Στο τέλος του προηγούμενου μήνα, η Eastman Kodak ανακοίνωσε ότι θα αναπροσαρμόσει ριζικά την επιχειρηματική της στρατηγική. Μετά από έναν και πλέον αιώνα ισχυρής παρουσίας στην παραγωγή φωτογραφικών μηχανών, φιλμ και εξοπλισμού φωτογραφίας, η εταιρεία με έδρα το Ρότσεστερ αποκάλυψε ότι γυρίζει “σελίδα” και “μεταμορφώνεται” σε φαρμακευτική. Ξεκινά, δε, το νέο της εγχείρημα με “καύσιμο” το δάνειο των 765 εκατ. δολαρίων που έλαβε από την αμερικανική κυβέρνηση, για την παραγωγή “πρώτων υλών” γενόσημων φαρμάκων στο πλαίσιο της προσπάθειας αντιμετώπισης του κορονοϊού.
Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει μια τέτοια “στροφή”. Αμέτρητοι επενδυτές, οι οποίοι ενημερώθηκαν για τις εξελίξεις μέσω σειράς tweets και δημοσιευμάτων του τοπικού Τύπου, κάνουν διάφορα σενάρια για τη νέα πρωτοβουλία της Kodak.
Εν τω μεταξύ, τη Δευτέρα, μόλις μία ημέρα πριν από την ανακοίνωση της συμφωνίας για το δάνειο από την αμερικανική κυβέρνηση, περισσότερες από 1,6 εκατομμύρια μετοχές της Kodak άλλαξαν χέρια, αριθμός περίπου επταπλάσιος του μέσου ημερήσιου όγκου συναλλαγών της μετοχής κατά τις προηγούμενες 30 συνεδριάσεις. Τις επόμενες δύο ημέρες, οι μετοχές της Kodak σημείωσαν “άλμα” άνω του 1.400%, γεγονός που εκτόξευσε την κεφαλαιοποίησή της από το πενιχρό ποσό των 100 εκατ. δολαρίων σε περισσότερα από 1,6 δισ. δολάρια. Και τώρα εγείρονται -αιχμηρά- ερωτήματα σχετικά με τους λόγους που ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, έλαβε ως αμοιβή δικαιώματα προαίρεσης αγοράς 1,75 εκατομμυρίων μετοχών της Kodak λίγο πριν από την ανακοίνωση της λήψης του δανείου. Τα δικαιώματα που έλαβε ο Continenza τη Δευτέρα 27/7 είχαν αξία 4 εκατ. δολαρίων. Πλέον, όμως, οι εν λόγω μετοχές -οι οποίες η εταιρεία ισχυρίζεται ότι αφορούσαν προγραμματισμένες αγορές – αξίζουν περίπου 50 εκατ. δολάρια.
Αν και η “στροφή” της Kodak στην παραγωγή φαρμάκων μπορεί να φαίνεται περίεργη, δεν είναι και τόσο αντιφατική με τις δραστηριότητες της εταιρείας, η οποία για δεκαετίες παρήγαγε χημικές ουσίες, απλώς προορίζοντας για φωτογραφική χρήση. Η Kodak ιδρύθηκε το 1888 από τον George Eastman και κυριάρχησε στην αγορά φωτογραφικών μηχανών, φιλμ και φωτογραφικού εξοπλισμού για σχεδόν έναν αιώνα – μέχρι και τη δεκαετία του 1970 η εταιρεία ήλεγχε το 85% της αμερικανικής αγοράς φωτογραφικών μηχανών και το 90% της αγοράς των φιλμ. Παρότι, όμως, ο άνθρωπος που εφηύρε την πρώτη ψηφιακή φωτογραφική μηχανή το 1975 ήταν μηχανικός της Kodak, η εταιρεία αντιμετώπισε τη ανακάλυψή του ως νεωτερισμό, αδυνατώντας να διαβλέψει την επανάσταση που θα έφερνε στον χώρο.
Έτσι, η εταιρεία άρχισε να περιθωριοποιείται όλο και περισσότερο, με τα έσοδά της να φτάνουν στο απόγειό τους το 1996, στα 16 δισ. δολάρια. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησε πτωτική πορεία και μέχρι το 2012 η Kodak είχε χρεοκοπήσει. Προσέφυγε στο Άρθρο 11 του Πτωχευτικού Κώδικα, αλλά μετά την αναδιάρθρωσή της ήταν πλέον μια πολύ πιο “λιτή” εταιρεία – με έσοδα τα οποία μόλις που ξεπερνούσαν τα 2 δισ. δολάρια και με τη δραστηριότητά της να επικεντρώνεται κυρίως στους τομείς της εκτύπωσης και της απεικόνισης.
Στη συνέχεια, το 2018, η Kodak προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη φρενήρη ανάπτυξη του blockchain, δημιουργώντας το κρυπτονόμισμα KodakCoin το οποίο απευθυνόταν σε φωτογράφους. Η ανακοίνωση της εταιρείας ότι προχωρά σε αρχική προσφορά νομισμάτων (Initial Coin Offering) έδωσε ώθηση στη μετοχή της, αλλά το όλο εγχείρημα καθυστέρησε και τελικά ακυρώθηκε το ίδιο έτος.
Ωστόσο, η τελευταία ‘στροφή” της Kodak θα μπορούσε να αλλάξει καταλυτικά τη μοίρα της εταιρείας, ενώ παράλληλα θα συμβάλλει στην ενίσχυση της αλυσίδας εφοδιασμού φαρμάκων της Αμερικής.
Το αν θα στεφθεί με επιτυχία το εγχείρημά της, θα το δείξει το μέλλον. Ανατρέχοντας πάντως στο παρελθόν μπορεί να κανείς να βρει αρκετά παραδείγματα γνωστών εταιρειών που διαφοροποίησαν θεμελιωδώς τα επιχειρηματικά τους μοντέλα και άλλαξαν τον ρου της ιστορίας. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρονται στη συνέχεια.
Το 1938, όταν ο Lee Byung-Chull ίδρυσε τη Samsung στην Ντεγκού της Νότιας Κορέας, η δραστηριότητά της απείχε έτη φωτός από τα έξυπνα κινητά τηλέφωνα και τις ηλεκτρονικές συσκευές. Η αρχική δραστηριότητα της Samsung ήταν η εμπορία ειδών παντοπωλείου, κυρίως δε αποξηραμένων ψαρικών και ζυμαρικών. Μετά τον Πόλεμο της Κορέας, η εταιρεία επέκτεινε τη δραστηριότητά της στην κλωστοϋφαντουργία, ενώ στην παραγωγή ηλεκτρικών συσκευών εισήλθε μόλις στα τέλη του 1960. Αυτή η κίνηση ήταν καταλυτική για τη μετέπειτα εξέλιξη της εταιρείας, καθώς της έχει αποφέρει αστρονομικά κέρδη. Σήμερα, η Samsung Electronics (που εμφάνισε έσοδα 193 δισ. δολαρίων το 2019) κατέχει πάνω από το 20% της αγοράς smartphone και είναι η 8η πολυτιμότερη εταιρεία στον κόσμο. Ο πρόεδρος της Samsung, Lee Kun-hee (είναι ο τρίτος γιος του ιδρυτή της εταιρείας), είναι επίσης ο πλουσιότερος άνθρωπος της Νότιας Κορέας, με εκτιμώμενη περιουσία 19 δισ. δολαρίων.
Ο σημερινός παγκόσμιος κολοσσός του κλάδου φιλοξενίας, με περίπου 7.300 μονάδες σε περισσότερες από 130 χώρες και με έσοδα 20 δισ. δολαρίων πέρυσι, ξεκίνησε το “ταξίδι” του ανά την υφήλιο το 1927 από μια μικρή μπυραρία στην Ουάσιγκτον. Ήταν η χρονιά που ο ιδρυτής της αλυσίδας, J. Willard Marriott, επένδυσε το ποσό των 6.000 δολαρίων (περίπου 89.000 δολάρια σε σημερινές τιμές) σε αυτήν τη μικρή μπυραρία στην αμερικανική πρωτεύουσα, η οποία μετεξελίχθηκε στην αλυσίδα εστιατορίων Hot Shoppes και μπήκε στο χρηματιστήριο το 1953. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η εταιρεία Marriott άνοιξε το πρώτο της ξενοδοχείο στο Άρλινγκτον της Βιρτζίνια. Σήμερα, η Marriott International διαθέτει στο χαρτοφυλάκιό της μια σειρά πολύτιμα brands του κλάδου φιλοξενίας, όπως τα Ritz-Carlton, St. Regis και W Hotels.
Όταν ο Kevin Systrom ονειρεύτηκε για πρώτη φορά το Instagram το 2010, η ιδέα του δεν αφορούσε αυτό ακριβώς που έχει κλέψει την “καρδιά” δεκάδων εκατομμυρίων χρηστών παγκοσμίως. Η αρχική επωνυμία της εταιρείας ήταν Burbn -από το αγαπημένο ποτό του Systrom- και ξεκίνησε ως εφαρμογή για check-in (όπως το Foursquare), αλλά ο ιδρυτής της (ένα από τα πρώτα μέλη της λίστας Under 30) σύντομα συνειδητοποίησε ότι ο χώρος ήταν ήδη κορεσμένος από άλλες startups. Έτσι, αφού έλαβε αρχική χρηματοδότηση 500.000 δολαρίων από τον γνωστό επενδυτή Andreesen Horowitz και άλλους venture capitalists, ο Systrom (και ο συνιδρυτής της εταιρείας Mike Krieger) αποφάσισε να εστιάσει σε έναν τομέα: την κοινή χρήση φωτογραφιών. Δύο μήνες μετά το λανσάρισμά του, τον Οκτώβριο του 2010, το Instagram είχε περισσότερους από 1 εκατομμύριο χρήστες. Σήμερα, οι χρήστες του ξεπερνούν το δισεκατομμύριο, αριθμός που παρεμπιπτόντως είναι ανάλογος του ποσού που κατέβαλε το Facebook για να εξαγοράσει την εταιρεία τον Απρίλιο του 2012.
Όταν η Avon πρωτοεμφανίστηκε το 1886, δεν ασχολούνταν με την εμπορία καλλυντικών. Ο ιδρυτής της, David McConnell, ήταν πωλητής ταξιδιωτικών βιβλίων και έδινε τα αρώματα και άλλα προϊόντα ομορφιάς ως δώρο με την πώληση των βιβλίων του. Αποδείχθηκε, όμως, ότι οι πελάτες του προτιμούσαν τα δώρα από τα βιβλία. Η ιδιοφυΐα του McConnell, πάντως, δεν έγκειται στο γεγονός ότι στράφηκε γρήγορα στην πώληση καλλυντικών από πόρτα σε πόρτα, αλλά ότι “στρατολογούσε” τις γυναίκες πελάτισσές του ως πωλητές των προϊόντων του. Με το πέρασμα των χρόνων, αυτό το πολυεπίπεδο σύστημα μάρκετινγκ απέφερε στον McConnell σημαντικά κέρδη. Και το 2019, η βραζιλιάνικη εταιρεία Natura εξαγόρασε την Avon έναντι τιμήματος 2 δισ. δολαρίων.
Ελέω της πανδημίας του κορονοϊού, οι μάσκες N95 του κολοσσού των καταναλωτικών προϊόντων 3M έχουν φέρει την εταιρεία στο προσκήνιο. Οι ρίζες, όμως, της εταιρείας φτάνουν πίσω στο 1902 και σε ένα μικρό ανθρακωρυχείο της Βόρειας Μινεσότα (στο οποίο οφείλει και την επωνυμία της 3M – Minnesota Mining and Manufacturing). Η απόδοση του ανθρακωρυχείου ήταν ελάχιστη και έτσι η εταιρεία ξεκίνησε να πουλά γυαλόχαρτα και σελοτέιπ υπό την επωνυμία Scotch. Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Με την πάροδο του χρόνου η εταιρεία άρχισε να παράγει ποικιλία καταναλωτικών προϊόντων, από τα γνωστά σε όλους Post-it, αποχνουδωτές και ωτοασπίδες, έως εισπνευστήρες άσθματος και πολλά άλλα φαρμακευτικά προϊόντα. Σήμερα, η 3M παράγει περίπου 55.000 διαφορετικά καταναλωτικά προϊόντα, ενώ πέρυσι πραγματοποίησε πωλήσεις άνω των 32 δισ. δολαρίων.
Η καινοτομία είναι συνυφασμένη με το όνομα της Toyota. Το 1926, ο Sakichi Toyoda ίδρυσε την γνωστή εταιρεία, η οποία δραστηριοποιήθηκε στην κατασκευή αυτόματων αργαλειών. Έως τα τέλη της δεκαετίας, όμως, ο Toyoda πούλησε την πατέντα της εφεύρεσής του και χρησιμοποίησε το κεφάλαιο (και τη γραμμή παραγωγής) για να δημιουργήσει μια νέα γραμμή κατασκευής αυτοκινήτων. Σύντομα άλλαξε και η επωνυμία της εταιρείας – το 1937, ο γιος του Toyoda, Kiichiro, άλλαξε το “d” στο οικογενειακό του όνομα σε “t” και ίδρυσε την Toyota Motor Company. Σήμερα, η Toyota, με έσοδα 290 δισ. δολαρίων πέρυσι, είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστικής αυτοκινήτων στην Ιαπωνία, ενώ μέχρι το 2020 ήταν επίσης η πολυτιμότερη αυτοκινητοβιομηχανία στον κόσμο, αλλά πλέον την έχει εκτοπίσει η Tesla.
To 1939, στο γκαράζ που έβαλαν τα θεμέλια της νεοσύστατης τότε εταιρείας τους, οι Bill Hewlett και ο David Packard αποφάσισαν να αφήσουν ένα κέρμα να “διαλέξει” ποιου το όνομα θα μπει πρώτο στην επωνυμία της. Εκείνη την εποχή, η Hewlett-Packard εξειδικευόταν στους παλμογράφους. Όμως, το 1968, το δίδυμο της Silicon Valley δημιούργησε το HP 9100A, μια επιτραπέζια ηλεκτρονική αριθμομηχανή που θεωρείται ευρέως ως ο πρόδρομος του προσωπικού υπολογιστή. Η συσκευή ήταν ακριβή, καθώς κόστιζε 5.000 δολάρια (περίπου 37.000 δολάρια σε σημερινές τιμές). Οι πρώτοι προσωπικοί υπολογιστές έκαναν την εμφάνισή τους περίπου μια δεκαετία αργότερα, με τον Apple II το 1977 και τον IBM PC το 1981. Ωστόσο, εκείνο το αρχικό “στοίχημα” της εταιρείας παραμένει επίκαιρο μέχρι τις μέρες μας. Σήμερα, η HP κατασκευάζει φορητούς υπολογιστές, επιτραπέζιους υπολογιστές, εκτυπωτές και γενικά εξοπλισμό υπολογιστών.
Όταν ο William Colgate άφησε την Αγγλία το 1804 για να αναζητήσει την τύχη του στην Αμερική, σχεδίαζε να ανοίξει μια μικρή εταιρεία σαπουνιών. “Κάποιος σύντομα θα είναι ο κορυφαίος κατασκευαστής σαπουνιών στη Νέα Υόρκη”, φέρεται να είχε δηλώσει. Δύο χρόνια αργότερα, ο Colgate ίδρυσε τη δική του επιχείρηση σαπουνιών και κεριών, ενώ στη συνέχεια δημιούργησε και ένα εργοστάσιο αμύλου. Το 1873, δεκαέξι χρόνια μετά το θάνατο του, ο γιός του Samuel Colgate παρουσίασε για πρώτη φορά το προϊόν το οποίο αποτελεί σήμα κατατεθέν της φίρμας σήμερα: την οδοντόκρεμα. Το 1928, η Colgate εξαγοράστηκε από την Palmolive-Peet και δημιουργήθηκε ο μετέπειτα κολοσσός Colgate-Palmolive, και παρότι η εταιρεία δεν κατάφερε τελικά για αναδειχθεί σε ηγέτη της σαπωνοποιίας, η οδοντόκρεμα της είναι ένα από κορυφαία προϊόντα παγκοσμίως.
Η χημική βιομηχανία αποδείχθηκε πολύ επικερδής και για τον William Wrigley, ο οποίος έφτασε στο Σικάγο το 1891 με μόλις 32 δολάρια στην τσέπη του. Αυτός όμως εστίασε στην παραγωγή μαγειρικής σόδας και στο πλαίσιο της προώθησης του προϊόντος του άρχισε να προσφέρει με κάθε αγορά τσίχλες. Όπως και ο David McConnell της Avon, ο Wrigley σύντομα ανακάλυψε ότι το δώρο του ήταν πιο δημοφιλές από το βασικό του προϊόν και έτσι άρχισε να παράγει τσίχλες. Η άμεση επιτυχία της ιδέας του, βοήθησε την Wrigley να μεγαλώσει και να αποκτήσει μειοψηφικό ποσοστό στην ομάδα μπέιζμπολ Chicago Cubs, πριν αποκτήσει τελικά την καταστατική πλειοψηφία και δώσει το όνομά της στο θρυλικό γήπεδο της ομάδας. Το 2008, 76 χρόνια μετά το θάνατο του Wrigley, ένας άλλος γίγαντας των γλυκών, η Mars, εξαγόρασε την εταιρεία έναντι 23 δισ. δολαρίων.
Η εταιρεία που βρίσκεται πίσω από το Play-Doh “γύρισε σελίδα” στην επιχειρηματική της δραστηριότητα το 1950. Η προκάτοχός της, η Kutol, από το Σινσινάτι, ξεκίνησε τη δραστηριότητά της ως εταιρεία παραγωγής καθαριστικών προϊόντων, λανσάροντας το 1912 ένα προϊόν καθαρισμού της κάπνας από τις ταπετσαρίες. Εκείνη την εποχή η θέρμανση των σπιτιών βασιζόταν στον άνθρακα και το προϊόν της εταιρείας είχε μεγάλη ζήτηση. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, όμως, και καθώς ολοένα και περισσότερα σπίτια στρέφονταν για θέρμανση στο φυσικό αέριο, η ζήτηση για το προϊόν της εξαλείφθηκε. Έτσι, η εταιρεία αναπροσάρμοσε τη χημική σύσταση του προϊόντος της και το 1955 δημιούργησε τη γνωστή πλαστελίνη η οποία πωλούνταν στα σχολεία για χειροτεχνίες. Υπό την επωνυμία Play-Doh εστίασε στο νέο αυτό προϊόν, που αρχικά είχε κυκλοφορήσει μόνο σε λευκό χρώμα, όμως με την πάροδο των ετών παράγεται πλέον σε περισσότερες από 50 αποχρώσεις. Το 1991, ο κολοσσός των παιχνιδιών Hasbro εξαγόρασε την εταιρεία (στο πλαίσιο απόκτησης της Tonka) έναντι περίπου 500 εκατ. δολαρίων (περίπου 950 εκατ. δολάρια σε σημερινές τιμές). Το 1998, η Play-Doh έλαβε το “εισιτήριο” για το National Toy Hall of Fame.
H American Express ιδρύθηκε στην πόλη Μπάφαλο της πολιτείας της Νέας Υόρκης το 1850 από τους Henry Wells, William Fargo και John Butterfield. Αρχικά δραστηριοποιήθηκε ως εταιρεία παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, με έμφαση στην ταχύτητα παράδοσης. (Δύο χρόνια αργότερα, οι Wells και Fargo ίδρυσαν μια παρόμοια εταιρεία στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ που φέρει τα ονόματά τους μέχρι και σήμερα). Με έδρα στο οικονομικό κέντρο του Μανχάταν, η American Express αποτελούσε σχεδόν μονοπώλιο στον τομέα των αποστολών ιδιωτών, ενώ μέχρι το 1857 η εταιρεία επέκτεινε τη δραστηριότητά της και στην παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ώστε να μπορέσει να ανταγωνιστεί την Ταχυδρομική Υπηρεσία που παρείχε ανάλογες υπηρεσίες. Έναν αιώνα αργότερα, η American Express έκανε την είσοδό της στον τομέα των χρεωστικών καρτών -μια αγορά που άνοιξε το 1950 η Diners Club- και άρχισε να εκδίδει κάρτες με τη γνωστή πλέον ανάγλυφη υπογραφή το 1958. Τις επόμενες δεκαετίες, η American Express άλλαξε “χέρια” αρκετές φορές. Σήμερα, περίπου το 19% της εταιρείας ανήκει στη Berkshire Hathaway του Warren Buffett, ενώ το Forbes εκτιμά ότι είναι το 28ο πολυτιμότερο brand στον κόσμο.
Πολύ πριν οι Super Mario και Donkey Kong (σ.μ. οι χαρακτήρες των γνωστών βιντεοπαιχνιδιών της δεκαετίας του 1980) ξεκινήσουν το ταξίδι τους για να κατακτήσουν τον πλανήτη, η Nintentdo κατείχε ήδη εξέχουσα θέση στην κατηγορία των παιχνιδιών με κάρτες. Ιδρύθηκε το 1889 από τον Fusajiro Yamauchi και έκανε το πρώτο μεγάλο βήμα στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν συνεργάστηκε με την Disney για να χρησιμοποιήσει τους χαρακτήρες της τελευταίας σε κάρτες και παιχνίδια. Με την πάροδο του χρόνου επέκτεινε τις δραστηριότητές της και σε άλλους τομείς με στόχο τη διεύρυνση των ροών εσόδων της, όπως π.χ. σε μια εταιρεία ταξί και σε μια γραμμή παραγωγής προμαγειρεμένου ρυζιού. Ορόσημο όμως στην πορεία της εταιρείας αποτέλεσε η δεκαετία του 1980, όταν εισήλθε στην αγορά βιντεοπαιχνιδιών, όπου μέχρι σήμερα κατέχει εξέχουσα θέση με brands όπως τα Nintendo 64, Game Boy, Wii και Switch. Σήμερα, το Forbes κατατάσσει τη Nintendo ως την 87η πολυτιμότερη φίρμα στον κόσμο, με αξία 8,8 δισ. δολαρίων.
Στη σημερινή συγκυρία (σ.μ. ελέω της πανδημίας), η τάση για “εργασία από το σπίτι” έχει αναδείξη το Slack σε απαραίτητο εργαλείο μιας επιχείρησης. Ωστόσο, ξεκίνησε την πορεία του από πιο “ταπεινά” μονοπάτια, ως εργαλείο ανταλλαγής μηνυμάτων μεταξύ των παικτών του διαδικτυακού παιχνιδιού Glitch, που κυκλοφόρησε το 2011. Δύο χρόνια αργότερα, ένας από τους συνιδρυτές του παιχνιδιού, ο Stewart Butterfield, λανσάρισε το Slack με στόχο να διεκδικήσει ένα κομμάτι της προσοδοφόρας αγοράς ανταλλαγής μηνυμάτων σε περιβάλλον εργασίας. Μέχρι το 2015, η εταιρεία είχε γίνει ήδη “μονόκερος” (σ.μ. η αξία της ξεπέρασε το 1 δισ. δολάρια), ενώ μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα το Slack έκανε το εντυπωσιακό ντεμπούτο του στο χρηματιστήριο. Πέρυσι, η εταιρεία από το Σαν Φρανσίσκο εμφάνισε έσοδα 400 εκατ. δολαρίων.
Η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία ξεκίνησε τη δραστηριότητά της στις αρχές του 19ου αιώνα ως χυτήριο χάλυβα, παράγοντας πριόνια και μύλους άλεσης πιπεριού και καφέ. Το 1889, ο Armand Peugeot, εγγονός του ιδρυτή της εταιρείας, παρουσίασε τις πρώτες άμαξες “χωρίς άλογα”, ενώ 40 χρόνια αργότερα η εταιρεία παρουσίασε το πρώτο αυτοκίνητο μαζικής παραγωγής, το θρυλικό 201. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Peugeot παρήγαγε επίσης σκούτερ και αγωνιστικά αυτοκίνητα, αλλά παρέμεινε πάντα πιστή στην προέλευσή της – αφού εξακολουθεί να παράγει μύλους αλατιού και πιπεριού.
Όταν οι αδελφοί Hassenfeld ίδρυσαν την εταιρεία τους στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ το 1923, ξεκίνησαν πωλώντας ρετάλια κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων πριν επεκταθούν στις κασετίνες και σε άλλα σχολικά είδη. Μέχρι το 1940, η εταιρεία είχε ουσιαστικά μετατραπεί σε κατασκευάστρια παιχνιδιών, ενώ έγινε ευρέως γνωστή στη δεκαετία του 1950 με τον κ. Πατάτα (Μr. Potato Head). Πλέον, η εταιρεία διαθέτει πολλές γνωστές φίρμες παιχνιδιών, όπως τα Playskool, Nerf και Milton Bradley, ενώ κατέχει και το θρυλικό brand Monopoly. Πέρυσι δε εμφάνισε έσοδα άνω των 4,7 δισ. δολαρίων.
Η εικόνα της αγοράς γρήγορης εστίασης ίσως ήταν τελείως διαφορετική σήμερα, εάν η Taco Bell έχει παραμείνει πιστή στο αρχικό της προϊόν. Το 1948, ο Glen Bell άνοιξε μια καντίνα χοτ-ντογκ στο Σαν Μπερναντίνο της Καλιφόρνια, ωστόσο παρακολουθούσε στενά την εξέλιξη του ανταγωνισμού και κυρίως το δημοφιλές μεξικανικό εστιατόριο που βρισκόταν απέναντι από την καντίνα του. Αφού έμαθε τα “μυστικά” των τάκος, ο Bell άνοιξε μια νέα καντίνα που σέρβιρε μεξικανικές γεύσεις και η οποία τελικά εξελίχθηκε στη γνωστή αλυσίδα ταχυφαγείων Taco Bell. Μέχρι το 1970, η εταιρεία είχε εισαχθεί στο χρηματιστήριο και διέθετε συνολικά 325 εστιατόρια, ενώ το 1987 πωλήθηκε στην Pepsi. Σήμερα, η αλυσίδα Taco Bell διαθέτει περισσότερα από 7.000 εστιατόρια σε όλο τον κόσμο και ανήκει στον όμιλο της Yum! Brands.
Ο γίγαντας της κινητής τηλεφωνίας στη μακρά ιστορία του έχει δραστηριοποιηθεί σε διάφορους τομείς. Το 1865 ο μηχανικός Fredrik Idestam άνοιξε ένα χαρτοποιείο στο Τάμπερε της Φινλανδίας. Έως τον 20ο αιώνα, ωστόσο, η εταιρεία είχε επεκταθεί και σε άλλους τομείς, όπως η δασοκομία, η παραγωγή καουτσούκ και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Το 1977, όμως, η Nokia έκανε τη μεγάλη “στροφή”, εστιάζοντας στις ηλεκτρονικές συσκευές. Ξεκίνησε να κατασκευάζει τηλεοράσεις, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, κινητά τηλέφωνα. Έως το 1992, η Nokia είχε επικεντρωθεί αποκλειστικά στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, έχοντας πωλήσει τις υπόλοιπες δραστηριότητές της.
Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς γιατί ο Warren Buffett ονόμασε την εταιρεία του Berkshire Hathaway; Η εταιρεία δεν οφείλει το όνομά της στον δισεκατομμυριούχο επενδυτή. Ιδρύθηκε το 1839 στο Ρόουντ Άιλαντ από τον Oliver Chace ως Valley Falls Company, με αντικείμενο δραστηριότητας την κλωστοϋφαντουργία. Στην πορεία και μετά από διάφορες συγχωνεύσεις με άλλες εταιρείες μετονομάστηκε σε Berkshire Hathaway, ενώ το 1962 προσέλκυσε την προσοχή του 32χρονου τότε Buffett, ο οποίος παρατήρησε ότι η τιμή της μετοχής της ανέβαινε κάθε φορά που η παραπαίουσα βιομηχανία έκλεινε μια κλωστοϋφαντουργική μονάδα. Έτσι, ο Buffett εξαγόρασε τις μετοχές της Berkshire Hathaway έναντι 7,50 δολαρίων τη μία, επειδή “βάσει στατιστικών ήταν φθηνή και κακή επένδυση”. Με τον Buffett στο “τιμόνι” η εταιρεία μετεξελίχθηκε σε έναν πολυσχιδή όμιλο, οι δραστηριότητες του οποίου εκτείνονται από την παραγωγή εσωρούχων (Fruit of the Loom) και τα fast food (Dairy Queen), έως τις ασφάλειες (GEICO) και την αεροπλοΐα (μέσω της εταιρείας ιδιωτικών τζετ NetJets). Οι μετοχές Class A της Berkshire πωλούνται έναντι 290.000 και πλέον δολαρίων, ενώ ο Buffett είναι ο τέταρτος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο – η περιουσία του εκτιμάται στα 73 δισ. δολάρια, παρά το γεγονός ότι έχει δωρίσει περισσότερα από 37 δισ. δολάρια τα τελευταία 14 χρόνια.
Πηγή: Capital.gr