Ακόμα και σε θέματα ζωτικής σημασίας, όπως η εκπαίδευση και η εργασία, οι επιλογές που κάνουμε δεν είναι τόσο δικές μας όσο θέλουμε νομίζουμε. Ούτε τόσο απλές. Παρεμβαίνουν παράγοντες, τους οποίους συχνά αγνοούμε, όχι επειδή μας είναι άγνωστοι – κάθε άλλο. Πρόκειται για στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς μας και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ασκούν σημαντική επιρροή.
Αυτό συμβαίνει ακόμα και όταν είναι εύκολο να εντοπίσουμε ορισμένους από αυτούς τους παράγοντες, όπως π.χ. η οικογένεια και οι φίλοι. Εξάλλου, όπως έχει παρατηρηθεί[1], όσα επηρεάζουν την απόφαση που παίρνει ένας νέος για την εκπαίδευση και την καριέρα του παραμένουν ίδια ως προς τη δομή τους εδώ και εξήντα περίπου χρόνια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι, πρώτον, λειτουργούν κατά τον ίδιο πάντα τρόπο και, δεύτερον, δεν έχουν υποστεί αλλαγές στα χαρακτηριστικά τους. Επομένως, το να πούμε ότι και σήμερα σημαντική επιρροή στις επιλογές ενός νέου αναφορικά με τις σπουδές και το επάγγελμα ασκούν οι γονείς και οι φίλοι, είναι κάτι που δεν διαφωτίζει το ζήτημα. Σημασία έχει να δούμε πώς λειτουργούν ως φορείς άσκησης επιρροής, αλλά και πώς επηρεάζονται και οι ίδιοι.
Σε σχέση με τους γονείς, η έρευνα[2] έχει δείξει ότι δεν έχουν όλοι τις ίδιες δυνατότητες ή και ενδιαφέρον αναφορικά με την επιλογή σπουδών για τα παιδιά τους. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τρεις τύποι γονέων. Στον πρώτο περιλαμβάνονται αυτοί που έχουν δεξιότητες ή είναι προνομιούχοι, στον δεύτερο ανήκουν εκείνοι των οποίων οι δεξιότητες βρίσκονται σε ένα μέσο επίπεδο και στο τρίτο όσοι είναι απομονωμένοι από το σχετικό πλαίσιο πληροφοριών. Μεταξύ του πρώτου και του τρίτου τύπου υπάρχουν σημαντικές διαφορές από άποψη κοινωνικής τάξης, αλλά και αξιών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει πλήρης διαχωρισμός, ενώ ο δεύτερος τύπος είναι μεικτός. Οι γονείς του πρώτου τύπου έχουν έντονες τάσεις προς κάποια επιλογή αλλά και την ικανότητα να επιλέξουν. Στον δεύτερο τύπο οι γονείς έχουν έντονες τάσεις αλλά χαμηλή ικανότητα, ενώ στον τρίτο υπάρχει χαμηλή τάση και χαμηλή ικανότητα για επιλογή.
Πέρα από τη διαφοροποίηση αυτή, οι γονείς αποφασίζουν με βάση ορισμένες πληροφορίες. Πηγή των πληροφοριών αυτών είναι τα άτυπα κοινωνικά δίκτυα (φίλοι, συγγενείς κτλ.), ή τα ίδια τα σχολεία, δηλαδή επίσημη πληροφόρηση. Συχνά οι γονείς είτε συνδυάζουν πληροφορίες και από τις δύο πηγές πληροφόρησης, είτε επιδιώκουν περισσότερη πληροφόρηση από τη μία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δέχονται άκριτα τις πληροφορίες αυτές, ενώ υπάρχουν κι εκείνοι που τις δέχονται χωρίς περαιτέρω διερεύνηση – ακόμα κι αυτές που προέρχονται από τα κοινωνικά δίκτυα. Αυτό όμως που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι ότι οι στάσεις αυτές δεν εντοπίζονται σε συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις. Έτσι, π.χ., ένας γονέας του πρώτου τύπου μπορεί να επηρεαστεί σημαντικότερα από τον κοινωνικό περίγυρο, ενώ ένας γονέας του τρίτου τύπου ενδέχεται να αποφασίσει αποκλειστικά με βάση τις πληροφορίες που δίνει το εκάστοτε σχολείο.
Όταν φτάνει η ώρα για την επιλογή ανώτερων σπουδών, όπου εμπλέκονται και τα ίδια τα παιδιά, τότε υπάρχει μεταβολή των παραγόντων που επηρεάζουν την απόφαση, καθώς δεν εμπλέκονται μόνο οι γονείς, αλλά και οι φίλοι[3]. Ωστόσο, αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ούτε κι εδώ υπάρχει ομοιογένεια στα μέλη μιας κοινωνικής τάξης ως προς το πώς αντιλαμβάνονται την ανώτερη εκπαίδευση. Έτσι, μεταξύ των νέων τόσο της εργατικής όσο και της μεσαίας τάξης, υπάρχουν έως και εντελώς διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους κατανοούν το πεδίο της ανώτερης εκπαίδευσης. Μάλιστα, όταν φτάνει η ώρα να πάρουν τις αποφάσεις τους, επηρεάζονται λιγότερο από την οικογένεια και περισσότερο από το πώς βλέπουν τον εαυτό τους σε σχέση με τους συνομηλίκους τους στην παρέα τους.
Σε σχέση με το κοινωνικοοικονομικό οικογενειακό υπόβαθρο, όπως επισημαίνει η έρευνα του Cedefop,ImprovingCareerProspectsfortheLow–educated (2016), όταν υπάρχει θέμα επιλογής ανάμεσα σε εργασία ή συνέχιση των σπουδών, όσοι προέρχονται από χαμηλό υπόβαθρο είναι λιγότερο πιθανό να προχωρήσουν σε ανώτερη εκπαίδευση ή και να ολοκληρώσουν το Λύκειο. Αν μάλιστα πιάσουν μια χαμηλής ειδίκευσης δουλειά, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις (γνωριμίες, εσωτερική άτυπη εκπαίδευση), για να μπορέσουν να βρουν κι άλλη δουλειά στο μέλλον, αποκλειστικά μέσω αυτών των «καναλιών». Οπότε μειώνονται ακόμα περισσότερο οι πιθανότητες για περαιτέρω εκπαίδευση ή εξειδίκευση.
Γενικά μιλώντας, όπως επισημαίνει ο Ken Roberts[4], υπάρχουν δυνάμεις που ωθούν (οικογενειακό υπόβαθρο, φύλο κτλ.) και άλλες που απωθούν (εργοδότες, αγορά εργασίας) προς ή από συγκεκριμένες επιλογές. Σε αυτές προστίθενται και παράγοντες, όπως καταγωγή, εκπαίδευση, διαδικασία της αγοράς εργασίας, πρακτικές πρόσληψης, τόπος, φύλο, εθνικότητα κτλ. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι δεν ασκούν επίδραση στον ίδιο βαθμό και με τον ίδιο τρόπο, αλλά και ότι καθένας από τους νέους που θα κληθεί να αποφασίσει για την εκπαίδευση και τη μελλοντική εργασιακή καριέρα του αντιδρά με τον δικό του τρόπο, τότε διαμορφώνουμε μια εικόνα ιδιαίτερης πολυπλοκότητας, αλλά και εξαιρετικού ενδιαφέροντος, τόσο για όσους ασχολούνται σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής, όσο και για τους ιδιώτες που απλώς θέλουν να βοηθήσουν στη λήψη μιας απόφασης.
Μιχάλης Κατσιμίτσης, PhD
[1] Roberts, Ken, “Opportunity Structures then and now”, Journal of Education and Work, Vol. 22, No. 5, Nov. 2009, 355-368.
[2] Ball, Stephen – Vincent, Carol, “‘I Heard it on the Grapevine’: ‘Hot’ Knowledge and School Choice”, British Journal of Sociology of Education, Vol. 19, No. 13, 1998, 337-400.
[3] Brooks, Rachel, “Young People’s Higher Education Choices: The role of family and friends,” British Journal of Sociology of Education, Vol. 24, No. 3, 2003, 283-297.
[4] Roberts, Ken, “Opportunity Structures then and now”,όπ.π.