Η επαγγελματική κατάρτιση και επιμόρφωση εδώ και καιρό ουσιαστικά έχει πάψει να αποτελεί επιλογή. Είναι πλέον ανάγκη, τόσο για τα πρόσωπα όσο και για τις επιχειρήσεις, αλλά και για την κοινωνία, κατ’ επέκταση.
Αυτό φαίνεται από τις συνέπειες που, όπως αναφέρει σχετική μελέτη τουCEDEFOP[1], έχει η συμμετοχή σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και επιμόρφωσης. Για τον καθένα ξεχωριστά, προσφέρει τη δυνατότητα για βελτίωση της επαγγελματικής κατάστασης, συμβάλλει στην αύξηση της αυτοεκτίμησης, ωθεί σε περισσότερη κοινωνική συμμετοχή, προσφέρει εργασιακή ικανοποίηση, ενώ ωφελεί ακόμα και σε ζητήματα υγείας. Επιπλέον, οι γονείς που συμμετέχουν σε τέτοιου είδους προγράμματα ασκούν σημαντικά θετική επιρροή στα παιδιά τους ως προς την εκπαίδευση, καθώς δημιουργούν θετικό περιβάλλον μάθησης.
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, η ίδια μελέτη αναφέρει ότι όσες δεν έχουν επενδύσει σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και επιμόρφωσης παρουσιάζουν χαμηλότερη παραγωγικότητα από εκείνες που το έχουν κάνει. Πέρα από την εργασιακή ικανοποίηση που προσφέρουν στους εργαζομένους τέτοια προγράμματα, η οποία οδηγεί στην αύξηση της παραγωγικότητας, υπάρχουν κι άλλοι τομείς που επηρεάζονται θετικά, όπως η ποιότητα και η καινοτομία. Επίσης, η παροχή τέτοιων προγραμμάτων λειτουργεί θετικά για την επιχείρηση και από την άποψη της προσέλκυσης ικανού προσωπικού.
Τέλος, με βάση τη συγκεκριμένη μελέτη, τα οφέλη για την κοινωνία είναι προφανή, μιας και οι επιχειρήσεις αυτές συμβάλλουν στη μείωση της ανεργίας λόγω της μεγαλύτερης συμμετοχής τους στην αγορά εργασίας, ενώ παρατηρείται βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, της καινοτομίας και, τελικά, της οικονομικής ανάπτυξης.
Το ζήτημα που προκύπτει, όσον αφορά κυρίως τις επιχειρήσεις, αλλά όχι μόνο, είναι η ανεύρεση της κατάλληλης μεθόδου για συμμετοχή σε τέτοια προγράμματα, ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να τα παρακολουθήσουν, χωρίς να δημιουργείται λειτουργικό πρόβλημα στην εταιρία. Όπως επισημαίνουν οι Dr Marjolein C.J. Caniëls και Dr Anke H.J. Smeets-Verstraeten[2], οι παραδοσιακές μέθοδοι διδασκαλίας (π.χ. διά ζώσης εκπαίδευση) αποδεικνύονται ανεπαρκείς γιατί είναι ανελαστικές. Αντιθέτως, το σκοπό αυτόν εξυπηρετούν οι διαδικτυακές μορφές διδασκαλίας (π.χ. εξ αποστάσεως εκπαίδευση), διότι παρέχουν περισσότερες δυνατότητες και προσαρμόζονται καλύτερα στις ανάγκες της επιχείρησης και των συμμετεχόντων, ενώ συμφέρουν και από οικονομικής άποψης, καθότι είναι φθηνότερες σε σχέση με τις παραδοσιακές.
Η εξ αποστάσεως επαγγελματική επιμόρφωση και κατάρτιση κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος. Αυτό έχει αναγνωριστεί και στο εξωτερικό, όπου σε ορισμένες χώρες υπάρχει κρατική μέριμνα για τέτοιας μορφής επιμόρφωση και κατάρτιση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το CentreforFlexibleLearning (CFL) στη Σουηδία, το οποίο μεταξύ άλλων λειτουργεί και ως φορέας πληροφόρησης για εξ αποστάσεως προγράμματα. Επομένως, εφόσον βέβαια τηρούνται τα απαραίτητα κριτήρια για τη διασφάλιση της παροχής ποιοτικής επιμόρφωσης και κατάρτισης, τέτοια προγράμματα μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό μοχλό βελτίωσης της αγοράς εργασίας για όλους τους εμπλεκομένους.
Μιχάλης Κατσιμίτσης, PhD
[1] Cedefop, Policy Handbook, Access to Participation in Continuous Vocational Education and Training (CVET) in Europe, Working Paper, No 25.
[2] Dr Marjolein C.J. Caniëls – Dr Anke H.J. Smeets-Verstraeten, «The integration of instruction strategies into an e-learning environment», European Journal of Vocational Training, Cedefop, n. 47, 2009/2, 4-27.