Της Χριστίνας Κολιάτου, ΜΔΕ, PgCert*
και του Γιώργου Ψαράκη, ΜΔΕ, LL.M., PgCert*
Όταν το 2005 μια Γερμανική Εταιρεία είχε αντιγράψει τη δομή και το σχέδιο της ιστοσελίδας της Facebook, λίγοι είχαν αντιληφθεί την ωφέλεια που μπορεί να έχει η πρακτική του σφετερισμού ιστοσελίδων. Πράγματι, το 2007 η συγκεκριμένη ιστοσελίδα (StudiVZ) πωλήθηκε για 75 εκατομμύρια ευρώ.
Τον Ιούνιο του 2009, το Γερμανικό Δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε, μεταξύ άλλων, η Facebook έκρινε ότι όντως οι δύο ιστοσελίδες είχαν σχεδόν όμοια σχεδίαση και δομή, αλλά επειδή δεν ήταν ακόμη ευρέως γνωστή στο γερμανικό κοινό η ιστοσελίδα «facebook.com» (τον Νοέμβριο του 2005 όταν και έλαβε χώρα η «αντιγραφή»), κρίθηκε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του σχεδίου (με βάση τις διατάξεις για την προστασία του αθέμιτου ανταγωνισμού).
Ποιος όμως ο τρόπος προστασίας του σχεδίου μιας ιστοσελίδας σήμερα;
Ο μάλλον ενδεδειγμένος τρόπος είναι η κατοχύρωση της σελίδας ως βιομηχανικού σχεδίου και δη ως κοινοτικού σχεδίου. Έχουμε συνηθίσει, όταν κάνουμε λόγο για βιομηχανικό σχέδιο, να έρχεται στο νου μας, ένα έπιπλο, ένα κόσμημα, ένα αυτοκίνητο. Ωστόσο, δεν αμφισβητείται, ότι σχέδιο με την έννοια του νόμου μπορεί να αποτελέσει και μια ιστοσελίδα. Και αυτή μπορεί να προστατευτεί βάσει του πλαισίου της κατοχύρωσης κοινοτικού σχεδίου. Εφόσον λάβει χώρα η κατοχύρωση της ιστοσελίδας (υποχρεωτικά εντός 12 μηνών από τη δημοσίευσή της στο διαδίκτυο), αυτομάτως ο δικαιούχος αυτής μπορεί να προστατευτεί έναντι σφετεριστών με την έγερση των οικείων ένδικων βοηθημάτων ενώπιον των δικαστηρίων, ελληνικών ή αλλοδαπών, αιτούμενος, μεταξύ άλλων, την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον δια της απόσυρσης του συγκεκριμένου σχεδίου της πανομοιότυπης ιστοσελίδας. Φυσικά, σε αρκετές περιπτώσεις και μόνο το γεγονός της κατοχύρωσης θα λειτουργεί αποτρεπτικά πετυχαίνοντας το στόχο της προστασίας σε ένα επίπεδο πολύ πριν τη δικαστική σύγκρουση.
Σε πρακτικό επίπεδο, για να κατοχυρωθεί ένα βιομηχανικό σχέδιο εθνικά, πρέπει να γίνει δεκτή κατόπιν ελέγχου η σχετική αίτηση κατοχύρωσής του από τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας («Ο.Β.Ι»). Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κατοχυρώνεται κατόπιν σχετικής αίτησης κατοχύρωσης από το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας Ευρωπαϊκής Ένωσης(“EUIPO”). Στο πλαίσιο αυτής της κατοχύρωσης, ο αρμόδιος Οργανισμός προβαίνει σε έναν τυπικό και γρήγορο έλεγχο (χωρίς να εξετάζει τα στοιχεία του νέου και ατομικού χαρακτήρα), προχωρώντας περαιτέρω στην κατοχύρωσή του. Το παράδοξο, ωστόσο, είναι ότι αν και με έναν πολύ εύκολο και χαμηλού κόστους τρόπο μπορούν οι επιχειρήσεις να προστατεύσουν τα σχέδια των ιστοσελίδων τους, καμία ελληνική επιχείρηση δεν έχει προβεί σε αντίστοιχη κατοχύρωση. Αντίθετα, στο γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας στο Αλικάντε, οι κατοχυρώσεις κοινοτικών σχεδίων από λοιπές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ανέρχονται σε δεκάδες. Αναφέρουμε λ.χ. την ιστοσελίδα της γερμανικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών «DeutscheTelekom AG», της αυστριακής εταιρείας παραγωγής και εμπορίας υψηλής ποιότητας οικοδομικών υλικών «ProfibaustoffeAustriaGmbH», της αγγλικής εταιρείας σχεδιασμού «Shutterstock LtD» κλπ.
Προϋπόθεση, ωστόσο, και μετά την τυπική κατοχύρωση, για να τύχει της δικαστικής προστασίας η ιδιοκτήτρια επιχείρηση είναι να έχει η ιστοσελίδα της «νέο και ατομικό» χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει με απλά λόγια, ότι δεν θα πρέπει να έχει διατεθεί στο κοινό –μέχρι τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης κατοχύρωσης- καμία πανομοιότυπη ιστοσελίδα, ενώ ταυτόχρονα η συγκεκριμένη σχεδίαση και δομή της ιστοσελίδας θα πρέπει να δημιουργεί στον ενημερωμένο χρήστη συνολική μοναδική εντύπωση έναντι οποιασδήποτε άλλης ιστοσελίδας, η οποία έχει ήδη καταστεί προσιτή στο κοινό. Κρίσιμα στοιχεία δε, στο πλαίσιο αξιολόγησης του ατομικού χαρακτήρα της ιστοσελίδας, αποτελούν μεταξύ άλλων, ο κλάδος στον οποίο εντάσσεται, ο βαθμός ελευθερίας του δημιουργού κατά τη δημιουργία της, ο ενδεχόμενος κορεσμός της τεχνολογικής εξελίξεως, που είναι δυνατόν να καθιστά τον ενημερωμένο χρήστη πιο ευαίσθητο ως προς τις διαφορές μεταξύ των ιστοσελίδων που αποτελούν αντικείμενο συγκρίσεως, καθώς και το αποτέλεσμα που προκύπτει από την σύγκριση των συνολικών εντυπώσεων (αναφορικά με τη διάταξη, τα χρώματα, τη γραμματοσειρά, εικόνες ή εκφράσεις, σύμβολα κλπ.) που προκαλούν στον ενημερωμένο χρήστη η εκάστοτε συγκρινόμενη ιστοσελίδα και κάθε προγενέστερη που έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό, εξεταζόμενη χωριστά.
Παράλληλα, εκτός της προστασίας με βάση το δίκαιο του βιομηχανικού σχεδίου, που προϋποθέτει κατοχύρωση του δικαιώματος στον Ο.Β.Ι. ή στον EUIPO, εφαρμογής μπορεί να τύχει και το δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού. Το δίκαιο αυτό στηρίζεται σε έναν νόμο του 1914 (!), ο οποίος μεταξύ άλλων είχε θεσπιστεί για να προστατεύει και τα διακριτικά γνωρίσματα των προϊόντων. Αντικείμενο προστασίας, μάλιστα, είχε κριθεί ότι τύγχανε και η βιτρίνα μιας επιχείρησης. Σήμερα λοιπόν, όπου η ιστοσελίδα έχει αντικαταστήσει την βιτρίνα αρκετών επιχειρήσεων, η προστασία που παρέχει ο εν λόγω νόμος είναι ικανή για να προφυλάξει τα οικεία δικαιώματα επί του σχεδίου και της δομής της ιστοσελίδας. Βασική προϋπόθεση είναι η καθιέρωση της ιστοσελίδας στις συναλλαγές ως ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα. Τούτο μπορεί να αποδειχθεί μέσω καταναλωτικών μελετών και συνήθως αποκτάται μέσω διαφημίσεων, προώθησης και ενός ιδιαίτερου σχεδίου. Προφανώς καθοριστικό ρόλο έχουν και τα στατιστικά στοιχεία επισκεψιμότητας μιας σελίδας∙ όσο περισσότερες μοναδικές επισκέψεις έχει, τόσο περισσότερο προστατεύεται έναντι τρίτων που επιθυμούν να αντιγράψουν το σχέδιο και τη δομή της.
Πότε όμως το σχέδιο μιας ιστοσελίδας, με βάση τον νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό (δηλαδή χωρίς να χρειαστεί να προβούμε σε κατοχύρωση του σχεδίου της), μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αποτελεί παράνομη αντιγραφή του αντίστοιχου μιας άλλης; Η απάντηση είναι όταν η χρονικά πρώτη δημοσιευθείσα ιστοσελίδα έχει αποκτήσει διακριτική δύναμη και παράλληλα, από τη δημοσίευση του όμοιου σχεδίου της δεύτερης ιστοσελίδας προκαλείται κίνδυνος σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό, το οποίο είναι δυνατόν να παραπλανηθεί, είτε ως προς την προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών ορισμένης επιχείρησης, είτε ως προς την ταυτότητα της επιχείρησης, είτε ως προς την ύπαρξη οικονομικής συνεργασίας ή σχέσης μεταξύ δύο επιχειρήσεων. Για την κατάφαση του κινδύνου σύγχυσης, θα πρέπει να εξετάσουμε τα κάτωθι κριτήρια:
– Τον κλάδο δραστηριότητας των αντιμαχόμενων επιχειρήσεων. Όταν π.χ. μια επιχείρηση αντιγράφει το σχέδιο της ιστοσελίδας μιας άλλης επιχείρησης που αποτελεί βασική ανταγωνίστρια της πρώτης, τότε ο κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού αυξάνεται. Ενδέχεται ο χρήστης δηλ. να επισκεφτεί την σελίδα του ανταγωνιστή η οποία και πιθανόν να εμφανίζεται στην σελίδα αποτελεσμάτων των μηχανών αναζήτησης κοντά στην αρχική πρωτότυπη σελίδα.
– Την ομοιότητα στο όνομα χώρου (domain name) των συγκρινόμενων ιστοσελίδων. Αν για παράδειγμα το σχέδιο της ιστοσελίδας είναι ίδιο και παράλληλα το όνομα χώρου των επιχειρήσεων διαφέρει σε ελάχιστα σημεία, τότε πάλι υφίσταται ο κίνδυνος ο χρήστης να παραπλανηθεί και να επισκεφτεί τη σελίδα του ανταγωνιστή, ενώ επιθυμούσε να επισκεφτεί την αρχική πρωτότυπη σελίδα.
– Την ομοιότητα στη γενική εντύπωση που δίνουν στον επισκέπτη οι συγκρινόμενες ιστοσελίδες. Αυτό είναι το πιο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να καταφαθεί για να έχουμε ζήτημα παραβίασης, με έμφαση στη διάταξη, στο χρώμα, στη γραμματοσειρά, στις αποστάσεις των ενσωματωμένων εικόνων ή κειμένων, στον τρόπο παρουσίασης τους, στην πανομοιότυπη χρήση εκφράσεων- όρων σημαντικών για την προσφορά των υπηρεσιών, στη χρήση πανομοιότυπων συμβόλων ή logo κλπ.
Η αλματώδης ανάπτυξη του διαδικτύου σήμερα και η καθιέρωση της παρουσίας των επιχειρήσεων στον διαδικτυακό χώρο, στον οποίο είτε ασκούν, είτε προωθούν και διαφημίζουν την δραστηριότητα τους, καθιστούν την ιστοσελίδα κάθε επιχείρησης, την σύγχρονη «βιτρίνα» της και κατά τούτο, πολύτιμο εργαλείο και μέσο σύνδεσης της με τους υφιστάμενους και μελλοντικούς πελάτες της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να καθίσταται κάτι παραπάνω από αναγκαία η νομική προστασία της έναντι των ανταγωνιστών. Το δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας και δη του βιομηχανικού σχεδίου τόσο σε εθνικό, όσο και κοινοτικό επίπεδο –μεταξύ άλλων δικαίων, όπως αυτό του αθέμιτου ανταγωνισμού και της πνευματικής ιδιοκτησίας- παρέχει πληρέστερα την εν λόγω προστασία, ενώ σίγουρα αναμένεται να διαπλαστεί νομολογιακά στο άμεσο μέλλον, δεδομένης της νέας ηλεκτρονικής πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί και γεννά διαρκώς ποικίλη περιπτωσιολογία.
* Η Χριστίνα Κολιάτου και ο Γιώργος Ψαράκης είναι δικηγόροι στη Δικηγορική Εταιρεία «Ψαράκης & Κεφαλάς» (www.psarakislegal.com).