Η αγορά εργασίας δεν είναι όπως οι άλλες αγορές, διότι η εργασία δεν είναι ένα εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα. Αυτό που συναλλάσσεται κανείς στην αγορά εργασίας δεν είναι τόσο η εργασία όσο η ικανότητα για εργασία (τα επαγγελματικά προσόντα). Τα άτομα εισέρχονται σ’ αυτήν «πουλώντας» την εργασιακή τους ικανότητα και δημιουργώντας μια σχέση εξάρτησης με τον εργοδότη τους. Αυτή η σχέση επικυρώνεται κυρίως με μία σύμβαση εργασίας. Το πρόσωπο που διαθέτει μία εργασιακή ικανότητα είναι δεσμευμένο μέσα στις κοινωνικές σχέσεις από όπου προσδιορίζεται και ο κοινωνικός του ρόλος. Οπότε, οι εργαζόμενοι που «πουλούν» τα εργασιακά τους προσόντα, και οι εργοδότες που τα «αγοράζουν» εισέρχονται σε μία δυναμική σχέσηκοινωνική και θεσμική. Αυτή η σχέση δεν είναι αναγκαστικά εξ ορισμού διαρκής. Αν και υπαγορεύεται από ένα συμβόλαιο αορίστου χρόνου, ο μισθωτός όπως και ο εργοδότης μπορούν να θέσουν τέλος υπό καθορισμένες από τον νόμο συνθήκες βάσει του συμβολαίου (Guichard & Huteau, 2006:280).
Η αγορά εργασίας χειρίζεται στην ουσία τη σχέση προσφοράς και ζήτησης, τους ορισμούς των επαγγελμάτων, τις προκηρύξεις θέσεων, τον καθορισμό των επαγγελματικών διπλωμάτων και κατάρτισης. Αυτό σημαίνει ότι τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης τροφοδοτούνται από αρχές και αξίες που διαμορφώνονται σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Συγκεκριμένα, οι επικυρωμένες γνώσεις και τα επίσημα πτυχία τείνουν να αποτελέσουν σκοπό της εκπαίδευσης για πολλούς, ειδικότερα τα τελευταία χρόνια λόγω των μεγάλων ποσοστών ανεργίας και της ανταγωνιστικότητας, καθώς τα πιστοποιημένα αυτά προσόντα δίνουν το εισιτήριο εισόδου στον κόσμο της εργασίας. Τη λειτουργία της πιστοποίησης αναλαμβάνουν τα θεσμοθετημένα όργανα επικύρωσης δεξιοτήτων που επιτάσσει το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα («θεσμοποίηση ανταγωνισμού», Laval, Vergne, Clément, Dreux, 2012: 21-25).
Η αγορά εργασίας λειτουργεί με τους μεσάζοντές της, οι οποίοι διαχειρίζονται τη σχέση προσφοράς και ζήτησης, ρυθμίζουν τη διασύνδεση των εργατικών φορέων με την αγορά εργασίας και ενημερώνουν με σαφήνεια εργαζόμενους και εργοδότες. Οι οργανισμοί εργασίας και απασχόλησης (π.χ. ΟΑΕΔ), οι φορείς διορισμών, οι σύμβουλοι Επαγγελματικού προσανατολισμού στα σχολεία και στα γραφεία είναι οι κύριοι μεσάζοντες της αγοράς εργασίας.
Οι μαθητές, κυρίως οι έφηβοι ηλικίας 15-16 ετών, εκπαιδεύονται και προσανατολίζονται προς αυτήν τη γραμμή για να εισέλθουν σε κάποιο επάγγελμα. Οι κατευθύνσεις της αγοράς εργασίας, που υπαγορεύονται από το σύστημα εκπαίδευσης έμμεσα μέσω των μαθημάτων και άμεσα μέσω της πληροφόρησης από τους λειτουργούς επαγγελματικού προσανατολισμού, διαμορφώνουν σε σημαντικό βαθμό την επαγγελματική ανάπτυξη των εφήβων και επηρεάζουν τις τελικές τους αποφάσεις. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός, καθώς και η πληροφόρηση για τις σπουδές και τα επαγγέλματα, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, γεγονός που αποδεικνύει και τη σημασία της εκπαίδευσης και των φορέων προσανατολισμού για την ίδια την ύπαρξή της (της αγοράς εργασίας). Και οι ίδιοι οι μαθητές αναζητούν όλο και περισσότερο την πληροφόρηση ως καθοδήγηση ώστε να γνωρίζουν ικανοποιητικά τη μελλοντική τους επαγγελματική πορεία.
Παρασκευή Πουλογιαννοπούλου
Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια Κοινωνιολογίας Εκπαίδευσης
ΕΚΠΑ & Labo CERLIS- Paris Descartes