Μέτρα, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι κανόνες της ΕΕ για την προστασία των καταναλωτών από αθέμιτες πρακτικές τηρούνται και στον τομέα των διαδικτυακών κοινωνικών δικτύων, λαμβάνει η ΕΕ. Με αυτό το σκεπτικό, οι Αρχές της ΕΕ για τους καταναλωτές και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συναντήθηκαν με εταιρείες social media, όπως το Facebook, το Twitter και το Google+, προκειμένου να ακούσουν και να συζητήσουν τις προτεινόμενες λύσεις τους.
Οι εν λόγω εταιρείες θα πρέπει να οριστικοποιήσουν τα λεπτομερή μέτρα σχετικά με τον τρόπο συμμόρφωσης με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ εντός ενός μηνός. Η Επιτροπή και οι Αρχές των καταναλωτών θα επανεξετάσουν τις τελικές προτάσεις και εάν δεν είναι ικανοποιητικές, ενδέχεται τελικά να καταφύγουν σε μέτρα επιβολής της νομοθεσίας.
Οι εταιρείες συμφώνησαν να προτείνουν αλλαγές, εστιάζοντας σε δύο τομείς: τους αθέμιτους όρους και προϋποθέσεις χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και την αντιμετώπιση περιπτώσεων εξαπάτησης των καταναλωτών κατά τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
“Οι Αρχές και οι οργανώσεις καταναλωτών της ΕΕ δέχονται όλο και περισσότερες καταγγελίες καταναλωτών που είτε έπεσαν θύματα απάτης ή παραπλάνησης κατά τη χρήση ιστοτόπων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είτε τους έχουν επιβληθεί όροι χρήσης, που δεν σέβονται το δίκαιο της ΕΕ για τους καταναλωτές”, αναφέρει σχετικά η Επιτροπή.
Αφαίρεση παράνομων όρων
Οι εταιρείες του κλάδου οφείλουν να συμμορφωθούν με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τους καταναλωτές όσον αφορά τους όρους χρήσης των πλατφορμών μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Για παράδειγμα, η Οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων προβλέπει ότι τυποποιημένοι όροι που δημιουργούν σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών εις βάρος του καταναλωτή (άρθρο 3) κρίνονται καταχρηστικοί και συνεπώς, άκυροι. Η Οδηγία απαιτεί, επίσης, να συντάσσονται οι όροι σε απλή και κατανοητή γλώσσα (άρθρο 5), έτσι ώστε οι καταναλωτές να ενημερώνονται με σαφή και κατανοητό τρόπο σχετικά με τα δικαιώματά τους. Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν μπορούν να στερούν από τους καταναλωτές το δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο στο κράτος – μέλος της διαμονής τους.
Επίσης, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν μπορούν να απαιτούν από τους καταναλωτές να παραιτηθούν από δικαιώματα αναγκαστικού δικαίου, όπως το δικαίωμα υπαναχώρησης από μια διαδικτυακή αγορά, ενώ οι όροι χρήσης δεν μπορούν να περιορίζουν ή να αποκλείουν εντελώς την ευθύνη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε ό,τι αφορά την εκτέλεση των υπηρεσιών. Στο μεταξύ, το χρηματοδοτούμενο με χορηγία περιεχόμενο δεν πρέπει να αποκρύπτεται, αλλά θα πρέπει να είναι αναγνωρίσιμο ως τέτοιο.
Επιπλέον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν μπορούν να μεταβάλλουν μονομερώς τους όρους και τις προϋποθέσεις, χωρίς να ενημερώνουν σαφώς τους καταναλωτές σχετικά με την αιτιολόγηση και χωρίς να τους παρέχουν τη δυνατότητα ακύρωσης της σύμβασης, με τη δέουσα περίοδο προειδοποίησης.
Όσον αφορά τους όρους χρήσης, αυτοί δεν μπορούν να παρέχουν απεριόριστη διακριτική ευχέρεια στους φορείς εκμετάλλευσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όσον αφορά την απομάκρυνση του περιεχομένου.
Στο μεταξύ, η λήξη της σύμβασης από το φορέα εκμετάλλευσης του μέσου κοινωνικής δικτύωσης θα πρέπει να διέπεται από σαφείς κανόνες και να μην αποφασίζεται μονομερώς χωρίς αιτιολόγηση.
Εξάλειψη της απάτης
Οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης πρέπει, επίσης, να αφαιρούν από τους ιστοτόπους τους, κάθε πρακτική απάτης και παραπλάνησης που θα μπορούσε να παραπλανήσει τους καταναλωτές, μόλις λάβουν γνώση των πρακτικών αυτών. Στο πλαίσιο αυτό, οι εθνικές αρχές προστασίας των καταναλωτών πρέπει να διαθέτουν έναν άμεσο και τυποποιημένο δίαυλο επικοινωνίας για την αναφορά τέτοιου είδους παραβάσεων στους φορείς εκμετάλλευσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. παραβίαση της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ή της οδηγίας για τα δικαιώματα των καταναλωτών) και για να ενημερώνονται σχετικά με την αφαίρεση περιεχομένου, αλλά και με τους εμπόρους που είναι υπεύθυνοι για τις παραβάσεις. Η απαίτηση αυτή είναι σύμφωνη με τη νομοθεσία της ΕΕ για τους καταναλωτές και την οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη – μέλη να θεσπίζουν διαδικασίες, που διέπουν την αφαίρεση ή απενεργοποίηση της πρόσβασης σε παράνομη πληροφορία.
sepe.gr