Πρόσφατη μελέτη του Vodafone Institute διαπίστωσε ότι οι εργαζόμενοι παγκοσμίως αισθάνονται ότι δεν έχουν τις ψηφιακές δεξιότητες που θα χρειαστούν στο μέλλον. Για την ακρίβεια, το 85% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι χρειάζεται ψηφιακές δεξιότητες στη δουλειά του, αλλά το 56% πιστεύει ότι οι δεξιότητές του πρέπει να επεκταθούν. Μόλις το 29% θεωρεί ότι αυτές που διαθέτει είναι επαρκείς.
Το μέγεθος του προβλήματος είναι εμφανές και σε μελέτη του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου (TUM), όπου το 64% των ερωτηθέντων εργοδοτών δήλωσε ότι δεν διαθέτει άτομα με τις δεξιότητες που απαιτούνται για τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Και προκαλεί έκπληξη πως μόνο το 16% των εταιρειών εφαρμόζει στρατηγική ανάπτυξης δεξιοτήτων για να βελτιώσει τις ικανότητες των υπαρχόντων υπαλλήλων ή να αποκτήσει νέους υπαλλήλους με τα απαιτούμενα προσόντα δεξιοτήτων.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πολλά άτομα στη Γηραιά ήπειρο δεν μπορούν να βρουν εργασία επειδή δεν διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες ή απασχολούνται σε θέσεις εργασίας που δεν αντιστοιχούν στα ταλέντα τους. Το 40% των εργοδοτών δεν μπορούν να βρουν άτομα με κατάλληλα προσόντα για την πλήρωση των κενών θέσεων εργασίας τους, ενώ το ποσοστό των ατόμων που είναι κατάλληλα προετοιμασμένα για τη σύσταση δικής τους επιχείρησης ή για την αναζήτηση νέων ευκαιριών είναι υπερβολικά χαμηλό.
Μια επιπρόσθετη μελέτη, το CEO Outlook 2019 της KPMG που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από μερικές ημέρες, αναφέρει πως οι Έλληνες CEOs φαίνονται εν γένει πρόθυμοι να επενδύσουν στη βελτίωση των τεχνολογικών ικανοτήτων του προσωπικού της εταιρείας τους, χωρίς όμως να θέτουν ως προτεραιότητα τις επενδύσεις στον τομέα. Την ίδια στιγμή, οι νέες τεχνολογίες αποτελούν προτεραιότητα σε σχέση με την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού για το 76% των CEOs στην χώρα μας.
Τα παραπάνω αποτελούν απόδειξη δύο πραγμάτων: καταρχάς, όπως είναι προφανές, της ανάγκης ύπαρξης ψηφιακών δεξιοτήτων στους εργαζομένους. Αυτές αποτελούν ένα σύνολο γνώσεων που, αν και είναι ζητούμενο από εταιρείες όλων των μεγεθών, δεν φαίνεται να συναντάται με ευκολία. Παράλληλα, αν και οι επιχειρήσεις αναζητούν προσωπικό με ψηφιακές δεξιότητες, κάτι που θέτουν ως προτεραιότητα, δεν εμφανίζονται έτοιμες να προχωρήσουν σε άμεσες ή σημαντικές επενδύσεις. Κάτι που οδηγεί το προσωπικό σε αναζήτηση τόσο των ψηφιακών δεξιοτήτων που απαιτούνται όσο και του τρόπου που μπορούν, αυτές, να αποκτηθούν.
Και κάπου εδώ, προκύπτει η δεύτερη απόδειξη, που σχετίζεται και με την τελευταία επισήμανση. Είναι σαφές πως όλα τα παραπάνω δημιουργούν επιχειρηματικές ευκαιρίες στον χώρο της εκπαίδευσης, ακόμη και στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, επιπρόσθετο εύρημα της έρευνας του Vodafone Institute, στο οποίο υπογραμμίζεται πως το 67% των ερωτηθέντων αναγκάστηκαν να μάθουν μόνοι τους. Υπάρχει μια έλλειψη, ένα κενό στην αγορά και μια ευκαιρία για παροχή των υπηρεσιών που βρίσκονται σε ζήτηση.
Μια από τις μεθόδους με τις οποίες μπορεί κάποιος να «επιχειρήσει» στον χώρο της εκπαίδευσης είναι εκείνη του franchising. Αυτή προσφέρεται για άμεση δραστηριοποίηση σε έναν συγκεκριμένο τομέα, πάνω σε κάποιο δοκιμασμένο και επιτυχημένο μοντέλο. Με βασική προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος θα πραγματοποιήσει τη σχετική έρευνα του και θα εντοπίσει την ζήτηση που υπάρχει για το εκάστοτε προϊόν ή υπηρεσία. Στον χώρο της εκπαίδευσης, της πληροφορικής και των ευρύτερων ψηφιακών δεξιοτήτων, η ευκαιρία, όπως δείχνουν τα στατιστικά, είναι δεδομένη.
Πηγή: entre.gr