Μέσα στο καλοκαίρι ο Μιχάλης Σάλλας, Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, δήλωσε ότι, ενόψει των πολιτικών εξελίξεων, «η χώρα έχει ανάγκη από ένα νέο αφήγημα, από μια νέα αρχή».
Έχει απόλυτο δίκιο. Νομίζω ότι το καλοκαίρι του 2015 θα καταγραφεί στην ελληνική ιστορία ως το τέλος της μεταπολίτευσης. Το τέλος της μεταπολίτευσης δεν ήρθε, όπως πολλοί νομίζαμε, τον Ιανουάριο του 2015, όταν ένα ακραίο κόμμα της Αριστεράς κατάφερε να κερδίσει τις εθνικές εκλογές και να σχηματίσει κυβέρνηση ενώ ταυτόχρονα ο παραδοσιακός δικομματισμός κατακρημνίστηκε. Όχι, το τέλος της μεταπολίτευσης, με την έννοια της κατεδάφισης όλων των σκέψεων και παραστάσεων που είχε ο μέσος Έλληνας για την πολιτική και τους πολιτικούς από το 1974 και μετά, σημειώθηκε όταν και το ακραίο αυτό αριστερό κόμμα υπέγραψε το τρίτο στη σειρά μνημόνιο. Με τον τρόπο αυτό οι διαχωριστικές γραμμές διερράγησαν, νέα κόμματα δημιουργήθηκαν και άλλα μετασχηματίστηκαν, η μονοκομματική κυβέρνηση ακούγεται πλέον εξωπραγματική, πολίτες, πολιτικοί και ιδέες άρχισαν να κινούνται μεταξύ χώρων που φάνταζαν ασύμβατοι μεταξύ τους, και εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι λίγες μέρες πριν τις εθνικές εκλογές βρίσκονται σε απόγνωση για το τι θα ψηφίσουν. Τέλος εποχής λοιπόν, στην πορεία όμως αυτή των διαδοχικών απωλειών νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε ότι κάπου χάθηκε και το εθνικό μας αφήγημα (ο εθνικός μας μύθος, αν μου επιτρέπεται η συμβολή στη μετάφραση του αγγλικού narrative) – όσο κι αν ο όρος έχει πια απαξιωθεί από την εκτεταμένη χρήση του. Η συχνή χρήση βέβαια δεν είναι αναγκαστικά λόγος να αγανακτεί κανείς – το γεγονός ότι κάποιοι ανησυχούσαν γι αυτήν ήδη από το 2011 σημαίνει ότι ακόμα το ψάχνουμε και δεν το βρίσκουμε.
Αν επιχειρούσε κανείς μια αναδρομή στα εθνικά μας αφηγήματα του πρόσφατου παρελθόντος πιθανότατα θα συναντούσε, προσωποποιώντας τις διακρίσεις του Δημήτρη Παπανικολόπουλου, την άνοδο του δημόσιου υπάλληλου στη δεκαετία του 1980, του εκσυγχρονιστή στη δεκαετία του 1990 και του γκλαμουρο-σελέμπριτι (καταναλωτισμού) της δεκαετίας του 2000. Από την έναρξη της κρίσης, περίπου το 2009 μέχρι σήμερα, νομίζω ήδη κατεδαφίστηκε το «αντιμνημονιακό» αφήγημα του εθνικού απομονωτισμού, όπως το ονομάζει ο Νίκος Βατόπουλος, ενώ το «πατριωτικό» αφήγημα, ακατανόητο σε εμένα τουλάχιστον, μάλλον ολοκληρώνει και αυτό το, σύντομο, κύκλο του. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, νομίζω ότι κανένα από τα παραπάνω δεν πέτυχε μέχρι σήμερα τον στόχο του, δηλαδή να ενώσει όλους τους Έλληνες κάτω από μια ηθικά σωστή, αμοιβαία επωφελή, και ανθεκτική στο χρόνο κατεύθυνση.
Ο δημόσιος υπάλληλος της δεκαετίας του 1980, τον οποίο ευνόησε η άνοδος στην εξουσία του λαϊκού ΠΑΣΟΚ, υπήρξε ένας βασικά αργόσχολος και αργόμισθος υπάλληλος, χωρίς κίνητρο παραγωγικότητας ή έστω διαφορετικότητας, που συμπλήρωνε το εισόδημά του με «μαύρη» παράπλευρη εργασία. Επειδή δεν διέθετε χρήματα για σοβαρή κατανάλωση (η νεολαία της εποχής ήθελε ν’ αγοράσει «μηχανή» και όχι αυτοκίνητο, όχι προφανώς για λόγους προτίμησης στην οδηγική απόλαυση…), προτίμησε την κατανάλωση στα μπουζούκια, τα οποία με επιλογή του ίδιου του τότε πρωθυπουργού βγήκαν από τα υπόγεια και μπήκαν στα σαλόνια των κυβερνώντων.
Ο εκσυγχρονιστής της δεκαετίας του 1990, που ταυτίστηκε με το σημιτικό ΠΑΣΟΚ, μπορεί να είχε τα σωστά αιτήματα εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας, όμως με έπαρση βιάστηκε να τα πετύχει στη διάρκεια της θητείας του, δηλαδή σε πολύ σύντομο χρόνο, και έτσι αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τους λάθος ανθρώπους – ένα λάθος που ακόμα πληρώνει στη λαϊκή συνείδηση. Επιπλέον, εντρυφώντας στη δημιουργική λογιστική, αποκαλύφθηκε με τον χειρότερο τρόπο, όταν η συγκυρία έκανε τις μάσκες να πέσουν δέκα χρόνια αργότερα.
Τέλος, ο γκλαμουρο-σελέμπριτι του πιο πρόσφατου παρελθόντος μας συνέδεσε την προσωπική και εθνική επιτυχία (θυμηθείτε το ηρωικό 2004) με τον καταναλωτισμό και την επίδειξη, τοπικοποιώντας χωρίς σκέψη ό,τι έβλεπε να κάνουν στην τηλεόραση για χρόνια οι αμερικανοί – που όμως έχουν άλλη κοινωνία πίσω τους. Κατασπατάλησε έτσι και τα τελευταία μας χρήματα, όσα τουλάχιστον είχε αφήσει στα ταμεία ο δημόσιος υπάλληλος του 1980 και όσα φανταστικά ενέγραψε στους εθνικούς μας ισολογισμούς ο εκσυγχρονιστής του 1990.
Όταν η κρίση έσπασε την παγκόσμια οικονομική αλυσίδα, αποδειχτήκαμε ο πιο αδύναμος κρίκος της.
Σήμερα λείπει το εθνικό αφήγημα τόσο σε επίπεδο ατόμου-στερεότυπου όσο και πολιτικής θεωρίας που να τον στηρίζει. Ο αντιμνημονιακός, κακοντυμένος εχθρός της γραβάτας ήταν το τελευταίο θύμα της οικονομικής κρίσης που ακόμα μαστίζει τη χώρα μας.
Και τώρα τι; Ποιο θα είναι το νέο μας εθνικό αφήγημα;
Θεωρώ ότι πρέπει να είναι ο startupper, για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Ο startupper είναι επιχειρηματίας νέας γενιάς. Δεν εξαρτάται από δημόσιες προμήθειες για να προοδεύσει. Δεν ζητά από το κράτος να του αναθέσει καμία αποκλειστικότητα για να καταφέρει πωλήσεις. Δεν είναι δηλαδή κρατικοδίαιτος επιχειρηματίας. Ίσα ίσα, με τα λόγια του Τάσου Παγκάκη, «η ηγεσία που έλειψε από τη χώρα πρέπει να βρει το πορτραίτο της σε νέα παιδιά και στις ευέλικτες, συνεργατικές, ολοκληρωμένες, εξωστρεφείς, κοινωνικά ωφέλιμες, σύγχρονες επιχειρήσεις τους».
(β) Ο startupper διαχειρίζεται πολλά λεφτά αλλά με σωστό τρόπο. Όλοι μας γνωρίζουμε περιπτώσεις κατασπατάλησης σχεδόν χαριστικών δανείων και επιδοτήσεων από τους επιχειρηματίες του παρελθόντος. Σχεδόν σε αυτό στηριζόταν η (προσωπική) κερδοφορία τους. Ο startupper παίρνει χρήματα, είτε από επενδυτές είτε από επιδοτήσεις, όμως η νοοτροπία πια έχει αλλάξει: αυτά δεν είναι χρήματα για να μπουν στον προσωπικό του λογαριασμό αλλά χρήματα που θα επανεπενδύσει στην επιχείρησή του. Ο startupper γνωρίζει πολύ καλά τι εννοεί ο Αργύρης Σπυρίδης, ότι «θέλει θυσίες».
(γ) Ο startupper ξαναφέρνει την ελληνική παραγωγή στο προσκήνιο. Πόσα και πόσα δάκρυα δεν έχουν (υποκριτικά) χυθεί για την απώλεια της ελληνικής βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης, της πολιτικής, των ίδιων των Ελλήνων κλπ κλπ. Ο startupper, αντί να κλαίει μαζί με τους υπόλοιπους, κάνει κάτι γι αυτό. Τα ελληνικά startup κατά κανόνα δεν είναι εμπορικές επιχειρήσεις. Φτιάχνουν κάτι, όπως άλλωστε ήδη έχει τονίσει τόσο ο Γιώργος Τζιραλής όσο και ο Αποστόλης Αϊβαλής. Αυτό είναι πραγματική καινοτομία.
(δ) Ο startupper εξασφαλίζει την αξιοκρατία. Οι περισσότεροι startuppers είναι μορφωμένοι, με ένα ή περισσότερα πτυχία, γνωρίζουν ξένες γλώσσες και κινούνται με άνεση εκτός Ελλάδας. Συχνά το, κοινωνικό, τους προφίλ επιβάλλει την ανάληψη και άλλων δράσεων εκτός της επιχείρησής τους. Σε μια κοινωνία που μαστίζεται από αναξιοκρατία, τα βιογραφικά τους είναι η απάντηση στο πρόβλημα.
(ε) Ο startupper αμφισβητεί και ανανεώνει την ελληνική πραγματικότητα. Σε μια εποχή που όλοι διαμαρτυρόμαστε ότι λεφτά δεν υπάρχουν, σε ένα περιβάλλον με capital controls και σε μια κοινωνία σε διαρκή αναταραχή-ηλεκτροσόκ εδώ και πέντε πια χρόνια, ο startupper καταφέρνει να βρει το κουράγιο να δημιουργήσει κάτι από το τίποτα, να εξάγει προϊόντα και υπηρεσίες, να εξασφαλίσει χρήματα επενδυτών, να συνεχίσει να εργάζεται με προσήλωση στον στόχο του. Αποτελεί το νέο παραγωγικό μοντέλο, όπως υποστηρίζει ο Μανόλης Μανασσάκης.
Για όλους τους παραπάνω, και…