Πηγή: www.edujob.gr
Μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τις πιο αποτελεσματικές στρατηγικές και τεχνικές μάθησης για τους μαθητές όλων των ηλικιών ανοίγουν οι ψυχολόγοι John Dunlosky,Katherine A. Rawson, Elizabeth J. Marsh, Mitchell J. Nathan and Daniel T. Willingham στο τελευταίο άρθρο τους με τίτλο «PsychologistsIdentifytheBestWaystoStudy». Ενώ κάποιες τεχνικές επιταχύνουν την μάθηση διευκολύνοντας και υποβοηθώντας τον μαθητή, άλλες απλά αποτελούν χάσιμο χρόνου. Το βασικό ερώτημα που τους απασχολεί είναι ποιες τεχνικές ανήκουν στην πρώτη κατηγορία και ποιες στη δεύτερη.
Η εκπαίδευση γενικά και ειδικότερα η λεγόμενη δηλωτική γνώση αναφέρεται στο σύνολο των γενικών πληροφοριών και τεκμηριωμένων γνώσεων για ιδέες, αντικείμενα και γεγονότα του περιβάλλοντος. Ήτοι, η δηλωτική γνώση είναι η γνώση του «τι». Ωστόσο, πέρα από το «τι», το άτομο πρέπει να είναι σε θέση να μαθαίνει και το «πώς» (διαδικαστική γνώση) αλλά και «το πού και το γιατί» (υποθετική γνώση). Με άλλα λόγια, το άτομο θα πρέπει να «μάθει πώς να μαθαίνει», ήτοι να μπορεί να καθοδηγεί τη μάθησή του ώστε να είναι πιο αποτελεσματική και μακροπρόθεσμη και να εφαρμόζεται και έξω από το σχολικό περιβάλλον. Οι δεξιότητες αυτές είναι γνωστές με τον όρο «γνωστικές στρατηγικές ή στρατηγικές μάθησης» και βοηθούν τον μαθητή να διευθετεί και να καθοδηγεί τις δικές του εσωτερικές διαδικασίες μάθησης, ήτοι το πώς να κατευθύνει την προσοχή, τη μνήμη και τη σκέψη του για την επίτευξη των μαθησιακών του στόχων.
Γνωστικοί και εκπαιδευτικοί ψυχολόγοι τα τελευταία 100 χρόνια έχουν αναπτύξει και αξιολογήσει μία ευρεία δέσμη στρατηγικών και τακτικών μάθησης. Οι τακτικές μάθησης αναφέρονται τις συγκεκριμένες τεχνικές που εφαρμόζει το άτομο για να επιτύχει τους μαθησιακούς του στόχους. Οι έρευνες αναφέρουν ότι οι διάφορες τεχνικές είναι αλληλοεξαρτώμενες. Μερικές από αυτές έχουν βοηθήσει σημαντικά τους μαθητές στην επίτευξη των μαθησιακών τους στόχων, ενώ άλλες έχουν βρεθεί τελειώς αναποτελεσματικές και χρονοβόρες. Ωστόσο, στην πράξη σήμερα, οι εκπαιδευτικοί δεν φαίνεται να γνωρίζουν ποιες τεχνικές είναι αποτελεσματικές με βάση εμπειρικά στοιχεία και οι μαθητές δεν έχουν διδαχθεί να χρησιμοποιούν τις τεχνικές που έχουν αποδειχθεί πιο αποτελεσματικές.
Σύμφωνα με τους ανωτέρω ψυχολόγους, μία πιθανή αιτία μπορεί να είναι η ύπαρξη πληθώρας ερευνών αναφορικά με το θέμα, γεγονός που καθιστά δύσκολο και για τους εκπαιδευτικούς αλλά και για τους μαθητές τον εντοπισμό των πιο αποτελεσματικών τεχνικών μάθησης. Οι Gagne και Briggs θεωρούν ότι αυτές οι τεχνικές μάθησης δεν μπορούν να διδαχτούν άμεσα από το δάσκαλο στον μαθητή, ούτε και ο μαθητής μπορεί να τις εντοπίσει μόνος του. Μπροστά σε αυτήν την πρόκληση, οι ανωτέρω ψυχολόγοι επιθεώρησαν 700 επιστημονικά άρθρα που αναφέρονταν σε τεχνικές μάθησης. Προκειμένου να καταλήξουν στις πιο αποτελεσματικές στρατηγικές χρησιμοποίησαν τα ακόλουθα κριτήρια:
Η τεχνική μάθησης θα πρέπει να μπορεί να εφαρμόζεται σε διαφορετικές συνθήκες μάθησης, όπως για παράδειγμα όταν ο μαθητής δουλεύει μόνος του ή μέσα σε ομάδα.
Η τεχνική μάθησης θα πρέπει να είναι χρήσιμη σε μαθητές όλων των ηλικιών, ικανοτήτων και γνωστικών επιπέδων
Η τεχνική μάθησης θα πρέπει να έχει εφαρμοστεί σε αίθουσα διδασκαλίας ή σε άλλη πραγματική κατάσταση
Η τεχνική μάθησης θα πρέπει να υποβοηθά τους μαθητές ανεξάρτητα με το αντικείμενο μάθησης και να επιτυγχάνει καλύτερες επιδόσεις ανεξάρτητα με τον τρόπο μέτρησης της επίδοσης.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω κριτήρια, οι ψυχολόγοι συνιστούν τις ακόλουθες τεχνικές μάθησης ως τις πιο αποτελεσματικές. Οι πρώτες δύο τεχνικές θεωρούνται ως οι πιο αποτελεσματικές και ακολουθούν οι υπόλοιπες τρεις. Και οι πέντε είναι απλές, κατανοητές και άμεσα εφαρμόσιμες.
Η συχνή αξιολόγηση της επίδοσης με αυτό-ερωτήσεις βοηθά τον μαθητή να επεξεργάζεται καλύτερα τις πληροφορίες που πρέπει να θυμάται. Υποβάλλοντας ερωτήσεις στον εαυτό του, ο μαθητής αξιολογεί το κατά πόσον κατανόησε το κείμενο και συγκεκριμένα πληροφορίες ανώτερου επιπέδου. Για παράδειγμα, σε μία μελέτη, μαθητές λυκείου κλήθηκαν να απομνημονεύσουν ζευγάρια λέξεων, τα μισά από τα οποία συμπεριλήφθηκαν σε ένα επαναληπτικό τεστ. Μία εβδομάδα αργότερα, οι μαθητές θυμήθηκαν το 35% των ζευγαριών στα οποία είχαν εξεταστεί με το τεστ, ενώ θυμήθηκαν μόνο το 4% των ζευγαριών στα οποία δεν είχαν εξεταστεί.