Σήμερα, τα στελέχη της εν λόγω αγοράς γίνονται ολοένα και εμφανέστερα. Στις προηγμένες οικονομίες, η ζήτηση για υψηλής ειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό αναπτύσσεται ταχύτερα από την προσφορά, ενώ η ζήτηση για χαμηλής ειδίκευσης εργασία παραμένει αδύναμη. Το συνολικό μερίδιο του εισοδήματος της εργασίας, ή το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που πηγαίνει στους μισθούς των εργαζομένων, έχει μειωθεί και η εισοδηματική ανισότητα αυξάνεται στην κατηγορία των εργαζομένων χωρίς προσόντα. Σε αυτούς πρέπει να συμπεριληφθούν 75 εκατομμύρια νέοι άνεργοι χωρίς εμπειρία, άνεργοι με εμπειρία και υποαπασχολούμενοι, ενώ παρατηρείται παράλληλα, μισθολογική στασιμότητα.
Το Mc Kinsey Global Institute, σε σχετική μελέτη παρουσίασε λεπτομερώς τα βασικά ευρήματα και τις επιπτώσεις που αυτές έχουν στις ανισορροπίες της παγκόσμιας αγοράς εργασίας:
- Υπάρχουν 38 έως 40 εκατομμύρια λιγότεροι εργαζόμενοι με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (με κολεγιακό ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών) από αυτούς που χρειάζονται οι επιχειρήσεις, δηλαδή λείπει το 13% της ζήτησης για τέτοιους εργαζόμενους.
- Υπάρχουν αντίστοιχα, 45 εκατομμύρια λιγότεροι εργαζόμενοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, δηλαδή λείπει το 15% της ζήτησης για τους εργαζόμενους αυτούς.
- Αντίθετα, υπάρχουν 90 έως 95 εκατομμύρια περισσότεροι χαμηλής ειδίκευσης εργαζόμενοι (άνθρωποι χωρίς πανεπιστημιακή ή ακόμα και δευτεροβάθμια εκπαίδευση – οι δεύτεροι κυρίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες), από ότι χρειάζονται οι επιχειρήσεις. Παρατηρείται, δηλαδή, υπερπροσφορά των εν λόγω εργαζομένων κατά 11%.