Την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησε στα Ευρωπαϊκά όργανα μια συζήτηση στην οποία η Ελλάδα πρέπει πάση θυσία να έχει θέση και ισχυρή φωνή. Η συζήτηση αυτή αφορά στη διαμόρφωση του Ευρωπαϊκού προϋπολογισμού για την περίοδο 2021-2027 και συμπίπτει χρονικά με την επανένταξη της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο από τον προσεχή Σεπτέμβριο, δηλαδή την έξοδό μας από την «καραντίνα» των χωρών που βρίσκονται σε πρόγραμμα επιτήρησης. Η Ελλάδα οφείλει να διαμορφώσει και να υποστηρίξει τη δική της στρατηγική πρόταση για το νέο προϋπολογισμό με στόχο τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων για τον αναγκαίο παραγωγικό μετασχηματισμό προς μια οικονομία της παραγωγής, των εξαγωγών και της καινοτομίας. Καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να αφήσει πίσω της την κρίση, αλλά και τον ευρωσκεπτικισμό που έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί να αναπροσαρμόσει τις προτεραιότητες του Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού με την πρότασή της για την επόμενη προγραμματική περίοδο 2021-2027.
Γίνεται μια προσπάθεια να στραφούν κονδύλια προς δράσεις που συνδέονται με τη διασφάλιση της μακροχρόνιας ικανότητας της Ευρώπης να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, την προώθηση θεμάτων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και την ενίσχυση των δράσεων υποστήριξης των νέων. Αυτά γίνονται την ίδια ώρα κατά την οποία πρέπει να καλυφθεί το κενό που αφήνει στον προϋπολογισμό η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Η πρόταση της Επιτροπής, και ειδικά η απόσυρση διάφορων επιστροφών που έκαναν χρήση έως σήμερα τα κράτη μέλη με τις μεγαλύτερες καθαρές συμμετοχές στον προϋπολογισμό, ήδη έχει προκαλέσει εκ μέρους τους ποικίλες αντιδράσεις. Οι επικείμενες δράσεις εξειδίκευσης της πρότασης της Επιτροπής, οι ήδη ενεργές διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις καθώς και η τελική μορφή που θα λάβει η συμφωνία για τον προϋπολογισμό, θα αποτελέσουν ένα πρόκριμα για το βαθμό στον οποίο η Ευρώπη είναι σε θέση να υποστηρίξει την πορεία εμβάθυνσης, αν όχι με την αύξηση του κεντρικού της προϋπολογισμού, τουλάχιστον με τον εκσυγχρονισμό του τρόπου διαχείρισης αυτού.
Ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η πρόταση για τον επαναπροσδιορισμό του μηχανισμού κατανομής των πόρων της Πολιτικής Συνοχής, ώστε να μην γίνεται αποκλειστικά με κριτήριο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αλλά να συνδέονται με κριτήρια που αφορούν μεταξύ άλλων την ανεργία, ζητήματα κλιματικής αλλαγής και μετανάστευσης καθώς επίσης τη σύνδεση πόρων με προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Οι προτεινόμενες αυτές αλλαγές σηματοδοτούν, ιδανικά, για τη χώρα μας, η οποία είναι η 6η χώρα μεταξύ των 28 με τη μεγαλύτερη θετική συμβολή κοινοτικών κονδυλίων στο ΑΕΠ της και διαχρονικά έχει ωφεληθεί σημαντικά από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε., μια πιθανώς ουσιαστική αύξηση των διαθέσιμων κονδυλίων.
Την ίδια ώρα, αναμένεται μια μετατόπιση των ευρωπαϊκών πόρων προς κονδύλια που σχετίζονται περισσότερο με δράσεις που συνεισφέρουν στη μακροχρόνια βελτίωση της ανταγωνιστικότητας (π.χ. έρευνα, εκπαίδευση σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, ψηφιακή οικονομία και τις επενδύσεις σε υποδομές) και συνεπώς απαιτείται οργάνωση και αποφασιστικότητα ώστε να μπορέσει η χώρα να αξιοποιήσει αυτές τις ευκαιρίες. Οι κοινοτικοί πόροι έχουν συμβάλει καθοριστικά στη μεταμόρφωση της Ελλάδας τις προηγούμενες δεκαετίες, κυρίως σε ο,τι αφορά κρίσιμες υποδομές. Ωστόσο το σύστημα διαχείρισής τους χειραγωγήθηκε σε πολλές περιπτώσεις από πελατειακές σχέσεις με αποτέλεσμα την κατεύθυνσή τους σε μη παραγωγικές δραστηριότητες. Αυτό δεν πρέπει να ξανασυμβεί…
Σχετικά με τις οικονομικές εξελίξεις, η ανοδική πορεία των εξαγωγών, εξαιρουμένων των καυσίμων και πλοίων, συνεχίστηκε τον Μάρτιο του 2018 (+7,2% σε αξία και +6,3% σε όγκο), ενώ συνολικά κατά το διάστημα Ιαν – Μαρ 2018 εμφανίζουν αύξηση +13,8% σε αξία και +12,7% σε όγκο, ως αποτέλεσμα κυρίως του δυναμισμού που εμφανίζουν οι εξαγωγές βιομηχανικών ειδών, μηχανημάτων και τροφίμων. Η συγκυριακή αύξηση των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές του Φεβρουαρίου εκλογικεύτηκε, φέρνοντας την αύξηση των σχετικών εσόδων στο τρίμηνο σε επίπεδα λίγο άνω των περυσινών. Μαζί με την καλή, αλλά λιγότερο δυναμική, πορεία των εσόδων από φόρους και την αύξηση κοινωνικών επιδομάτων και παροχών πλην συντάξεων καθώς και των δαπανών μισθοδοσίας, το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης υποχώρησε αλλά παρέμεινε σε επίπεδα άνω των περυσινών. Η αγορά εργασίας του ιδιωτικού τομέα ωθούμενη από την προετοιμασία για την τουριστική περίοδο εμφανίζει ιδιαίτερα ισχυρό δυναμισμόκαι πέτυχε την καλύτερη επίδοση από το 2001 και την αρχή της κρίσης. Αντίστοιχα θετική παραμένει η εικόνα της καθαρής ίδρυσης επιχειρήσεων κατά το ΓΕΜΗ, παρά την υποχώρηση των καθαρών νέων ιδρύσεων σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
Για να διαβάσετε ολόκληρη την έκθεση του ΣΕΒ, πατήστε εδώ.