Πηγή: www.agelioforos.gr
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ
Προέδρου ε.τ. του ΣΒΒΕ
Η παγκοσμιοποίηση καθιστά τις ευρωπαϊκές χώρες, και πολύ περισσότερο τη δική μας, ανταγωνιστές άλλων χωρών – «μιμητών», που παράγουν προϊόντα με βάση το μεγάλο όπλο των φτηνών εργατικών χεριών που διαθέτουν. Η απάντηση ασφαλώς δεν είναι να αντιμετωπίσουμε το θέμα της ανταγωνιστικότητας μονομερώς με τη μείωση του κόστους της εργατικής δύναμης. Ούτε το θέλουμε ως κοινωνία ούτε άλλωστε το μπορούμε.
Η Ευρώπη είναι η μοναδική υπερδύναμη όπου η ανάπτυξη των γνώσεων, της τεχνολογίας και της επιχειρηματικότητας συμβάδισε συνειδητά με την ανάπτυξη της κοινωνίας και της ποιότητας ζωής των κατοίκων της – με το γνωστό, φυσικά, «κόστος» που είχε μια τέτοια πολιτική. Δεδομένου μάλιστα ότι σε μία παγκοσμιοποιημένη οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ούτε το «κεϊνσιανό» μοντέλο της αύξησης της ζήτησης, ούτε πολύ περισσότερο το νεοφιλελεύθερο δόγμα της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, τότε αντιλαμβανόμαστε καλύτερα πως συστατικό στοιχείο της απάντησης είναι η ενσωμάτωση της καινοτομίας στις οικονομικές, διοικητικές και κοινωνικές διαδικασίες μιας πραγματικά ενωμένης / ενιαίας Ευρώπης.
Για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και ιδιαίτερα για την όχι φτωχή σε ανθρώπινο δυναμικό Ελλάδα, ο μόνος τρόπος επιβίωσης είναι να είμαστε μεταξύ αυτών που εφευρίσκουν τις νέες μεθόδους ή τα νέα προϊόντα, να εισέλθουμε δηλαδή στο ούτως ή άλλως ήδη ανοιχτό κλαμπ της καινοτομίας.
Με την ιδιότητά μου ως πρόεδρος της Εταιρίας Διαχείρισης και Ανάπτυξης του Τεχνολογικού Πάρκου Θεσσαλονίκης, έχω δαπανήσει αρκετά χρόνια να «πείσω» (μέχρι στιγμής ανεπιτυχώς) την ελληνική Πολιτεία ότι η ανάπτυξη καινοτομίας απαιτεί κατευθείαν επαφές και συνεργασία επιχειρήσεων με ερευνητές από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, μαζί με ένα μηχανισμό διαχείρισης και marketing που να χειρίζεται την καινοτομία ως προϊόν προς πώληση, για παραγωγή νέων προϊόντων, νέων θέσεων εργασίας και τελικά «κερδών» για όλους! Δυστυχώς στην προσπάθεια αυτή δεν υπήρξαν αρωγοί, όσο τουλάχιστον θα έπρεπε, οι φορείς εκπροσώπησης της ακαδημαϊκής κοινότητας, παρά μόνο συγκεκριμένα ερευνητικά ιδρύματα, που στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης εντάσσονται σχεδόν αποκλειστικά στο Επιστημονικό Κέντρο Ερευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ).
Χάνει η Ελλάδα και αδικεί τα παιδιά της, να διαθέτει από τη μια πλευρά ένα τόσο αξιόλογο επιστημονικό έμψυχο υλικό και από την άλλη πλευρά να μην ακολουθεί 500 περίπου γνωστά διεθνή παραδείγματα ανάπτυξης της καινοτομίας σε περιφερειακό επίπεδο μέσα από Πάρκα Επιχειρηματικότητας (όπως προτιμώ να ονομάζονται οι Ζώνες Καινοτομίας), ώστε να δίδεται έμφαση στον πυλώνα «Επιχειρείν», που ακόμη και σήμερα φαίνεται να υποβαθμίζει η ελληνική Πολιτεία!
Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε κρίσιμο σταυροδρόμι, που εμπεριέχει όμως ταυτόχρονα και μια ελπίδα που της αξίζει. Η μία επιλογή είναι να μείνει στην «πεπατημένη οδό», να κρατήσει δηλαδή αναχρονιστικές δομές στη διοίκηση, στην παιδεία και στην οικονομία, να κρατήσει τη νοοτροπία της διαπλοκής αυτών που αξιολογούν με αυτούς που αξιολογούνται, να κρατήσει και την εργασία και την επιχειρηματικότητα σε καθεστώς κρατικής πελατειακής επιδότησης. Αυτή η οδός είναι αδιέξοδη, κάτι που είμαι βέβαιος ότι σήμερα το βλέπουν όλοι! Η άλλη επιλογή είναι να εφαρμόσει επιτέλους τις δημοκρατικές πρακτικές, όπου καμία εξουσία δε διαπλέκεται με άλλη, όπου υπάρχει ανεξάρτητος έλεγχος των δημόσιων πολιτικών και όπου ενθαρρύνονται αυτοί που καινοτομούν και επιχειρούν να αυξήσουν το συνολικό πλούτο του τόπου.
Είναι λανθασμένη η θεωρία του «πεπερασμένου κόσμου», επειδή η καινοτομία (και η επιχειρηματικότητα που συνδέεται με αυτήν) διευρύνει συνεχώς τα όρια του εφικτού, χάρη στην ανακάλυψη νέων πηγών ενέργειας και νέων παραγωγικών μεθόδων, που καθιστούν δυνατή την εξοικονόμηση της χρήσης των υπαρχουσών πηγών. Αυτό είναι το μέλλον του κόσμου και σ’ αυτό το μέλλον η Ελλάδα μπορεί να έχει περίοπτη θέση – αρκεί να συνειδητοποιήσει τη «δύναμη» του έμψυχου υλικού της εντός αλλά και εκτός Ελλάδας – και να τολμήσει ν’ αλλάξει…