Το 2017, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας διαμορφώθηκε σε USD 24189, ή στο 51% του σταθμικού μέσου όρου των μισών χωρών του ΟΟΣΑ με το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, από 60% το 2000 και 70% το 2007, σε σταθερές τιμές 2010 και με προσαρμογή για τη διαφορά αγοραστικής δύναμης. Δηλαδή, ενώ η ψαλίδα στο επίπεδο ευημερίας έκλεινε την εποχή των παχιών αγελάδων (με δανεικά), άρχισε και πάλι να διευρύνεται, όπως ήταν αναμενόμενο, την περίοδο της προσαρμογής. Με εξαίρεση το 2014 και το 2017, καθ’ όλη την περίοδο της προσαρμογής, η παραγωγικότητα στην Ελλάδα (ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας) μειωνόταν (από USD 35,4 το 2007 σε USD 31 το 2017), με την παραγωγικότητα στις εισοδηματικά ισχυρότερες χώρες του ΟΟΣΑ να αυξάνει από USD 54,8 το 2007 σε USD 59,2 το 2016. Η Ελλάδα, δηλαδή, υστερεί στην παραγωγικότητα κατά σχεδόν 50% από τις πιο αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ. Αυτό είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης των επενδύσεων στην περίοδο μετά το 2007, με την υπερφορολόγηση να μην επιτρέπει την ανάκαμψή τους. Ταυτόχρονα, η εισοδηματική ανισότητα αύξανε, και στην Ελλάδα και στις ισχυρότερες εισοδηματικά χώρες του ΟΟΣΑ, αν και διαχρονικά λόγω της εκτεταμένης παραοικονομίας, η εξαγωγή βάσιμων συμπερασμάτων για τις ανισότητες στην Ελλάδα είναι μια δύσκολη άσκηση.
Σε μεγάλο βαθμό, οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνουν ενδεχομένως και το μείγμα πολιτικής που εφαρμόσθηκε στα χρόνια των Μνημονίων, και ιδίως της υπερφορολόγησης που έπληξε κυρίως τον ιδιωτικό τομέα, και μάλιστα τη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα, ενώ οδήγησε και σε έξοδο κεφαλαίων από τη χώρα, όπως θα πιστοποιούσαν τυχόν στοιχεία της ΑΑΔΕ όσον αφορά σε περιπτώσεις αλλαγής φορολογικής κατοικίας. Όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια ώρα που αν κοιτάξουμε δίπλα μας, η γειτονική μας Τουρκία, με όλες τις πολιτικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες που τη χαρακτηρίζουν, έχει διπλασιάσει το κατά κεφαλήν εισόδημα από το 2000 και μετά. Αυτό βέβαια συμβαίνει μέσα σε ένα περιβάλλον με σοβαρές -κατά καιρούς- οικονομικές και άλλες αναταράξεις και με μια υπερθέρμανση της οικονομίας μέσω παροχής γενναιόδωρων αναπτυξιακών κινήτρων που ενδεχομένως οδηγήσει σε εκτροχιασμό. Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία δείχνουν ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Τουρκίας, ενώ το 2000 ήταν το μισό, σήμερα βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο, εκείνου της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός της Τουρκίας έχει αυξηθεί την ίδια περίοδο κατά 13 εκατ. περίπου σε 80 εκατ., όταν ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει παραμείνει στάσιμος σε 10 εκατ. περίπου. Αυτά για να έχουν γνώσιν οι φύλακες!
Σχετικά με τις οικονομικές εξελίξεις, η έναρξη της τουριστικής περιόδου και η τόνωση της αγοράς κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα συνέβαλαν στην ενίσχυση του οικονομικού κλίματος τον Απρίλιο του 2018 (στις 103,6 μονάδες, από 99,8 μονάδες τον προηγούμενο μήνα), το οποίο επανήλθε κοντά στο υψηλό επίπεδο του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους. Η βελτίωση προήλθε κυρίως από το λιανικό εμπόριο και τις υπηρεσίες, ενώ και η βιομηχανία παρουσίασε ελαφρά ανάκαμψη, έπειτα από την πτώση του Μαρτίου. Παράλληλα, ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών στη μεταποίηση (PMI), αν και υποχώρησε ελαφρά, παρέμεινε σε θετικό έδαφος. Βελτίωση παρουσίασε επίσης η καταναλωτική εμπιστοσύνη (στις -48,8 μονάδες, από -52,8 τον προηγούμενο μήνα). Ο ρυθμός αύξησης του όγκου λιανικών πωλήσεων αποδυναμώθηκε τον Φεβρουάριο του 2018 (+0% και +0,4% το διάστημα Ιαν – Φεβ 2018), κυρίως λόγω της υποχώρησης στα εξειδικευμένα καταστήματα τροφίμων (-11,1%) και τα πολυκαταστήματα (-4,3%), την ώρα που στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων συνέχισε να κινείται ανοδικά (+2,4%). Πάντως, σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2018, ο όγκος λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων ενισχύθηκε κατά +1%, ακολουθώντας την ανοδική πορεία των επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο. Αυξητική τάση διαμορφώνουν επίσης οι καταθέσεις των νοικοκυριών (+€992 εκατ. τον Μάρτιο του 2018, επιπλέον αύξησης +€505 εκατ. τον προηγούμενο μήνα), οι οποίες από τον Ιούλιο του 2015, όταν επιβλήθηκαν τα capital controls, έχουν αυξηθεί συνολικά κατά +€4,6 δισ.
Για να διαβάσετε ολόκληρη την μελέτη του ΣΕΒ, πατήστε εδώ.