Μπορούμε να προσεγγίσουμε την κοινωνική τραπεζική ως την παροχή επιστρέψιμων χρηματοδοτήσεων με πρωταρχικό σκοπό την επίτευξη καλώς ορισμένων, μετρήσιμων και θετικών κοινωνικών ή περιβαλλοντικών σκοπών.
Όλοι οι διεθνείς και ευρωπαϊκοί οργανισμοί αναγνωρίζουν τη μεγάλη σημασία της κοινωνικής τραπεζικής στη χρηματοδότηση δράσεων με ορατό, θετικό και μετρήσιμο κοινωνικό, ηθικό ή περιβαλλοντικό συντελεστή (COM, 2010). Δίπλα στις συμβατικές τράπεζες, αναφύονται κοινωνικές και επενδυτικές τράπεζες που προσφέρουν προνομιακή χρηματοδότηση σε έργα κοινωνικής οικονομίας, υπακούοντας σε μια εναλλακτική επιτοκιακή πολιτική, προσανατολισμένη στη δημιουργία θετικού κοινωνικού αντικτύπου και όχι στην μεγιστοποίηση του κέρδους. Ταυτόχρονα, οι δημόσιες επιδοτήσεις παύουν να είναι το μοναδικό εργαλείο χρηματοδότησης της καινοτομίας και της αειφορίας (COM, 2013).
Σήμερα, οι μεγαλύτερης κεφαλαιοποίησης κοινωνικές τράπεζες στην Ευρώπη είναι η ολλανδική Triodos Bank ($6.7 δισ), η γερμανική “Gemeinschaft für Leihen und Schenken” (GLS) Bank («Κοινότητα για Δανεισμού και Δωρεών») ($2,2 δις), η ιταλική Banca Etica ($0.8 δισ), η ελβετική ABS Bank ($0.7 δισ) και η δανέζικη Merkur Bank ($0.2 δις).
Η λογική που υποστηρίζει αυτό το δημιουργικό σχεδιασμό εκφράστηκε πρόσφατα με την θεσμοθέτηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (European Fund for Strategic Investments – EFSI) από τον Πρόεδρο JUNCKER, όπου πόροι από το πρόγραμμα HORIZON 2020 θα επενδυθούν σε σχέδια εθνικής εμβέλειας σε όλες τις χώρες μέλη. Αυτοί οι πόροι συνδυάζονται με εγγυήσεις από μέρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και ιδιωτική συμμετοχή, δημιουργώντας ένα μείγμα, που μπορεί να δημιουργήσει μόχλευση – ένα πραγματικό πολλαπλασιαστή ανάπτυξης. Τέτοιου είδους κοινωνικές επενδύσεις είναι γνωστές εδώ και δεκαετίες στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ως “Yin-Yang DEALS”. Η καινοτομία τους είναι πως ιδιωτικές επενδύσεις τάσσονται υπέρ καλά ορισμένων δημοσίων σκοπών, με αποτέλεσμα την κοινωνική ωφέλεια και το επενδυτικό κέρδος.
Διακρίνουμε μεταξύ δύο μεγάλων κατηγοριών χρηματοδοτικών πηγών. Τις μη-επιστρέψιμες επιδοτήσεις και τις επιστρέψιμες επενδύσεις.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσφέρει ποιοτική χρηματοδότηση έως και το ύψος του 100% των προϋπολογιζόμενων δαπανών, μέσα από προγράμματα ενίσχυσης της έρευνας, της ανάπτυξης και της καινοτομίας, όπως το πρόγραμμα HORIZON 2020, κεφαλαιοποίησης 80 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ιδίως μέσω του Εργαλείου για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (SME Instrument), χρηματοδότηση μέχρι 2 εκατομμύρια ευρώ είναι διαθέσιμη για επιχειρήσεις-πρωταθλητές.
Οι Γενικές Διευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαχειρίζονται απευθείας ένα συνεχώς αυξανόμενο προϋπολογισμό, όπως για παράδειγμα η Γενική Διεύθυνση Υγείας και Καταναλωτών για προγράμματα σχετικά με την πρωτοβάθμια υγεία, τις καινοτόμες εφαρμογές και την προστασία των καταναλωτών και των δανειοληπτών.
Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτεί τη διαδικασία της σύγκλισης και της διεύρυνσης προς τρίτες χώρες, συνορεύουσες, συνδεδεμένες και υπό-ένταξιν, όπως η Αλβανία, η FYROM και η ΣΕΡΒΙΑ, με το Όργανο για την Προ-Ενταξιακή Διαδικασία (Instrument for Pre-Accession, IPA), για δράσεις συνεταιρικότητας με διασυνοριακό συντελεστή, όπως το INTERREG.
Τέλος, μια ιδιαίτερης σημασίας χρηματοδοτική γραμμή είναι αυτή που τώρα διαμορφώνεται με σκοπό την αντιμετώπιση επειγουσών ανθρωπιστικών, υγειονομικών και λοιπών απειλών από την εξέλιξη των προσφυγικών ροών μέσω της Ελλάδος.
Με μια θεαματική αλλαγή πρακτικής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει πρόσφατα υιοθετήσει τη μέθοδο της χρηματοδότησης με τραπεζικά προϊόντα για δράσεις υλοποιούμενες από ιδιωτικούς και δημοσίους φορείς, που δεσμεύονται για θετικό και μετρήσιμο κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο.
Πρόσφατα, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jean Claude JUNCKER ανακοίνωσε τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (European Fund for Strategic Investments, EFSI), που δύναται να μοχλεύσει άνω των 300 δισεκατομμυρίων ευρώ για ιδιωτικά και δημόσια έργα.
Προσφέροντας προϊόντα κοινωνικής τραπεζικής, όπως για παράδειγμα μέσα από το Πρόγραμμα για την Απασχόληση και την Κοινωνική Καινοτομία (Employment and Social Innovation Program, EaSI), ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, ή το COSME, δικαιούχοι οργανισμοί, όπως οι ΟΤΑ, οι κοινωνικές επιχειρήσεις, οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί, ή τα νοσοκομεία που πάσχουν από υποχρηματοδότηση, μπορούν να χρηματοδοτήσουν καινοτόμες δράσεις με πολύ χαμηλό επιτόκιο, με χρήματα που μεταβιβάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ενδιάμεσες τράπεζες για το σκοπό αυτό.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB), καθώς και άλλες επενδυτικές τράπεζες, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), παρέχουν όμοιες γραμμές επενδύσεων αντικτύπου (impact investments).
Τα τελευταία χρόνια είδαμε και την υιοθέτηση των Βραβείων από μέρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, που μεταφέρει στο ευρωπαϊκό πλαίσιο μια επιτυχημένη αμερικανική πρακτική. Αυτές όμως αποτελούν μόνον τη μία όψη των κοινωνικών επενδύσεων, αφού υπάρχει και η προσφορά νέων τραπεζικών εργαλείων από τις ηθικές, κοινωνικές, εναλλακτικές και επενδυτικές τράπεζες.
Τέλος, αυξανόμενο είναι το δυναμικό των κοινωνικών ομολόγων (social bonds) και των κοινωνικών χρηματιστηρίων (social stock exchanges), πρακτικών ιδιαίτερα διαδεδομένων στη Μεγάλη Βρετανία και σήμερα στο επίκεντρο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μέσα από την «Πρωτοβουλία για την Κοινωνική Επιχειρηματικότητα» (Social Business Initiative) (COM, 2011).
Τα δάνεια είναι το πιο συνηθισμένο τραπεζικό εργαλείο. Το κεφάλαιο που παρέχεται αποπληρώνεται επιβαρυνόμενο με ένα επιτόκιο εν καιρώ που ονομάζεται ημερομηνία ωρίμανσης. Σε σύγκριση με άλλες μορφές χρέους, τα δάνεια συνηθίζεται να είναι μικρότερου κεφαλαίου και συντομότερης διάρκειας ωρίμανσης, ας πούμε σε σχέση τα ομόλογα.
Διακρίνουμε σε καλυμμένα και μη-καλυμμένα δάνεια, ανάλογα με το αν υπάρχει περιουσία που έχει τεθεί ως εγγύηση για την αποπληρωμή τους.
Οργανισμοί συνήθως χαμηλής κεφαλαιοποίησης, όπως οι κοινωνικές επιχειρήσεις, παρουσιάζουν μεγάλη τραπεζική επισφάλεια και δύσκολα έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, πόσο μάλλον σε περιβάλλον τραπεζικής αποδιάρθρωσης. Μια λύση είναι η παροχή εγγυήσεων από τρίτα μέρη, όπως οι κοινωνικές τράπεζες. Αυτές έχουν σχεδιαστεί ώστε να βελτιώνουν τη σχέση ρίσκου-εξόφλησης, ώστε ιδιώτες επενδυτές να πείθονται να κάνουν τις ανάλογες τοποθετήσεις μέσα από τραπεζικά οχήματα.
Τα ομόλογα εγγυημένης απόδοσης είναι συνήθως μεγάλα δάνεια με εκτεταμένες περιόδους ωρίμανσης, που τα διακινούν επενδυτικές τράπεζες και τα αγοράζουν άλλοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί όπως ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες. Υπόκεινται σε αξιολόγηση από ειδικούς οίκους πριν την διάθεσή τους στην αγορά.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα απέχουν από το βέλτιστο. Ένα σημαντικό μέρος των υφιστάμενων ξένων άμεσων επενδύσεων δεν εξασφαλίζει βιώσιμες θέσεις εργασίας για εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης και η διαρροή εγκεφάλων είναι επίμονη. Επιπλέον, μεγάλο μέρος της υπάρχουσας επένδυσης παράγει προστιθέμενη αξία που πιστώνεται στις μητρικές εταιρείες του εξωτερικού. Υπάρχει ανάγκη για ποιοτικές επενδύσεις που μένουν και αποδίδουν εδώ (EU, 2014).
Υπάρχει διαθέσιμο κεφάλαιο στη διεθνή αγορά και σε αναδυόμενους οικονομικούς τομείς, όπως στον κλάδο των επενδύσεων αντικτύπου, οι οποίες εστιάζουν στην επιδίωξη ηθικών, κοινωνικών ή περιβαλλοντικών ωφελειών. Ο κλάδος είναι αρκετά ανεπτυγμένος στις ΗΠΑ (Salamon, 2014). Με την έκδοση των κοινωνικών ομολόγων, τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε αυτό το απόθεμα κεφαλαίου και κοινωνικοί επενδυτές από το εξωτερικό θα μπορούσαν να διευκολύνουν την είσοδό τους στην εγχώρια αγορά, υπό δεσμευτικούς κοινωνικούς όρους.
Δομημένα προϊόντα γίνονται διαθέσιμα στην αγορά όταν ένα σύνολο από τραπεζικά προϊόντα ομαδοποιείται και πωλείται ως ξέχωρο προϊόν σε θεσμικούς επενδυτές. Εδώ, η διαδικασία της αξιολόγησής τους είναι ιδιαίτερα απαιτητική και αν δεν διεξαχθεί συστηματικά οδηγεί σε πιστωτικές φούσκες όπως αυτή που λίγο έλειψε να διαλύσει την οικονομία των ΗΠΑ το 2007 (COM, 2014).
Σε αντίθεση με τα δανειακά προϊόντα και τα ομόλογα, οι συμμετοχές δεν απαιτούν κάποια αποπληρωμή. Εδώ, ο επενδυτής αποκτά κάποιο είδους μετοχή στον οργανισμό ή την επιχείρηση, έχοντας δικαίωμα επί των κερδών και υποχρέωση επί των ζημιών.
Λανθάνοντα ιδιωτικά κεφάλαια εξακολουθούν να υποεπενδύονται στην ελληνική κοινωνική οικονομία και οι κοινωνικές επιχειρήσεις δεν εξυπηρετούνται επαρκώς από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Τα κριτήρια κοινωνικής τραπεζικής λείπουν. Η κοινωνική χρηματοδότηση από ιδιωτικές πηγές ακούγεται εξωτική και ο πολιτικός λόγος περιστρέφεται γύρω από την ανάγκη για τη δημιουργία νέων κρατικών τραπεζών που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τους αποκλεισμένους από το δανεισμό: μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, κοινωνικές επιχειρήσεις ή τα άτομα που προσπαθούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε κεφαλαίο σποράς, έτσι ώστε να διαφύγουν από την υπανάπτυξη. Παρ ‘όλα αυτά, καμία σοβαρή συζήτηση δε γίνεται σχετικά με το πώς θα θεσπίσουμε δεσμευτικές κοινωνικές αιρεσιμότητες (α) για τις δημόσιες συμβάσεις και (β) για την επενδυτική τραπεζική (Nasioulas, 2012).
Οφείλουμε να παλέψουμε στην Ελλάδα και κυρίως στο εξωτερικό, ώστε όλα αυτά τα καινοτόμα εργαλεία κοινωνικής τραπεζικής να γίνουν σύντομα διαθέσιμα και για τους ελληνικούς οργανισμούς της κοινωνικής οικονομίας, τα νοσοκομεία, τα πανεπιστήμια και τους Δήμους μας, ώστε να εξασφαλίσουμε την προοπτική της χώρας και τη συνοχή της κοινωνίας μας.
Το παρόν άρθρο αποτελεί προδημοσίευση τμήματος του ομώνυμου Κεφαλαίου, από τον Συλλογικό Τόμο: «Θέματα Κοινωνικής Οικονομίας. Από την κοινωνική επιχειρηματικότητα, στις κοινωνικές επενδύσεις και την κοινωνική τραπεζική», με επιμέλεια του Ιωάννη ΝΑΣΙΟΥΛΑ και πρόλογο του Γεωργίου ΝΤΑΣΗ, Προέδρου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής. Εκδόσεις Ινστιτούτου Κοινωνικής Οικονομίας, 2016.
Ιωάννης Νασιούλας