Πηγή: edujob.gr
Είναι αλήθεια ότι μια οικονομική κρίση οδηγεί σε μείωση πόρων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, για το εκπαιδευτικό σύστημα. Είναι επίσης αλήθεια ότι εν πολλοίς η μείωση αυτή των πόρων κατηγορείται για την όποια υποβάθμιση της παιδείας – και αυτό πράγματι ισχύει σε σημαντικό βαθμό. Η έκθεση όμως του Pearson έρχεται να μας δείξει και μια διαφορετική εικόνα, να μας θέσει ξανά ορισμένους πολύ βασικούς παράγοντες που είναι απαραίτητοι για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η έκθεση του Pearson, η οποία γράφτηκε από το Economist Intelligence Unit, αφορά τις επιδόσεις που παρουσιάζουν τα σχολικά συστήματα σε παγκόσμιο επίπεδο και στοχεύει στο να συμβάλει στη χάραξη μιας αποτελεσματικής εκπαιδευτικής πολιτικής, η οποία θα έχει τόσο οικονομικές όσο και κοινωνικές συνέπειες. Είναι το αποτέλεσμα μιας ποσοτικής και ποιοτικής ανάλυσης με τίτλο The Learning Curve.
Ένα από τα πρώτα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα αποτελέσματα της έρευνας είναι ότι από μόνη της η οποιαδήποτε παροχή πόρων σε ένα σύστημα δεν αρκεί για τη βελτίωση του συστήματος. Πολύ μεγαλύτερη σημασία έχουν οι διαδικασίες που θα κάνουν χρήση αυτών των πόρων.
Αν και υπάρχει μια θετική σχέση ανάμεσα στον οικονομικό παράγοντα και την εκπαίδευση (οι πιο εύποροι, χώρες ή άτομα, αγοράζουν καλύτερη παιδεία που οδηγεί σε καλύτερη οικονομική κατάσταση), ωστόσο η έρευνα κατέδειξε ότι εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία σε μια εκπαιδευτική διαδικασία είναι το επίπεδο της υποστήριξης που προσφέρεται σε μια εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο. Έτσι, η βελτίωση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων εξαρτώνται από τις αλλαγές στο πολιτισμικό πλαίσιο.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι η εστίαση της έκθεσης στη σημασία του διδάσκοντα. Τα ευρήματά της υποστηρίζουν ότι οι καλοί δάσκαλοι/καθηγητές έχουν σημαντικότατη επίδραση, όχι μόνο στο μελλοντικό οικονομικό πεδίο, αλλά και σε ένα εύρος κοινωνικών αποτελεσμάτων, π.χ. αποφυγή εφηβικής εγκυμοσύνης ή προσπάθεια αποταμίευσης για μετά τη σύνταξη. Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα ως προς τα κριτήρια για την αξιολόγηση κάποιου ως καλού δασκάλου/καθηγητή ή για το πώς μπορεί κάποιος να καταστεί καλός δάσκαλος/καθηγητής. Παρ’ όλα αυτά, εντοπίζονται κοινά στοιχεία μεταξύ των επιτυχημένων σχολικών συστημάτων: υπάρχουν πολιτιστικά αποτελεσματικοί τρόποι για να προσελκύσουν στο διδακτικό επάγγελμα ανθρώπους ικανούς, παρέχεται σχετική και διαρκή εκπαίδευση, υπάρχει κοινωνική εκτίμηση απέναντι στο επάγγελμα του δασκάλου/καθηγητή, τίθενται ξεκάθαροι στόχοι και προσδοκίες, αλλά παρέχεται και ελευθερία προς τους δασκάλους/καθηγητές ως προς τον τρόπο υλοποίησής τους. Από μόνοι τους, τονίζεται, οι υψηλοί μισθοί πετυχαίνουν πολύ λίγα.
Επιπλέον, τα καλύτερα εκπαιδευτικά αποτελέσματα παρέχονται σε χώρες, όπου υπάρχει η μεγαλύτερη επιλογή σχολείων. Αυτό υποτίθεται πως δίνει τη δυνατότητα στους γονείς να επιλέξουν τα σχολεία που θα επιφέρουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Στην πράξη, ωστόσο,δεν υπάρχει κάποια «συνταγή» της επιτυχίας ως προς το ποια σχολεία είναι καλύτερα. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που έχει σημασία είναι η σωστή πληροφόρηση, ώστε οι γονείς να επιλέξουν αυτό που είναι πραγματικά ανώτερο.