Επιχειρηματικότητα

Γνώρισε την πλουσιότερη γυναίκα στον κόσμο

Μπορεί να είναι πλούσια από κούνια, μπορεί λόγω της L’Oréal. Στην περίπτωση της Francoise Bettencourt Meyers, είναι και τα δύο. Η κληρονόμος της L’Oréal, η οποία είναι επίσης πρόεδρος της εταιρείας συμμετοχών της οικογένειάς της, είναι η πλουσιότερη γυναίκα στον κόσμο, με περιουσία 49,3 δισ. δολαρίων.

Η Bettencourt Meyers, που είναι ο 15ος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, ηγείται των πλουσιότερων γυναικών στη Λίστα των Δισεκατομμυριούχων του Forbes για το 2019.

Η εγγονή του ιδρυτή της L’Oréal Eugène Schueller (εφευρέτης βαφών μαλλιών) και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας από το 1997, έκανε το ντεμπούτο της στη λίστα των δισεκατομμυριούχων τον περασμένο χρόνο μετά το θάνατο της μητέρας της, Liliane Bettencourt, τον Σεπτέμβριο του 2017. Η Liliane διασφάλιζε μια θέση στη λίστα κάθε χρόνο, από όταν το Forbes ξεκίνησε την καταγραφή των δισεκατομμυριούχων το 1987.

Η περιουσία της Bettencourt Meyers αυξήθηκε κατά 7,1 δισ. δολάρια ή κατά 17% σε σχέση με πέρυσι χάρη στα εντυπωσιακά αποτελέσματα του κολοσσού καλλυντικών ειδών, στον οποίο η ίδια και η οικογένειά της κατέχουν μερίδιο 33%. Ένα εκτιμώμενο 90% του πλούτου της είναι συνδεδεμένο με τις μετοχές της εταιρείας, η οποία πέρυσι κατέγραψε την υψηλότερη άνοδο πωλήσεων σε διάστημα άνω των 10 ετών, με τα συνολικά της έσοδα να ανέρχονται στα 30,6 δισ. δολάρια. Τα έσοδα στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού συγκεκριμένα εκτοξεύτηκαν κατά 20%, με καταλύτη την Κίνα. Η περιοχή αντιπροσωπεύει πλεόν μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων από ό,τι η Βόρεια Αμερική.

Η Bettencourt Meyers, που ζει στο Παρίσι, είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Bettencourt Schueller της οικογένειάς της. Το φιλανθρωπικό ίδρυμα ενθαρρύνει τη πρόοδο της Γαλλίας στην επιστήμη και τις τέχνες, προσφέροντας χρήματα και υποστήριξη σε έργα στις βιοεπιστήμες, την κοινωνική πρόοδο και τις παραδοσιακές τέχνες. Το ίδρυμα έχει επίσης χρηματοδοτήσει έργα όπως η έρευνα των νευρώνων, η υποστήριξη οικογενειών με αυτιστικά παιδιά και οι γαλλικές χορωδίες. Η Bettencourt Meyers είναι επίσης συγγραφέας και έχει συγγράψει ένα βιβλίο για τους Έλληνες θεούς και ένα με σχόλια για τη Βίβλο.

Ενώ είναι η πρώτη χρονιά που η Bettencourt Meyers αναλαμβάνει επίσημα τον τίτλο της πλουσιότερης γυναίκας, το επίθετό της δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενο στη λίστα. Την τελευταία δεκαετία, τα “ηνία” του πλούτου μεταξύ των γυναικών κρατά είτε μια Bettencourt είτε μια Walton. Στην πραγματικότητα, η Bettencourt Meyers ξεπέρασε την Alice Walton, την πλουσιότερη γυναίκα της περυσινής χρονιάς το Μάρτιο του 2018, λίγες μόλις ημέρες μετά την ολοκλήρωση της ετήσιας λίστας του Forbes.

Η μητέρα της Bettencourt Meyers, Liliane Bettencourt, κόρη του ιδρυτή της L’Oreal Scheuller, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της εργαζόμενη στη L’Oréal. Τα τελευταία της χρόνια υπέφερε από άνοια. Αυτή και οι κληρονόμοι της Walmart εναλλάσσονταν στην 1η θέση της χρυσής κατάταξης για το μεγαλύτερο μέρος από τα τελευταία περισσότερα από 30 χρόνια που το Forbes παρακολουθεί τους πλούσιους. Η Liliane Bettencourt ήταν η πλουσιότερη γυναίκα τα περισσότερα από τα πρώτα 14 χρόνια καταγραφής των στοιχείων από το Forbes. Τα έτη που ακολούθησαν μετά το 2001, έχανε ενίοτε την πρώτη θέση από την κόρη του ιδρυτή της Walmart, Sam Walton, Alice Walton και κάποια άλλα χρόνια από τη χήρα του Sam, Helen Walton. Η Bettencourt ανέκτησε την πρώτη θέση το 2006. Η κουνιάδα της Alice Walton, Christy Walton, άρπαζε κάποιες φορές τον τίτλο στο υπόλοιπο της περασμένης δεκαετίας.

Το 2010, χάρη στην ισχυρή μετοχή της Walmart, η Christy Walton, νύφη του Sam Walton, ανακηρύχτηκε η πλουσιότερη γυναίκα. Το Forbes πίστευε τότε ότι είχε λάβει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του συζύγου της John όταν εκείνος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το 2005. Συνέχισε ως η πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλά το 2015, έγγραφα που ήταν σφραγισμένα προηγουμένως αποκάλυψαν ότι είχε κληρονομήσει μόνο το ένα έκτο της περιουσίας του. Ο γιος της Christy και του John, Lukas, έλαβε το ένα τρίτο της περιουσίας του John Walton, ενώ τα υπόλοιπα πήγαν σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.

Πηγή: Forbes.com