Η αναγνώριση της σημασίας που έχει η διά βίου εκπαίδευση στη βελτίωση της εργασιακής ζωής δεν συνεπάγεται αυτομάτως την προθυμία για συμμετοχή σε ανάλογα προγράμματα. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, αυτό ισχύει και για τους εργαζομένους χαμηλής ειδίκευσης ή και τους ανειδίκευτους εργάτες, παρά το ότι αντιμετωπίζουν έντονα το φάσμα της ανεργίας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης.
Το πρόβλημα δεν είναι η ενημέρωση. Υπάρχουν άλλοι, σημαντικότεροι παράγοντες, όπως αποκαλύπτει η πανευρωπαϊκή έρευνα του Cedefop Improving Career Prospects for the Low–educated (2016). Η έρευνα εστίασε στη συμβολή της σχολικής εμπειρίας σχετικά με δημιουργία φραγμών για περαιτέρω εκπαίδευση, καταδεικνύοντας ότι οι χαμηλές σχολικές επιδόσεις είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν τον ενήλικα στο να αρνηθεί τη συμμετοχή του σε προγράμματα διά βίου εκπαίδευσης. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι οι λόγοι που συμβαίνει αυτό ποικίλλουν.
Ένας από τους σημαντικότερους λόγους είναι η αυτοεικόνα. Ορισμένοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως άτομο χαμηλής ειδίκευσης. Αυτό εκφράζεται με διάφορους τρόπους, όπως το να προβάλλονται ως «πρακτικοί» άνθρωποι που δεν χρειάζονται τη θεωρία. Αυτή όμως η αυτοεικόνα, όπως επισημαίνει η έρευνα, πηγάζει τόσο από την αρνητική σχολική εμπειρία τους, όσο και από τη στερεότυπη άποψη για την εκπαίδευση, ότι δηλαδή εστιάζει στη θεωρία.
Με την αυτοεικόνα συνδέεται η αυτοεκτίμηση. Εδώ, υπήρξαν συμμετέχοντες που δήλωσαν χαμηλή αυτοεκτίμηση αναφορικά με την επιστροφή στην τυπική εκπαίδευση και το αντίστοιχο περιβάλλον, ενώ θα ένιωθαν καλύτερα αν λάμβαναν εκπαίδευση πάνω στην εργασία, ή σχετικά με ένα χόμπι.
Επιπλέον, σύμφωνα με μελέτη δανών ερευνητών[1], υπάρχει η τάση σε ορισμένους να βλέπουν τον εαυτό τους ως «αγράμματο». Αυτό δηλώνει έλλειψη κινήτρου για συμμετοχή στην εκπαίδευση, την οποία θεωρούν άχρηστη για τη βελτίωση της επαγγελματικής τους πορείας. Μάλιστα, θεωρούν την περαιτέρω εκπαίδευση ακόμα και πράξη προδοσίας απέναντι στο πνευματικό περιβάλλον της οικογένειάς τους, εφόσον τα μέλη της έχουν εξίσου χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Πέρα από αυτά, όμως, υπάρχει και ο φόβος του κοινωνικού αποκλεισμού από το εργασιακό τους περιβάλλον, ως αντίδραση των άλλων στην προσπάθειά τους βελτιωθούν γνωσιακά. Ωστόσο, υπάρχουν και εκείνοι που θεωρούν ότι μια περαιτέρω εκπαίδευση ως παράγοντας για τη βελτίωση των επαγγελματικών τους προοπτικών έχει αβέβαιο αποτέλεσμα ή και καθόλου.
Για ορισμένους, το χαμηλό επίπεδο αλφαβητισμού από μόνο του αποτελεί φραγμό για περαιτέρω προσωπική ανάπτυξη, μιας και φοβούνται να αποκαλυφθεί το χαμηλό αυτό επίπεδο[2]. Το στοιχείο του φόβου υπάρχει και στις περιπτώσεις όπου κάποιος είχε αποτύχει ως μαθητής, οπότε είναι απρόθυμος να συμμετάσχει σε εκπαιδευτικά προγράμματα, φοβούμενος επανάληψη της αποτυχίας του. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένοι παραδέχτηκαν ότι δεν είχαν καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να πετύχουν.
Άλλοι παράγοντες, που δημιουργούν φραγμούς στην επιθυμία για περαιτέρω εκπαίδευση, είναι η έλλειψη αυτοελέγχου ή επιμέλειας, καθώς και ενδοοικογενειακοί λόγοι, όπως ένα δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον ή γονείς που δεν ήταν υποστηρικτικοί. Επίσης υπάρχουν ζητήματα υγείας, όπως η κατάθλιψη ή μια χρόνια ασθένεια, αλλά και η μητρότητα. Σε αυτούς τους παράγοντες θα πρέπει να προστεθεί το εκπαιδευτικό περιβάλλον, οι σχολικές αποτυχίες, ακόμα και αποτυχίες σε κάποια εταιρική εκπαίδευση, καθώς και η έλλειψη δυνατοτήτων για περαιτέρω εκπαίδευση λόγω οικονομικών προβλημάτων ή απόστασης. Βέβαια, υπάρχουν και οι περιπτώσεις μειωμένων πνευματικών ικανοτήτων, ενώ ως προς το ζήτημα της ηλικίας, αυτή για άλλους συνιστούσε εμπόδιο, για άλλους όμως όχι.
Τέλος, ένας από τους πλέον βασικούς λόγους για τη συμμετοχή σε περαιτέρω εκπαιδευτική διαδικασία ή για την αποχή από αυτήν είναι ο συναισθηματικός παράγοντας. Σχετική έρευνα έδειξε ότι δεν μπορεί να υπάρχει γνωσιακή βελτίωση, αν δεν έχουν αντιμετωπιστεί συναισθηματικά ζητήματα[3].
Η έρευνα του Cedefop μας φανερώνει ότι τελικά το ζήτημα της διά βίου μάθησης και της επιμόρφωσης γενικότερα είναι περισσότερο πολύπλοκο απ’ ό,τι φαίνεται. Δεν αρκούν κάποια φυλλάδια ή μια καμπάνια ενημέρωσης. Χρειάζεται γνώση των ουσιαστικών παραγόντων, που συνδέονται με την εκπαιδευτική διαδικασία (κυρίως, αλλά όχι μόνο). Γι’ αυτό και κατά την οργάνωση σχετικών προγραμμάτων, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι αυτοί οι παράγοντες, ώστε να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι τη δυνατότητα της πρόσβασης στη γνώση που θα βελτιώσει την επαγγελματική τους ζωή.
Μιχάλης Κατσιμίτσης, PhD
[1] Klindt, M.P. – Sørensen, J.H. (2010). Barriererogløftestænger for kortuddannedesopkvalificering [Barriers and levers for low-skilled qualification].Copenhagen: National Center for Kompetenceudvikling.
[2] EPOS (2008). AMU-udbydernesindsats over for kursister med æseogskrivevanskeligheder [AMU-providers’ response to students with reading and writing difficulties]. Copenhagen: Danish Technological Institute.
[3] Weare, K. (2010). Mental Health and social and emotional learning: evidence, principles, tensions, balances. Advances in school mental health promotion, Vol. 3, σσ. 5–17.