Οι δεξιότητες και οι ικανότητες του υφιστάμενου προσωπικού στην εταιρεία τους δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες της σύγχρονης αγοράς εργασίας, υποστηρίζουν οι εργοδότες, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, με τίτλο «Απασχολησιμότητα στην Ελλάδα 2017–Αποτύπωση της γνώμης των εργοδοτών για την αγορά εργασίας», την οποία παρουσίασε σε συνέντευξη Τύπου η Adecco Ελλάδας, μέλος του ομίλου Adecco.
Τα αποτελέσματα του 2ου μέρους της έρευνας «Η Απασχολησιμότητα στην Ελλάδα 2017» γνωστοποίησε η Adecco, αποτυπώνοντας, αυτήν τη φορά, τη γνώμη των εργοδοτών για την αγορά εργασίας και το βαθμό στον οποίο οι σημερινοί υποψήφιοι και οι εργαζόμενοι διαθέτουν τις δεξιότητες και τα χαρακτηριστικά που αναζητούν οι εταιρείες. Παράλληλα, σκιαγραφείται η εικόνα που έχουν οι εργοδότες για το πόσο «ελκυστική» στους υποψηφίους είναι η εταιρεία τους, ενώ διατυπώνονται και προτάσεις για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των δεξιοτήτων που διαθέτουν οι υποψήφιοι και εκείνων που έχουν ανάγκη οι εταιρείες.
Συγκεκριμένα, το 44% των συμμετεχόντων στην έρευνα δήλωσαν ότι οι εργαζόμενοί τους ανταποκρίνονται επαρκώς στις ανάγκες της εταιρείας, όταν το αντίστοιχο ποσοστό, για το 2016, ήταν 64%, ενώ ποσοστό 52% των συμμετεχόντων απάντησαν ότι οι εργαζόμενοι ανταποκρίνονται μόνο εν μέρει στις σύγχρονες ανάγκες των επιχειρήσεων, ποσοστό που παρουσιάζει αύξηση σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του 2016, που ήταν 34%. Έχει, λοιπόν, μειωθεί ο αριθμός των εργοδοτών που θεωρούν ότι το υφιστάμενο προσωπικό τους πληροί τις ανάγκες της θέσης του και της εταιρείας, όπως αυτές διαμορφώνονται στο σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον.
Όπως αναφέρθηκε, στο πλαίσιο της παρουσίασης της έρευνας, η αναντιστοιχία δεξιοτήτωνπου αναγνωρίζουν οι εργοδότες στην εν λόγω έρευνα, δεν αποτυπώνεται στην άποψη των υποψηφίων και των εργαζομένων που καταγράφηκε από την αντίστοιχη έρευνα, που είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα μέσα στο έτος και είχε παρουσιαστεί τον Ιούλιο του 2017, καταγράφοντας τη γνώμη του κοινού σχετικά με τις δεξιότητές του. Ειδικότερα, αξιολογώντας τα προσόντα τους, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων και υποψηφίων θεωρεί ότι διαθέτει σε πολύ ή αρκετά ικανοποιητικό βαθμό το σύνολο των ικανοτήτων και δεξιοτήτων που χρειάζονται οι επιχειρήσεις.
Ταυτόχρονα, αυξητική τάση παρουσιάζει το ποσοστό εκείνων που θεωρούν ότι υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στις δεξιότητες που αναπτύσσει το σύστημα εκπαίδευσης και σε αυτές που επιζητούν οι εταιρείες από το σύγχρονο υποψήφιο. Σύμφωνοι με την παραπάνω άποψη δηλώνουν οι συμμετέχοντες σε ποσοστό 80%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό, για το 2016, ήταν 75%. Αντίθετοι με την παραπάνω άποψη είναι οι συμμετέχοντες σε ποσοστό 20%. Για τον περιορισμό της αναντιστοιχίας αυτής, συστήνεται η ενίσχυση της πρακτικής άσκησης/μαθητείας στις επιχειρήσεις (ποσοστό 68%), ενώ ακολουθεί ως πρόταση η περαιτέρω εξοικείωση των σπουδαστών/φοιτητών, μέσω του εκπαιδευτικού προγράμματος, με πρακτικές αντίστοιχες εκείνων του επιχειρηματικού κόσμου, όπως, ενδεικτικά, αναφέρονται οι παρουσιάσεις, η ομιλία σε κοινό, οι ομαδικές εργασίες, κτλ (ποσοστό 57%). Τέλος, προτείνεται η ενδυνάμωση της συνεργασίας των φορέων εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας (ποσοστό 50%).
Με στόχο να γεφυρώσουν το κενό δεξιοτήτων που διαπιστώνεται, οι εταιρείες δηλώνουν ότι σχεδιάζουν για το προσωπικό εκπαιδευτικά προγράμματα προσαρμοσμένα στις ανάγκες λειτουργίας τους ή παρέχουν στους εργαζομένους τους τη δυνατότητα συμμετοχής σε προγράμματα ενίσχυσης της γνώσης και αύξησης της απόδοσης. Σχετικά με τις ευκαιρίες εκπαίδευσης, ποσοστό 88% των συμμετεχόντων εργοδοτών δήλωσαν πως προσφέρονται από την εταιρεία τους. Ποσοστό 82% των ερωτώμενων απάντησε ότι υλοποιούνται εκπαιδευτικά σεμινάρια είτε από τις ίδιες τις εταιρείες είτε από εξωτερικούς συνεργάτες, ενώ άλλες μορφές εκπαίδευσης και ανάπτυξης που αναφέρονται, είναι η δυνατότητα παρακολούθησης διαδικτυακών σεμιναρίων (on line courses) (56%), καθώς και η συμμετοχή σε ημερίδες/συνέδρια (55%).
Η έρευνα εξέτασε ακόμα το βαθμό, κατά τον οποίο οι συμμετέχοντες στη διαδικασία επιλογής προσωπικού, αξιολογούν ως «ελκυστικές» τις εταιρείες τους. Φαίνεται πως υπάρχει απόκλιση απόψεων μεταξύ των ανώτερων και των μεσαίων στελεχών στο θέμα αυτό. Χαρακτηριστικά, όπως η «παροχή εκπαίδευσης», η «τήρηση ωραρίου», η «δίκαιη αμοιβή» και η «αποτελεσματική οργάνωση» είναι τα σημεία στα οποία εμφανίζεται η μεγαλύτερη απόκλιση στα δύο κοινά, δηλαδή των ανώτερων στελεχών και των μεσαίων στελεχών. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν ότι θεωρούν ελκυστική την εταιρεία τους σε ποσοστό 61%, εν μέρει ελκυστική σε ποσοστό 2% και μη ελκυστική σε ποσοστό 37%. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μη ελκυστική θεωρούν την εταιρεία τους, κυρίως, νεότερης ηλικίας άτομα. Τα χαρακτηριστικά εκείνα που συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά αναφορικά με την ικανότητά τους να δημιουργήσουν ένα ελκυστικό εργασιακό περιβάλλον είναι η «ηθική και δίκαιη συμπεριφορά προς τους εργαζομένους και τους συνεργάτες», η «καλή φήμη», η «ικανή διοίκηση», το «ήρεμο και ευχάριστο κλίμα εργασίας», η «τήρηση του ωραρίου εργασίας» και οι «παρεχόμενες δυνατότητες εκπαίδευσης».
Επιπλέον, είναι ενδιαφέρον και αισιόδοξο ως μήνυμα το γεγονός ότι η έρευνα καταγράφει σχετική κινητικότητα στην αγορά, δεδομένου ότι οι μισές εταιρείες από αυτές που συμμετείχαν στην έρευνα, δήλωσαν πως ενδιαφέρονται να στελεχώσουν κάποιο τμήμα τους. Τα τμήματα που εμφανίζονται, κυρίως, να έχουν ανάγκη επιπλέον ενδυνάμωσης από στελέχη, είναι τμήματα Πωλήσεων, Marketing και Παραγωγής. Εντούτοις, δυσκολίες αναφέρονται κατά την προσπάθεια στελέχωσης θέσεων, καθώς, όπως δήλωσαν οι συμμετέχοντες–εργοδότες, υπήρξε έλλειμα δεξιοτήτων στους υποψήφιους που ανταποκρίθηκαν σε σχέση με τις ικανότητες και τις δεξιότητες που απαιτούσε η θέση. Οι μεγαλύτερες αποκλίσεις εντοπίζονται στην «ανάληψη πρωτοβουλιών», στην «ικανότητα επίλυσης σύνθετων προβλημάτων» και στην «ευελιξία/προσαρμοστικότητα» των υποψηφίων. Σύμφωνα με την έρευνα, οι εργοδότες ανέδειξαν ως τις σημαντικότερες δεξιότητες για την κάλυψη των κενών θέσεων εντός των εταιρειών τους, το «εργασιακό ήθος» (ποσοστό 84%), την «ικανότητα εργασίας σε ομάδα» (ποσοστό 65%) και την «ευελιξία/προσαρμοστικότητα» (ποσοστό 56%). Οι «τεχνικές και πρακτικές γνώσεις για τη συγκεκριμένη εργασία» έπονται στη σχετική λίστα (ποσοστό 42%).