Η μαθητεία αποτελεί ιδιαίτερη μορφή επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία συνιστά σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα για μια επιχείρηση. Πρόκειται για συνδυασμό εργασίας και επαγγελματικής εκπαίδευσης, ο οποίος προσφέρει οφέλη και στις δύο πλευρές, δηλαδή και στον επιχειρηματία και στον ασκούμενο. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στο εγχειρίδιο «Η μαθητεία στην Ελλάδα και την Ευρώπη – Ώρα για δράση», αναμένεται ότι κατά το διάστημα 2005-2030 θα υπάρξει μείωση των συμμετεχόντων σε προγράμματα κατάρτισης και εκπαίδευσης κατά 13%.
Κι αυτό, ενώ, σύμφωνα πάντα με το εγχειρίδιο, υπάρχουν επτά οφέλη από τη μαθητεία για την επιχείρηση:
1. Δημιουργία ομάδας εξειδικευμένων εργαζομένων, αφού εξειδικεύονται στις ιδιαίτερες ανάγκες της επιχείρησης.
2. Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, καθώς ενδυναμώνεται η επιχείρηση.
3. Καινοτομία, αφού υπάρχει εισροή νέων ταλέντων και φρέσκων ιδεών στην επιχείρηση.
4. Παραγωγικότητα, μιας και κατά τη μαθητεία οι εκπαιδευόμενοι εργάζονται, οπότε προσφέρουν στην επιχείρηση.
5. Μείωση κόστους, το οποίο προκύπτει από την αναζήτηση και προσαρμογή νέου προσωπικού.
6. Αφοσίωση, καθώς ο μαθητευόμενος ταυτίζεται με την επιχείρηση, οπότε δείχνει αφοσίωση.
7. Ελκυστικότητα του εργοδότη, αφού τα προγράμματα μαθητείας δημιουργούν ελκυστικό περιβάλλον εργασίας.
Αν και αυτά από μόνα τους καταδεικνύουν τη μεγάλη σημασία των προγραμμάτων μαθητείας, το εγχειρίδιο παραθέτει ορισμένους λόγους ακόμα:
1. Έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 2030 το εργατικό δυναμικό στην Ευρώπη θα μειωθεί από 50 εκατομμύρια σε 42.
2. Αναντιστοιχία δεξιοτήτων. Αυτή προκαλείται επειδή υπάρχει διαφορά μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων, δηλαδή συχνά οι δεξιότητες που μαθαίνει κανείς κατά την εκπαίδευσή του είναι διαφορετικές από αυτές που χρειάζεται η αγορά εργασίας.
3. Ανεργία των νέων, καθώς η μαθητεία συμβάλλει σημαντικά στη μείωση της ανεργίας των νέων.
Και στο εξωτερικό δίνεται μεγάλη σημασία στη μαθητεία. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της έρευνας που έγινε για λογαριασμό της τράπεζας Barcleys (Αύγουστος 2016), καθώς βλέπουμε μια τράπεζα να μπαίνει στη διαδικασία να ερευνά το τοπίο της μαθητείας στη χώρα της. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, τα πιθανά εισοδήματα της μαθητείας δεν διαφέρουν σημαντικά σε σχέση με τα εισοδήματα εκείνων που κατέχουν πτυχίο. Για παράδειγμα, σε όλους τους τομείς, στις ηλικίες 25-29 υπάρχει πολύ μικρή διαφορά στα ετήσια εισοδήματα μεταξύ των πτυχιούχων πανεπιστημίου και εκείνων που βρίσκονται σε ένα προχωρημένο επίπεδο μαθητείας. Από την άλλη, στην ίδια ηλικία, όσοι βρίσκονται σε ανώτερο επίπεδο μαθητείας αρχικά έχουν χαμηλό μισθό σε σχέση με τους προηγούμενους, ενώ στη συνέχεια υπάρχει αύξηση πάνω από 90%, καθώς αποκτούν μεγαλύτερη εμπειρία και ανεβαίνουν ιεραρχικά.
Αν και δεν μπορούμε να κάνουμε αντιστοιχίσεις με την ελληνική πραγματικότητα, ωστόσο έχει πάντα ενδιαφέρον να δούμε τι συμβαίνει στη Βρετανία. Εκεί, σύμφωνα πάντα με την έρευνα της Barcleys, οι τομείς, όπου το 2014/15 πραγματοποιήθηκαν οι περισσότερες μαθητείες (143.000), ήταν των επιχειρήσεων, της διοίκησης και των νομικών.
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο της Eurostat, η μαθητεία αποτελεί μορφή επαγγελματικής εκπαίδευσης η οποία συμβάλλει στην ανεύρεση εργασίας.
Στη χώρα μας, καθώς είναι αναγνωρισμένη η σημασία του θεσμού της μαθητείας, η αναβάθμιση και η διεύρυνσή του περιλαμβάνονται στις δράσεις του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου (Απρίλιος 2016). Οι βασικοί άξονες που έχουν τεθεί είναι οι εξής:
Σε κάθε περίπτωση, για την επιτυχία της μαθητείας είναι απαραίτητο να γνωρίζουν τη σημασία της και εκείνοι που τους αφορά άμεσα, δηλαδή όσοι θα μπορούσαν να ωφεληθούν από αυτήν. Διαφορετικά, με ή χωρίς ελλείψεις, οποιοδήποτε πρόγραμμα είναι καταδικασμένο στην αποτυχία, το οποίο σημαίνει ότι κλείνει μια πόρτα στην επαγγελματική εκπαίδευση. Με άλλα λόγια, επανερχόμαστε στο βασικό ζήτημα που είναι η επίγνωση της σημασίας που έχει η ανάπτυξη δεξιοτήτων για την επιτυχή πορεία στην αγορά εργασίας, το οποίο έχουμε θίξει επανειλημμένα (π.χ. στο Δεξιότητες: εξετάζοντας το σήμερα με το βλέμμα στο αύριο).