“Πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ότι οι πολιτισμικές διαφορές είναι έντονες και υπαρκτές. Ο καθένας μας πρέπει να χαρτογραφήσει τις αγορές και τους πληθυσμούς στους οποίους απευθύνεται”, λέει η καθηγήτρια INSEAD Erin Meyer, συγγραφέως του σπουδαίου βιβλίου «The Culture Map».
Του Τάσου Παγκάκη
Σε 180 χώρες αναπτύσσεται συνεχής οικονομική δράση. Υπάρχει μία που δεν συμμετέχει σε αυτόν το διεθνή αγώνα, γιατί δεν ξέρει… Μαντέψτε ποια!
Αν έχετε επιχείρηση, αν θέλετε να φτιάξετε μία ή αν είστε φοιτητής σε σχετικό αντικείμενο, σας προτείνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε το καταπληκτικό και οικονομικό βιβλίο «The Culture Map» της Erin Meyer, συγγραφέως και καθηγήτριας INSEAD. Θα σας δώσει πρακτικές αναφορές, παραδείγματα για το πώς διάφορες εθνικότητες αποτυπώνουν και επηρεάζουν με την κουλτούρα τους το παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι.
Γράφει, ανάμεσα σε άλλα, στο βιβλίο «Όταν απευθύνεσαι σε Αμερικανούς που προλογίζουν κάθε διαφωνία τους με τρία αρεστά σχόλια, Γάλλους, Ολλανδούς, Ισραηλινούς, Γερμανούς που θα σου πουν με ευθύτητα και άμεσα «χάλια η παρουσίασή σας», Λατινοαμερικανούς και Ασιάτες που θα τοποθετηθούν προφορικά βάσει της ιεραρχίας τους ή τους Σκανδιναβούς που σκέφτονται ότι το καλύτερο αφεντικό τους είναι κάποιος ανάμεσα στο κοινό, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ενδιαφέρον, αστείο ή καταστροφικό».
Τι σημασία έχει, μπορεί να πεί κάποιος, να διαβάσω το βιβλίο μιας καθηγήτριας, αφού ξέρω το business μου, το δίκτυό μου, τους προμηθευτές μου και τους συνεργάτες μου και τα πάω μια χαρά (αν υπάρχει πια το «μια χαρά»); Νομίζω ότι έχει, και μάλιστα εθνική πλέον σημασία. Στα είκοσι έξι συναπτά χρόνια που εργάζομαι στον ιδιωτικό τομέα και σήμερα που συνεργάζομαι με διεθνείς ομάδες, βλέπω καθαρά ότι είναι ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τους Έλληνες ότι δεν κατανοούν καλά πώς λειτουργούν οι διάφορες εθνότητες και η κουλτούρα τους.
Οι Έλληνες έμποροι και επαγγελματίες (από υπηρεσίες έως καταναλωτικά) συχνά αγνοούσαν (ίσως από κεκτημένη ταχύτητα) τον κόσμο και τι συμβαίνει σε αυτόν. Βεβαίως είχαμε εισαγωγές φασόν προϊόντων και διανομείς, αλλά αυτό δεν μας έδινε αυτόματα γνώσεις, καλές πρακτικές, ιδέες προς εκμετάλλευση τοπικά. Επιπροσθέτως, το στυλ των εμπορικών σχέσεων του Έλληνα επιχειρηματία με το εξωτερικό ήταν πάντα σαν σε «παθητική υποδοχή» (αντιπροσώπευση ενός διεθνούς ονόματος, η δικαιοχρησία του brand μιας αλυσίδας κ.λπ.).
Φράσεις όπως «40 χρόνια φούρναρης», «σε ξέρω από το κολέγιο», «η παράδοσή μας», «πάππου προς πάππου», είναι ανεπίκαιρες, βαθιά αυτιστικές και βαρετές. Δεν έχουν καμία, μα καμία, πιθανότητα επιτυχίας στο νέο παγκόσμιο, συνεργατικό οικονομικό σκηνικό.
Τι γίνεται σήμερα, όμως, που ο ανταγωνισμός είναι παντού, που χρειαζόμαστε εξαγωγές και εξωστρέφεια, που νέα παιδιά και επαγγελματίες θα πρέπει να αναζητούν τύχη στο εξωτερικό; Εγώ νομίζω ότι πρέπει να ξαναδιαβάσουμε τον κόσμο…
Παρά το γεγονός ότι η αγγλική γλώσσα είναι η lingua franca, πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ότι οι πολιτισμικές διαφορές είναι έντονες και υπαρκτές. Αλλιώς θα πέφτουμε σε κακές εκτιμήσεις και θα παρασυρόμαστε από εσφαλμένους «μύθους» και δεν θα μπορούμε να ερμηνεύσουμε, ας πούμε, γιατί ο Ευρωπαίος μοιάζει υπερόπτης εμπρός σε έναn Ρώσο ή γιατί η έντονη επίκληση προηγούμενης εμπειρίας δεν πουλάει τόσο πολύ στη Βραζιλία ή γιατί ο Αμερικανός θέλει συνεργασία με τον Ινδό. Το άρθρο της Erin Meyer στο Harvard Business Review θα σας δώσει ακόμη περισσότερα ερεθίσματα για το πρόβλημά μας, όπως το περιγράφω.