Νέα μελέτη της BCG: Η νέα εποχή για τη διαχείριση κεφαλαίων

    Από: Startup Team

Ο κλάδος της διαχείρισης κεφαλαίων (asset management) βρισκόταν για σχεδόν δύο δεκαετίες σε τροχιά συνεχούς ανάπτυξης, με ισχυρά αποτελέσματα και σταθερές αποδόσεις που οδήγησαν τους διαχειριστές σε μια παρατεταμένη περίοδο αυξημένων εσόδων. Ωστόσο, το 2022, με τη ραγδαία αύξηση των επιτοκίων, οι αποδόσεις μετοχών και ομολόγων υπέστησαν καθίζηση, και ως εκ τούτου τα κεφάλαια υπό διαχείριση έπεσαν κατά 10%, κατά περίπου $10 τρις. και υπολογίζονται πλέον σε $98 τρις. παγκοσμίως. Αυτή είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πτώση σε ετήσια βάση από το 2005, και ασφαλώς κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τους διαχειριστές.

Οι λόγοι αυτής της κάμψης στον χώρο του asset management, αλλά και οι πρωτοβουλίες που καλούνται να αναλάβουν οι διαχειριστές κεφαλαίων προκειμένου να την αντιμετωπίσουν, είναι το αντικείμενο της πρόσφατης μελέτης της BCG, με τίτλο ‘The Tide Has Turned: Global Asset Management 2023’, που αποτελεί και την 21η ετήσια έκδοση του Συμβούλου για την αγορά κεφαλαίων.

Η μελέτη εντοπίζει τέσσερις βασικές προκλήσεις στην αγορά κεφαλαίων: Πρώτoν, η συνεχής πολιτική αύξησης του επιτοκίου των Κεντρικών Τραπεζών οδηγεί στην επιβράδυνση της ανάπτυξης, και ως εκ τούτου οι επενδύσεις έχουν χάσει το χαρακτήρα εγγυημένης απόδοσης μετά από δεδομένο χρονικό ορίζοντα. Δεύτερον, εντείνεται η στροφή των επενδυτών σε παθητικά διαχειριζόμενες επενδύσεις, που έχουν μικρότερες προμήθειες για τους διαχειριστές. Τρίτον, ενώ οι μειώσεις στις προμήθειες εντείνονται, τα κόστη δεν μειώνονται αντίστοιχα. Τέταρτον, ενώ οι διαχειριστές έχουν καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να προσφέρουν νέα επενδυτικά προϊόντα στην αγορά, οι επενδυτές δεν ανταποκρίνονται, και εξακολουθούν να στρέφονται σε προϊόντα με αποδεδειγμένα καλές αποδόσεις σε βάθος χρόνου – είναι ενδεικτικό ότι 75% των κεφαλαίων παγκοσμίως είναι τοποθετημένο σε προϊόντα άνω των 10 ετών ωρίμανσης.

Για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός επερχόμενου δυσμενούς περιβάλλοντος, η έκθεση παρουσιάζει δύο απαιτητικούς στόχους, με βάση τις εκτιμήσεις της BCG: τη μείωση του κόστους κατά 20%, και την αύξηση του ποσοστού των εσόδων από προϊόντα υψηλού περιθωρίου στο 30%. Για την επίτευξη αυτών των στόχων, παρουσιάζονται τρεις επιλογές:

Η πρώτη επιλογή αφορά την εστίαση στην κερδοφορία. Πέρα από την οριζόντια περικοπή στο κόστος, χρειάζεται μια στοχευμένη βελτιστοποίηση των λειτουργικών εξόδων, ώστε να εξυπηρετούν τη βασική επιχειρησιακή στρατηγική του διαχειριστή κεφαλαίων. Δεύτερη επιλογή είναι η προσέγγιση ιδιωτικών εναλλακτικών αγορών, καθώς αυτές αποτελούν τον ταχύτερα εξελισσόμενο τομέα στη διαχείριση κεφαλαίων – το 2022 τα μισά έσοδα για τους διαχειριστές που προσφέρουν προϊόντα ιδιωτικών εναλλακτικών αγορών προήλθαν από αυτό τον χώρο. Τρίτη επιλογή είναι η διαμόρφωση προσωποποιημένων προτάσεων, προκειμένου να βελτιωθούν οι πωλήσεις. Με τη χρήση προηγμένων τεχνολογιών, ένας στόχος της αύξησης των μετατροπών πωλήσεων κατά 20% θεωρείται εφικτός, σύμφωνα με τη μελέτη.

«Εστιάζοντας στις τρεις προτάσεις για να ανταπεξέλθουν οι βασισμένοι στην Ελλάδα διαχειριστές κεφαλαίων στις επερχόμενες προκλήσεις, είναι σαφές ότι και οι τρεις αφορούν ευθέως και την ελληνική αγορά. Και στον τομέα του στρατηγικού σχεδιασμού όσον αφορά το κόστος, και στη στροφή σε ιδιωτικές επενδύσεις – ιδιαίτερα δεδομένης της αυξανόμενης παρουσίας νέων και νεοφυών επιχειρήσεων στην ελληνική οικονομία – αλλά και στον τομέα της προσωποποίησης με προχωρημένες μεθόδους ανάλυσης. Ειδικά στην τρίτη επιλογή, όσο οι διαχειριστές κεφαλαίων, όπως και ο ευρύτερος χρηματοπιστωτικός κλάδος ενισχύουν την ψηφιακή τους ωριμότητα και τις σχετιζόμενες με αυτήν δεξιότητες, θα υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την αξιοποίηση αντίστοιχων λύσεων», σημειώνει ο Βασίλης Αντωνιάδης, Senior Partner & Managing Director στην BCG Αθήνας, και επικεφαλής του κλάδου χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της BCG στην Ευρώπη και Μέση Ανατολή.

Εδώ μπορείτε να βρείτε ολόκληρη την μελέτη