Σημαντικές ευκαιρίες χρηματοδότησης διεκδικούν και επιτυγχάνουν, παρά τη δυσμενή οικονομική κατάσταση, οι ελληνικές startup εταιρείες. Μάλιστα, υπάρχουν παραδείγματα, όπως αυτά των Persado και Taxibeat, που αποτελούν δυνατά case studies ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Την εικόνα αυτή περιγράφει σε σχετικό report του το “Found.ation”, σε συνεργασία με το EIT Digital (τμήμα του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Καινοτομίας και Τεχνολογίας). Το εκτενές report επιχειρεί την καταγραφή της κατάστασης για τις startups, σε συνάρτηση με το οικονομικό κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Από τη χαρτογράφηση του οικοσυστήματος συνάγεται μια σειρά από ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το European Startup Monitor, που επικαλείται η έρευνα, το 57,1% των ιδρυτών των ελληνικών startup είναι ηλικίας από 25 έως 34 ετών, το 40% ηλικίας 45 έως 54 ετών, ενώ η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην έκθεση χωρίς εγγεγραμμένους ιδρυτές άνω των 55 ετών. Η δε μέση ηλικία ενός ιδρυτή startup είναι τα 31,7 χρόνια, σχεδόν δύο περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (29,9%). Οι ίδιες οι ελληνικές startup είναι αρκετά νέες σε ηλικία, 1,3 ετών κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με το μέσο όρο των 2,4 ετών στην Ευρώπη. Αντίθετα, η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό των νεοσύστατων επιχειρήσεων σε φάση ανάπτυξης (8,6% έναντι 23,7% στην Ευρώπη).
Σύμφωνα με το report, η πλειοψηφία των Ευρωπαίων ιδρυτών δημιούργησε την εταιρεία στη χώρα διαμονής τους (79%), με την εξαίρεση της Ελλάδας, όπου το 75% των ιδρυτών προέρχονται από άλλες χώρες της ΕΕ. Επίσης, το 45,8% όλων των ιδρυτών, που καταγράφει το European Startup Monitor, είχε ήδη ξεκινήσει μία ή περισσότερες επιχειρηματικές δραστηριότητες στο παρελθόν, ενώ το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα είναι μόνο 13,3%.
Στο μεταξύ, η Ελλάδα κατέχει, επίσης, τη δεύτερη θέση (μετά από το Ηνωμένο Βασίλειο) ως προς το ποσοστό των γυναικών ιδρυτών (28,4%), υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 14,8%. Δυστυχώς, η Ελλάδα είναι, επίσης, μια από τις τρεις ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι ιδρυτές λένε ότι είναι λιγότερο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους (η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι οι άλλες δύο).
Ενώ υπάρχουν κάποιες νεοφυείς επιχειρήσεις που λειτουργούν σε πόλεις της ελληνικής περιφέρειας, όπως η Πάτρα, το Ηράκλειο, η Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα, οι εταιρείες ξεκινούν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, κατά κύριο λόγο, από την Αθήνα, όπου βρίσκεται και η πλειονότητα των συνεργατικών χώρων, των “φυτωρίων” και των επιταχυντών. Σύμφωνα, ωστόσο, με τον European Digital City Index (EDCi), η Αθήνα βρίσκεται στην 56η θέση ανάμεσα σε 60 πόλεις, με ιδιαίτερα χαμηλές βαθμολογίες στην ψηφιακή υποδομή, την επιχειρηματική κουλτούρα και τις συνθήκες της αγοράς. Όσον αφορά την πρόσβαση στη χρηματοδότηση, η Αθήνα κατατάσσεται 53η και όταν πρόκειται για τη χρηματοδότηση πρώιμων σταδίων, παίρνει την τελευταία θέση, την 60η.
Οι ελληνικές νεοσύστατες επιχειρήσεις (42,3%) χρηματοδοτούνται, κυρίως, από τις ίδιες αποταμιεύσεις του ίδιου του ιδρυτή και έρχονται δεύτερες σε αυτόν τον τομέα μόνο, μετά από το Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, μόνο το 36% των ελληνικών νεοσύστατων επιχειρήσεων έχει λάβει εξωτερικό κεφάλαιο, κυρίως από €25.000 έως €50.000.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότερες από τις νεοσύστατες επιχειρήσεις της Ελλάδας δραστηριοποιούνται στον τομέα Βιομηχανική Τεχνολογία/Παραγωγή Hardware (17,1%). Στο μεταξύ, περισσότερο από το ήμισυ των ελληνικών επιχειρήσεων δημιουργεί έσοδα στην εγχώρια αγορά (52,8%), ενώ το 32,1% στην Ευρώπη και το 15,1% παγκοσμίως. Όσον αφορά την απασχόληση, ενώ οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ξεκινούν κατά μέσο όρο 12 εργαζομένους (συμπεριλαμβανομένων των ιδρυτών), στην Ελλάδα ο αριθμός αυτός μειώνεται σε μόλις 5,5. Επιπλέον, οι ελληνικές νεοσύστατες επιχειρήσεις σχεδιάζουν να προσλάβουν 2,6 εργαζόμενους εντός των επόμενων 12 μηνών, σε αντίθεση με το 5,8 του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Σύμφωνα με όσα επισημαίνουν οι δύο φορείς, από το 2013 έως το 2016 περίπου €55 εκατ. διοχετεύθηκαν σε τέσσερα προγράμματα χρηματοδότησης μέσω της πρωτοβουλίας JEREMIE του Ευρωπαϊκού Επενδυτικού Ταμείου (EIF). Συνολικά, €72 εκατ. επενδύθηκαν σε περισσότερες από 60 εταιρείες στην Ελλάδα, δίνοντας ώθηση στη νέων startups και στην ωρίμανση ήδη υπαρχόντων, ιδιαιτέρα από το 2013 και μετά.
Την ίδια στιγμή, πάντως, η μελέτη διαπιστώνει ότι από το 2014 και μετά, παρατηρούνται τα πρώτα exits για ελληνικές startups, τα οποία ακολουθούν έκτοτε αυξητική πορεία. “Με την ενεργοποίηση, από το 2018, του Ταμείου Επιχειρηματικών Συμμετοχών (EquiFund), της νέας επενδυτικής πλατφόρμας, €260 εκατ. θα διοχετευθούν στην ελληνική αγορά (€200 εκατ. από ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους και €60 εκατ. από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων), δίνοντας περαιτέρω ώθηση στην ελληνική επιχειρηματικότητα”, αναφέρει η μελέτη.