Στις αυξημένες αβεβαιότητες που προκαλεί στη διεθνή οικονομία και την επενδυτική κοινότητα ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας και ο συνδυασμός υψηλού παγκόσμιου χρέους και ανοδικών επιτοκίων αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΒ, Άκης Σκέρτσος, σε ραδιοφωνική εκπομπή του NEWS247.
Σύμφωνα με τον κ. Σκέρτσο «η αύξηση των δασμών οδηγεί σε ανάσχεση τη διεθνή εμπορική δραστηριότητα, ενώ η άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων οδηγεί σε πιο ισχυρό δολάριο το οποίο με τη σειρά του αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους πολλών οικονομιών όπως η Βραζιλία, η Τουρκία, η Αργεντινή αλλά και η Ελλάδα που επιδιώκει -και επιβάλλεται- να βγει στις αγορές το 2019. Γνωρίζουμε καλά ότι δεν υπάρχει κάτι πιο τοξικό από τον συνδυασμό υψηλού χρέους και ανοδικών τραπεζικών επιτοκίων, τόσο για την εξυπηρέτηση του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού χρέους –το οποίο αυξήθηκε τα προηγούμενα χρόνια λόγω των μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων που προσέφεραν οι τράπεζες για την αναθέρμανση της οικονομίας».
Καθώς λοιπόν οι διεθνείς οργανισμοί αναθεωρούν προς τα κάτω τις εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη των μεγάλων ξένων οικονομιών, η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα αβέβαιο διεθνές επενδυτικό περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο συντηρητικό στις επιλογές του αναζητώντας σίγουρες αποδόσεις στις επενδύσεις του. Και συμπλήρωσε: «δυστυχώς η Ελλάδα έχασε τα τέσσερα καλά προηγούμενα χρόνια του ανοδικού διεθνούς οικονομικού κύκλου με τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια -από τα οποία δεν μπορέσαμε να επωφεληθούμε καθώς οι Ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις βρίσκονταν ουσιαστικά σε καραντίνα και υπό καθεστώς capital controls- και επιχειρεί τώρα να δοκιμάσει την τύχη της σε ένα πολύ πιο αβέβαιο περιβάλλον».
Ως παράγοντες κινδύνου και ανατροπών της πορείας οικονομικής ανάκαμψης της χώρας, ο κ. Σκέρτσος εντόπισε ειδικότερα τα ακόλουθα τρία σημεία:
Κλείνοντας την παρέμβασή του, επισήμανε ότι σήμερα έχουμε ανάκαμψη αλλά δεν φθάνει για να καλύψει την σημαντική αποεπένδυση και απώλεια του ΑΕΠ που σημειώθηκε στα χρόνια της κρίσης, τονίζοντας ότι απαιτούνται υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης τουλάχιστον 3-4% που με τη σειρά τους απαιτούν διπλασιασμό των επενδύσεων από 20 σε 40 δις ευρώ ετησίως. Γι΄ αυτό, κατέληξε, επείγει να δοθεί αποκλειστική προτεραιότητα και έμφαση στην αντιμετώπιση των επίμονων διαρθρωτικών προβλημάτων που αφορούν στο επιχειρηματικό περιβάλλον ώστε να διαμορφωθεί μια πιο πειστική επενδυτική πρόταση προς τους διεθνείς και τους εγχώριους επενδυτές, που διαχειρίζονται υψηλή ρευστότητα αλλά εμφανίζονται διστακτικοί να επενδύσουν στη χώρα μας.