στο Μέντφορντ της Μασαχουσέτης, με πατέρα λογιστή, ο Μάικ Μπλούμπεργκ είχε από μικρός ροπή προς τα χρηματοοικονομικά και τις επιχειρήσεις. Έτσι, κατάφερε να μπει στο διάσημο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins για να σπουδάσει Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, πληρώνοντας τα δίδακτρά του με φοιτητικά δάνεια, τα οποία αποπλήρωνε δουλεύοντας ταυτόχρονα σε πάρκινγκ αυτοκινήτων. Αμέσως μετά έγινε δεκτός στο ακόμη πιο διάσημο Πανεπιστήμιο του Harvard για μεταπτυχιακές σπουδές στην Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Στα 24 του χρόνια και έχοντας ολοκληρώσει σπουδές και μεταπτυχιακό, ο Μάικ Μπλούμπεργκ μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, προκειμένου να εργαστεί στην Wall Street. Το 1966 λοιπόν προσλαμβάνεται ως επενδυτικός σύμβουλος στην επενδυτική τράπεζα Salomon Brothers, όπου το ταλέντο του ήταν τέτοιο, ώστε να φθάσει να ηγείται του τομέα των αγοραπωλησιών μετοχών και η αξία του αναγνωρίστηκε με αποτέλεσμα το 1973 από υπάλληλος να γίνει εταίρος στην επενδυτική τράπεζα. Το 1981 ωστόσο η Salomon Brothers εξαγοράστηκε από την Phibro Corporation, η οποία εξανάγκασε τον Μπλούμπεργκ να αποχωρήσει από την εταιρεία, παίρνοντας ωστόσο το ποσό των 10 εκατ. δολαρίων για το μερίδιο του στην επενδυτική τράπεζα.
Ο Μάικ Μπλούμπεργκ όχι μόνο δεν απογοητεύτηκε από την απόλυσή του, αλλά έχοντας και ένα αρκετά μεγάλο για την εποχή κεφάλαιο από την αποχώρησή του από την Salomon Brothers, αποφάσισε να μην ξαναδουλέψει ως υπάλληλος, αλλά να ανοίξει την δική του επιχείρηση, όντας ένας από τους πρωτοπόρους των start up επιχειρήσεων. Προερχόμενος από την προοδευτική κοινωνία της Μασαχουσέτης και όντας και ο ίδιος φίλα προσκείμενος στο κόμμα των Δημοκρατικών, ο 39χρονος Μάικ κάνει πράξη το όραμά του για μία τεχνολογική εταιρεία λογισμικού συγκέντρωσης και διαμοιρασμού πληροφοριών, που θα έφερνε διαφάνεια και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην αγοραπωλησία χρηματοπιστωτικών τίτλων.
Έτσι, με το σκεπτικό ότι η Wall Street αλλά και όλοι όσοι ασχολούνται με τα χρηματοοικονομικά, θα πλήρωναν για να έχουν στην διάθεσή τους υψηλής ποιότητα και εγκυρότητας πληροφορίες σε όσο το δυνατόν συντομότερο διάστημα για διάφορα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ίδρυσε την ίδια χρονιά (1981) σε σε ένα μικρό δωμάτιο που μετέτρεψε σε γραφείο, την εταιρεία με την επωνυμία Innovative Market Systems. Το εγχείρημά του στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, καθώς λίγους μήνες αργότερα, το 1982, ο επενδυτικός κολοσσός Merrill Lynch έγινε ο πρώτος πελάτης της εταιρείας, επενδύοντας 30 εκατ. δολάρια για το 30% της νέας εταιρείας και εγκατέστησε στα γραφεία της τα πρώτα 22 τερματικά διαμοιρασμού πληροφοριών σχετικά με χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Χρονιά ορόσημο ήταν το 1987, όταν ο Μάικ Μπλούμπεργκ αποφασίζει να μετονομάσει την εταιρεία του από Innovative Market Systems, δίνοντας της το επώνυμό του. Η εταιρεία που έμελλε να εξελιχθεί σε έναν κολοσσό, ο οποίος περιλαμβάνει διεθνές τηλεοπτικό δίκτυο, ραδιοφωνικούς σταθμούς ιστοσελίδες ενημέρωσης, η οποία σήμερα απασχολεί περισσότερους από 19.000 εργαζόμενους με γραφεία σε περισσότερες από 176 χώρες στον κόσμο και η οποία εκτός του ότι έκανε τον ιδρυτή της ένα από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, τον ανέδειξε και σε μία πολιτική προσωπικότητα, φέρνοντάς τον στον δημαρχιακό θώκο της Νέας Υόρκης, θέση από την οποία άσκησε πολιτικές, οι οποίες υιοθετήθηκαν αργότερα, όχι μόνο από τον Λευκό Οίκο, αλλά και από πολλές κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ως πολιτική προσωπικότητα ο Μπλούμπεργκ αναδείχθηκε σε καινοτόμος, κατ΄ αρχάς απαρνούμενος το Δημοκρατικό Κόμμα το 2001 και θέτοντας υποψηφιότητα στον Μητροπολιτικό Δήμο της Νέας Υόρκης με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και το 2009 διεκδικώντας και κερδίζοντας μια τρίτη θητεία ως ανεξάρτητος, αλλά κυρίως με τις πολιτικές που ακολούθησε. Κατά τη διάρκεια της θητείας του από το 2002 έως το 2013, ακολούθησε μια προσέγγιση προτάσσοντας την καινοτομία στην διακυβέρνηση της πόλης.
Κατ’ αρχάς τόνωσε την οικονομική ανάπτυξη της πόλης εν μέσω της κρίσης που προκάλεσε το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, δίνοντας κίνητρα για την αναζωογόνηση παλιών και εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών περιοχών, στηρίζοντας τις μικρές επιχειρήσεις και ενισχύοντας τις βασικές βιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένων των νέων μέσων, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, της βιοεπιστήμης, της τεχνολογίας και του τουρισμού. Με τις πολιτικές αυτές συνέβαλε στην αύξηση των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, κυρίως σε υποβαθμισμένες γειτονιές.
Σε κοινωνικό επίπεδο, αναβάθμισε τον θεσμό του δημόσιου σχολείου εφαρμόζοντας την αξιολόγηση, με τους εκπαιδευτικούς να είναι υπεύθυνοι για την επιτυχία ή την αποτυχία των μαθητών. Παράλληλα, έχοντας ως στόχο την βελτίωση της δημόσιας υγείας σε μία πόλη με υψηλά ποσοστά θνησιμότητας λόγω ασθενειών, ήταν ο πρώτος που επέβαλε την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σύμφωνα με μεταγενέστερη έρευνα το προσδόκιμο ζωής των νεοϋορκέζων, αλλά και να μειωθούν οι δαπάνες για την αντιμετώπιση ασθενειών, όπως ο καρκίνος, στρατηγική που υιοθετήθηκε στη συνέχεια τόσο από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, όσο και από πολλές άλλες σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Το πάθος του για τη δημόσια υγεία οδήγησε σε φιλόδοξες νέες στρατηγικές που έγιναν εθνικά πρότυπα, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης του καπνίσματος σε όλους τους χώρους εργασίας στο εσωτερικό, καθώς και σε πάρκα και παραλίες. Το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε κατά 36 μήνες κατά τη διάρκεια δώδεκα ετών του γραφείου του Δήμαρχου Bloomberg.
Ξεκίνησε επίσης πρωτοποριακές προσπάθειες καταπολέμησης της φτώχειας, τα οποία εφαρμόστηκαν στη συνέχεια σε ολόκληρη τη χώρα και όχι μόνο. Ως αποτέλεσμα, οι δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας της Νέας Υόρκης μειώθηκαν κατά 25%, ενώ ήταν η μόνη μεγάλη πόλη των ΗΠΑ, που δεν γνώρισε αύξηση του ποσοστού φτώχειας μεταξύ της απογραφής του 2000 και του 2012.
Περιβαλλοντικά, εφάρμοσε καινοτόμα σχέδια για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και την προώθηση εναλλακτικών και βιώσιμων πηγών ενέργειας, με αποτέλεσμα να μειωθεί το αποτύπωμα άνθρακα της πόλης κατά 19%. Η πεποίθησή του ότι οι δήμαρχοι και επιχειρηματικοί ηγέτες μπορούν να συμβάλλουν στην αλλαγή σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, τον οδήγησε να ξεκινήσει εθνικές συμμαχίες για την προώθηση πολιτικών προστασίας από τα όπλα, τη μεταρρύθμιση του μεταναστευτικού πλαισίου και τις επενδύσεις σε υποδομές.
Παράλληλα, ο Μάικ Μπλούμπεργκ διακρίνεται και για το φιλανθρωπικό του έργο, με το Forbes να εκτιμά, ότι μέχρι σήμερα έχει δαπανήσει περίπου 6 δισ. δολάρια για φιλανθρωπικούς σκοπούς, μέσω του ιδρύματος Bloomberg Philanthropies που έχει ιδρύσει γι’ αυτό το σκοπό. Μάλιστα, μετά τον θάνατο του, η μισή του περιουσία θα παραχωρηθεί για φιλανθρωπικούς σκοπούς. σημειώνεται πάντως, ότι ως είθισται, οι περιουσίες ανθρώπων όπως ο Μπλούμπεργκ, περνάνε σε φιλανθρωπικά ιδρύματα που οι ίδιοι έχουν ιδρύσει και τα οποία διαχειρίζονται οι κληρονόμοι τους.
Πηγή: News.gr